Όσοι έτυχε να διαβάσουν κάποια παλαιότερα άρθρα μου, γραμμένα και δημοσιευμένα πριν από το 2010 και το ξέσπασμα της κρίσης στην ελληνική της εκδοχή, ίσως και να θυμούνται πως διαισθητικά θεωρούσα την-κάποια στιγμή- αναπόφευκτη κατάρρευση του ελληνικού «μοντέλου».
Αυτό, γιατί εδώ και πολλά χρόνια, καλώς ή κακώς, καταστάλαξα στην αντίληψη πως η Ελλάδα είναι ένα «λάθος» από εποχής συστάσεως κράτους.
Με δυο λόγια, κατά τη γνώμη μου, η δολοφονία του Καποδίστρια με την σχεδόν ταυτόχρονη περιθωριοποίηση του Κοραή και του ευρύτερου κύκλου των φορέων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κλείδωσαν την διαδρομή της χώρας στο πνεύμα των Κοτζαμπάσηδων από τη μια και στην κανοναρχούσα ή και δικτατορεύουσα τον δημόσιο βίο εκκλησία από την άλλη.
Μία κατά βάση αγράμματη ή και γραφική αρχαιολατρία συνδυασμένη με το ανιστόρητο και τραγικά αντιφατικό δόγμα του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού καθιερωμένο από τον Παπαρρηγόπουλο που «σφήνωσε» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το Βυζάντιο, που μέχρι τότε εθεωρείτο ως περίοδος εκφυλισμού, ξένη από την ουσία της Ελληνικής Ιστορίας.
Αυτό το θλιβερό πακέτο, ένα ρεσιτάλ ανορθολογισμού βρίσκει την αποθέωση του στα 7 χρόνια της δικτατορίας 1967-1974 με το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών από τη μια και τα πανηγύρια στο Καλλιμάρμαρο για την Πολεμική Αρετή των Ελλήνων.
Η Ελλάς πορεύθηκε στο χρόνο με συνθήματα, παραμυθίες και με την «βολή των ημετέρων» που κατέστη νόμος άγραφος πλην όμως απαράβατος.
Εκπαιδεύτηκε στο μίσος προς το Κάλλος και εντέλει οι Έλληνες μίσησαν τον εαυτό τους αντικαθιστώντας την Εθνική Υπερηφάνεια με την Εθνική Κομπορρημοσύνη και τα μεγάλα λόγια.
Η μοίρα όσων επέμειναν να παράγουν πραγματικά, σε οποιοδήποτε επίπεδο, και δεν εννοώ αποκλειστικά τον Πολιτισμό τις Τέχνες και τις Επιστήμες, υπήρξε τραγική διαχρονικά.
1981 η «Αλλαγή» που δεν έγινε ποτέ.
Το έγκλημα του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ ήταν-κατά τον γράφοντα- πως όταν βρέθηκαν στην εξουσία με εκείνο το συμπαγές 48% του 1981 σε συνδυασμό με την για τουλάχιστον δύο χρόνια απεριόριστη ανοχή που εισέπραξε από την Αριστερά και όχι μόνο, δεν συγκρούστηκαν ουσιαστικά με τίποτα.
Η ΠΑΣΟΚική διακυβέρνηση, αντί να «εκμεταλλευτεί» τη δύναμη και τη στήριξη που απολάμβανε προκειμένου να χτυπήσει κατακέφαλα –όχι τη… «δεξιά» αλλά τις ιστορικές εθνικές παθογένειες, έπραξε όλα τα αντίθετα:
- αντί να εξαλείψει, καλλιέργησε στο έπακρο την κουλτούρα των κολλητών
- αντί να δημιουργήσει συνθήκες αξιοπρέπειας στη δημόσια ζωή, δηλαδή βασικούς κανόνες αξιοκρατίας παντού, μετέτρεψε την κομματική ταυτότητα σε επαγγελματικό προσόν
- αντί να απελευθερώσει τη Δημόσια Υπηρεσία την Παιδεία και την Υγεία από την κομματοκρατία, παρέδωσε τους Θεσμούς σε άσχετους και τιποτένιους που ξεχαρβάλωσαν τα πάντα καταλύοντας κάθε έννοια Δημοκρατίας
- αντί να συνθέσει ένα πραγματικά αποκεντρωμένο κράτος με Περιεκτική Αυτοδιοίκηση στηριγμένη στον Αυτάρκη Κοινοτισμό μετέτρεψε Δήμους και Κοινότητες σε κέντρα κακοδιαχείρισης και πλουτισμού των «φίλων»
- αντί να επιβάλλει αυστηρούς ελέγχους στην αξιοποίηση του πακτωλού των Ευρωπαϊκών Κονδυλίων, προκειμένου αυτά να αποδώσουν στο σύνολο (ως όφειλαν) διευκόλυνε την εκτροπή τους σε εισόδημα ανεξάρτητο από την παραγωγική διαδικασία.
