Home Γιώργος Πήττας Ο Νοέμβριος του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τρία. Ο Νοέμβριος του… Του Γιώργου...

Ο Νοέμβριος του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τρία. Ο Νοέμβριος του… Του Γιώργου Πήττα

anastasiadis cyprus-thumb-medium

 


Ο χρόνος είναι μία έννοια τεχνητή –συγκλίνουν πια φυσικοί και στοχαστές. 

Αν κάποιος μπορούσε να σταθεί σε μία γωνιά έξω από το σύμπαν, θα έβλεπε όλες τις φάσεις τις ζωής του σαν σταματημένα στην αιωνιότητα καρέ, χωρίς χθες σήμερα και αύριο.

Το διάβαζα τις προάλλες αυτό κάπου, σε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο άρθρο εκλαϊκευμένης επιστήμης και από τη μια μεριά μου προκαλούσε μέθη για τα πόσα δεν ξέρουμε και δεν καταλαβαίνουμε αλλά, από την άλλη, ταυτόχρονα με έκανε να νιώθω έντονα το συγκεκριμένο σταματημένο καρέ στο οποίο η ζωή μου έχει κάνει pause. Και δεν έχει καθαρή εικόνα αυτό το καρέ.

Είναι γκρίζο με κόκκο διάστικτο και έντονο τόσο, που το αποτυπωμένο στιγμιότυπο είναι θολό και χυμένο.

Σαν κάνω όμως μια ισχυρή  μεγέθυνση θα βρω μέσα στους γκρίζους κόκκους, στα pixels όπως λέμε σήμερα, χρώματα έντονα, χρώματα πυρά και εκτυφλωτικά.

Το βράδυ του Πολυτεχνείου, εκείνο το τελευταίο βράδυ- Παρασκευή ήταν, ακριβώς 40 χρόνια από σήμερα που σημειώνω αυτές τις αράδες ήταν γεμάτο από φώτα αυτοκινήτων σταματημένων, από κίτρινα τρόλεϊ με τις κεραίες κατεβασμένες, από πρόσωπα που έλαμπαν πιο έντονα και από τα φώτα των ασθενοφόρων που  σταματούσαν να μαζέψουν τραυματίες.

Τα φανάρια της τροχαίας στο κόκκινο, όλα με το χρώμα τους να χύνεται ή να αντικατοπτρίζεται στην άσφαλτο για να συναντήσει λίγο μετά, το αίμα.

 Ένα πλήθος που κουνιόνταν σε μια φευγαλέα χορογραφία ανάκατοι νέοι και μεσήλικες χαφιέδες και περίεργοι, τραμπούκοι και επίδοξοι αρχηγοί, απορημένοι και συνειδητοί.

Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ και θα με συνοδεύσουν μέχρι το τέλος.

Το ένα, είναι η πορεία του πλήθους που ξεκίνησε αργά το απόγευμα από το Πολυτεχνείο με κατεύθυνση τη Βουλή. Μπορεί τότε να μας φάνηκε μεγάλο το πλήθος, αλλά δεν ήταν, δεν ήταν αυτό που έπρεπε.

Θυμάμαι τους αθηναίους που είχαν βγει σε μπαλκόνια και παράθυρα και χειροκροτούσαν την πορεία, αλλά η πορεία δεν χάρηκε, απάντησε με θυμό, με δικαιολογημένο θυμό με ένα εν χορώ «κατεβείτε κάτω-κατεβείτε κάτω- κατεβείτε κάτω» .

Στο ύψος περίπου του αγάλματος του Κολοκοτρώνη-κατεβείτε κάτω– είχαν παραταχθεί οι αστυνομικές δυνάμεις, ενώ σε ταράτσες ήταν ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές των μυστικών υπηρεσιών-κατεβείτε κάτω– που άρχισαν να πυροβολούν σε πρώτη φάση στον αέρα και με τα μπαμ-μπουμ τα παράθυρα και οι βεράντες σφάλισαν, –κα-τε-βεί-τε κά-τω– κανένας όμως δεν κατέβηκε κάτω, εξαπέλυσαν την επίθεση οι παραταγμένες δυνάμεις της αστυνομίας και η πορεία υποχρεώθηκε σε άτακτη υποχώρηση.

Στα στενά γύρω, σε σκιερά σημεία, πίσω από πόρτες, σε εσοχές, κρυμμένοι διάφοροι παρακρατικοί εξοπλισμένοι με γκλομπς παραμόνευαν το θήραμα τους. Αν κάποιος περνούσε από μπροστά τους, εμφανίζονταν ταυτόχρονα 2-3 από δαύτους , τον τσάκιζαν στο ξύλο, τον άφηναν ξερό και πήγαιναν βρίζοντας και χαχανίζοντας  για τον επόμενο.

Γύρω στις εννιά το βράδυ, οι έξω ήταν πάλι μέσα, στις ρουτίνες της κατάληψης.

Πολύγραφοι, εκπομπές από τον «σταθμό του Πολυτεχνείου», αποθήκευση τροφίμων και φαρμάκων, πληροφόρηση για το τι γίνεται.

Θυμάμαι, σαν σε όνειρο μια ανώμαλη φάτσα να περιφέρεται και να γαβγίζει πως «πρέπει να πάμε να βάλουμε φωτιά στην… Ακρόπολη».

Λες και με χτύπησε ρεύμα, σκέφτηκα:  «εγκάθετος».  

Βρήκα μπροστά μου έναν ψηλέα του είπα, το και το, και εκείνος έφυγε ταχέως για να τον εντοπίσει υποθέτω. Ο επίδοξος πυρπολητής πάντως δεν ξαναφάνηκε, με τον ψηλό απαντηθήκαμε ξανά λίγο αργότερα και συστηθήκαμε.