Αμέτρητα είναι τα αντί που μπορώ, μπορούμε να βρούμε.
Εν κατακλείδι θα πύκνωνα:
Επένδυσε ακούραστα και επίμονα σε όλες τις Ελληνικές παθογένειες, μηδέ μίας εξαιρουμένης για να συνθέσει τα περίφημα και τελείως αντιπαραγωγικά δικά της τζάκια, μία τελείως λούμπεν δήθεν αστική τάξη που συμπεριφέρθηκε ως λυσσασμένο αρπακτικό απολύτως αντικοινωνικό και εχθρικό προς οτιδήποτε θεωρούσε ως «ανατρεπτικό» για την κοινωνία της αλλοτρίωσης και του εφησυχασμού.
Το απολύτως χειρότερο, το πραγματικά «ιδιαζόντως ειδεχθές» έγκλημα του ΠΑΣΟΚ:
Η δια στόματος Ανδρέα Παπανδρέου επικύρωση της εφημερίδας Αυριανή ως αυθεντικού φορέα του λαού. Με άλλα λόγια, η προαγωγή της χυδαιότητας ως επίσημης γλώσσας της «Δημοκρατικής Παράταξης».
Η επικυριαρχία της σκυλάδικης τσιφτετελοειδούς μπόχας που μαζί με το στρας του lifestyle της δεκαετίας του 90 «εκσυγχρόνισαν» το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών και τις Πολεμικές Αρετές της Χούντας καθιστώντας τον «χαβαλέ» σε Εθνική αντίληψη.
(Είμαι Έλληνας και το γουστάρω «ρε μαλάκα» γιατί να’ ουμ όταν οι άλλοι τρώγανε βαλανίδια εμείς κάναμε την Ακρόπολη)
Κάπου εδώ, είναι που πέφτει η ταφόπλακα στη χώρα, αν τη δούμε όχι ως απλό γεωγραφικό πλαίσιο, αλλά ως Έθνος με αξιακό περιεχόμενο.
25 Ιανουαρίου 2015
«Αν οι εκλογές μπορούσαν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα θα ήταν παράνομες» λέει ένα δημοφιλές σε αρκετούς κύκλους ευφυολόγημα, που χαϊδεύει επαρκώς τα ευήκοα προς επαναστατικά συνθήματα ώτα. Τα οποία όμως, μάλλον αγνοούν την ιστορία καθώς, κακά τα ψέματα, μέσα από τον κοινοβουλευτισμό πολλά πράγματα είναι που θεσμοθετήθηκαν και έκαναν τη ζωή των πολιτών καλύτερη. Ή, για να είμαι πιο σωστός, το μείγμα ήταν πάντα ο κοινοβουλευτισμός με τους επίμονους και συχνά αιματηρούς κοινωνικούς αγώνες.
Η τελική σπρωξιά προς την άρση των επιφυλάξεων μου για τον ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε από την πρωτοφανούς επιπέδου κινδυνολογία των αντιπάλων του.
Συνέτειναν δε, δραστικά και κάποιοι φίλοι που εκτιμώ (ειλικρινά) προερχόμενοι κυρίως από την ευρεία φιλελεύθερη αντίληψη που συνειδητά ή ασυνείδητα – χωρίς να το θέλουν εννοώ το «ασυνείδητα» έχουν εμπλακεί σε αυτό το κινδυνολογικό μότο που κάνει ακόμα και την ρητορεία του TeaParty να… εκπέμπει μετριοπάθεια.
Από το «θα μας πάρουν τα σπίτια μας» μέχρι τις εξωφρενικές ολονυκτίες των ορθόδοξων ταλιμπάν από τη μια και η εμφανής αδυναμία ορισμένων να κατανοήσουν την απέραντη αγωνία των πολλών για την ανάκτηση κάποιας ελπίδας προς ανάκτηση των στοιχειωδών όρων αξιοπρέπειας του καθημερινού βίου από την άλλη, ξεκαθάρισαν το τοπίο μέσα μου.
Τελικά, το «δια ταύτα ψηφίζω/ στηρίζω (ή δεν…) ΣΥΡΙΖΑ» που αναζητούσα το τελευταίο διάστημα το βρήκα περπατώντας επίμονα στην Αθήνα, κουβεντιάζοντας με ανθρώπους, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με την πλήρη αποσύνθεση των ελάχιστων που μέχρι πριν από λίγα χρόνια συνιστούσαν την Κοινωνία, Κοινωνία.
Και βέβαια, τα όσα γράφω αυτή τη στιγμή δεν αίρουν πουθενά τις όποιες επιφυλάξεις είχα και έχω, ούτε ακυρώνουν την κριτική που έχω ασκήσει δημόσια για διάφορες επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ.
Δια ταύτα λοιπόν, θεωρώ κρίσιμα αναγκαία την αυτοδύναμη εκλογή του και μάλιστα με ικανή διαφορά.
Σε τελική ανάλυση, προτιμώ χίλιες φορές να «απογοητευτώ» από τον ΣΥΡΙΖΑ παρά να συνεισφέρω στην επαναφορά του θλιβερού διδύμου που κομμάτιασε τον τόπο τα τελευταία χρόνια.
Η διακυβέρνηση ΝΔΠΑΣΟΚ υπήρξε η αποθέωση της υποκρισίας, της βίας, της γελοιότητας. Συνέθεσε την σύγχρονη Ελληνική Κοινωνική Τραγωδία με απερίγραπτο κυνισμό.
Από τον επηρμένο εξουσιολάγνο κο Βενιζέλο μέχρι τον κωμικοτραγικό τηλεοπτικό πλασιέ που έγινε υπουργός και από την αλόγιστη σφαγή του πληθυσμού με την βίαιη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας που σημειωτέον δεν ζητήθηκε από κανένα μνημόνιο όπως πρόσφατα ομολογήθηκε από τον κο Σουλτς, οι λόγοι για τους οποίους αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να φάνε πόρτα από την πολιτική ζωή της χώρας, είναι κυριολεκτικά αμέτρητοι.
Και, επιθυμώ διακαώς την αυτοδυναμία του και μάλιστα τη ισχυρή αυτοδυναμία αν είναι δυνατό, γιατί οποιαδήποτε άλλη επιλογή ενδεχομένως να αποδειχθεί τραγωδία. Όχι μόνο γιατί έτσι δεν θα υποχρεωθεί σε οδυνηρούς συμβιβασμούς με εταίρους που θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να τινάξουν τα πάντα στον αέρα προς όφελος του παραδοσιακού συστήματος αλλά και γιατί μόνο έτσι θα δούμε στ’ αλήθεια πόσα απίδια έχει ο σάκος.
Προσωπικά, μονάχα ένα πράγμα θέλω. Κάτι, που το θεωρώ ιστορικά πιο ωφέλιμο από όλα:
Εάν αύριο υπάρχει μία αυτοδύναμη Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στη διαπραγμάτευση και την προσπάθεια για ελάφρυνση των οδυνών που υφίστανται οι ασθενείς ομάδες της Κοινωνίας, τότε, να βγει έξω ο κος Τσίπρας με λίγα λόγια και να εκθέσει όλα τα δεδομένα στους Πολίτες.
Και, να τους φέρει προ των ευθυνών τους με ένα δημοψήφισμα με συγκεκριμένες επιλογές.
Και αν –λέω το ακραίο- η επιλογή είναι ευρώ ή δραχμή, ας αποφασίσει ο κόσμος. Με όλα όμως τα δεδομένα μπροστά του.
Σε ένα πράγμα είχα συμφωνήσει απόλυτα με τον κο Τσίπρα. Στη φράση του, πως το «ευρώ δεν είναι φετίχ». Όχι γιατί είμαι κατά του κοινού νομίσματος. Ήμουν και παραμένω ευρωπαϊστής και φεντεραλιστής. Ούτε με απασχολεί προσωπικά το «εθνικό κράτος». Φετίχ όμως, πρέπει να είναι η ευημερία των Πολιτών. Η εργασία, η Παιδεία, η Υγεία. Όλα τα άλλα έρχονται μετά. Και σίγουρα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει την Κυριακή και κερδίσει καθαρά, θα έχουμε αμέτρητα πράγματα να λέμε κριτικά.
Αλλά, πρέπει πρώτα να κερδίσει, να έχει ισχυρή πλειοψηφία. Την Κυριακή, δεν ψηφίζουμε για τον Σοσιαλιστικό Μετασχηματισμό. Ψηφίζουμε για την επαναφορά του βασικού στα 750 ευρώ. Για τις συντάξεις.
Για τα νοσοκομεία. Δεν ψηφίζουμε για να «ζήσουμε καλά» αλλά, για να φρενάρει η κάθοδος στον Άδη.
Αν και όταν συμβούν αυτά τότε ευχαρίστως να συζητήσουμε για θεμελιώδη ζητήματα –όπως για παράδειγμα ο απαραίτητος διαχωρισμός εκκλησίας – Πολιτείας που σήμερα έχει υποχωρήσει ως αίτημα γιατί είναι «πολυτελείας».
Ο διαχωρισμός θα είναι υγεία για την κοινωνία.
Αλλά, πριν πάμε σε αυτή την υγεία θα πρέπει να σταματήσει ο θάνατος.
Καλό βόλι.
Γράφει: Γιώργος Πήττας