 Ήταν ο Αντρέας Νεφελούδης- τον οποίο θαρρώ δεν πρέπει να συνάντησα ποτέ ξανά στη ζωή μου μέχρι που ήρθε το… Facebook και τα χρώματα της ζωής μας αποθηκεύονται δια παντός-ακίνητα και άχρονα σε εκατομμύρια pixels.

Κάπου εκείνες τις ώρες πρέπει να άρχισαν οι δολοφονίες στους γύρω δρόμους.

Κάπου εκείνες τις ώρες πρέπει να άφησε την έσχατη πνοή του ο Διομήδης Κομνηνός φωνάζοντας προς την κάνη που τον σκόπευε «κρατάω τραυματία!». 

Στο επόμενο αιώνιο δευτερόλεπτο ίσως να σχεδίασε όλα τα αυτοκίνητα που είχε στο νου του καθώς αυτό ονειρευόταν να γίνει, σχεδιαστής αυτοκινήτων. Θαύμαζε τον  Sergio Pininfarina.

Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, σε μια οικογενειακή εκδρομή στο Γαλαξίδι, απομακρυνθήκαμε από τους γονείς, βρήκαμε ένα σχολείο, το παραβιάσαμε και… γράψαμε σε όλους τους μαυροπίνακες των τάξεων «Κάτω η Χούντα» , ζωγραφίσαμε το σήμα της ειρήνης και μετά ξαναβρήκαμε τους δικούς μας για να φάμε τις μαρίδες μας ευχαριστημένοι που κάναμε «κάτι».

Σταματώ εδώ την αναμνηστική φωτογραφία.

Διάβαζα πριν από λίγες μέρες ένα σημείωμα γνωστής συγγραφέως που περιέγραφε την Αθήνα των παιδικών της χρόνων στη δεκαετία του 60, να είναι γεμάτη χρώματα κι’ αρώματα με όλα τα κακά να έρχονται από το 1974 και μετά.

 Ίσως η καλή κυρία να έζησε σε μια Αθήνα ενός παράλληλου σύμπαντος.

Έχω την ίδια ηλικία μαζί της- είμαι για την ακρίβεια, ένα χρόνο μεγαλύτερος της.

Η Αθήνα των δικών μου παιδικών χρόνων, ήταν μία μαύρη γκρίζα πόλη προσδιορισμένη από τις στολές των αμέτρητων μπάτσων που κυκλοφορούσαν έτοιμοι να σε αρπάξουν ακόμα και αν έλεγες απλά “δεν είναι ζωή αυτή”.

 Η Αθήνα των παιδικών μου χρόνων, είναι γεμάτη από τα καφέ στην απόχρωση του σκατού παντελόνια και σακάκια που φορούσαν χαρακτηριστικά οι πάμπολλοι  χαφιέδες της χούντας που ήταν διάσπαρτοι παντού. Α ναι! Πάντα με επίσης καφέ ψαθωτά υποδήματα.

Ο ήχος των παιδικών μου χρόνων, ήταν γεμάτος από υστερικά κλαρίνα, παπάδες,  στρατό της Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών και ιθαγενείς γονυπετείς ή έρποντες κάτω από την εικόνα της μεγαλόχαρης.

 Μόνο στο σπίτι, με τα παράθυρα κλειστά, ενίοτε και σφαλιστά, μπορούσαμε να αφεθούμε στις επιλογές μας.

Με ένα πόπολο στην επαρχία να χορεύει πρόθυμα τα τσάμικα του δικτάτορα και να υποδέχεται τα ανθρωπάκια του καθεστώτος με εμετικά λογύδρια ευγνωμοσύνης.

Με ένα άλλο πόπολο στο κέντρο να σιωπά για να δει που θα πάει το πράγμα.

 Η χούντα του 1967 κάθισε υπερβολικά εύκολα στον σβέρκο της ιστορίας.

Και λέω της ιστορίας, γιατί ο σβέρκος του λαού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μάλλον δεν ταλαιπωρήθηκε. Μερικές εκατοντάδες ήταν όλοι κι’ όλοι εκείνοι που στέναξαν στα χέρια των εγκληματιών  και σήκωσαν το βάρος της αξιοπρέπειας ενός έθνους.

Οι μόνες  χαραμάδες από όπου μπήκε φως, ήταν κηδείες. Ελληνικό σύμπτωμα;

 Ο αποχαιρετισμός του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 68 και ακόμα περισσότερο ο αποχαιρετισμός στον Ποιητή Γιώργο Σεφέρη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1972 ήταν οι δύο μοναδικές εκδηλώσεις στις οποίες υπήρξε μαζική συμμετοχή.

Το Πολυτεχνείο ήταν κάτι σαν μια στιγμιαία ανάφλεξη.

Η παλέτα του χρόνου βάφτηκε με αποχρώσεις που έμειναν αψηλάφητες και χάθηκαν.

Μπορεί τα μεγάφωνα –κάθε χρόνο- να στριγγλίζουν εμμονικά και ρουτινιάρικα άσματα ηρωικά, με αντιπαθητικές φωνές να κάνουν μονότονα καλέσματα, αλλά εκείνη την Παρασκευή, εκείνου του Νοέμβρη, γύρω στις 10 και 30 το βράδυ σε μία αίθουσα του Κτιρίου Γκίνη κάποιος έπαιζε τζαζ στο πιάνο, ενώ ένας άλλος σήκωνε από το πάτωμα το κόντρα μπάσο-κι ας είχε σπάσει μια χορδή- και θαυματουργά, το «Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί» κύλησε αβίαστα σε έναν φρενήρη αυτοσχεδιασμό πάνω στο TakeFiveμε σχεδόν όλους όσους ήταν στον χώρο να μετατρέπουν τραπέζια καρέκλες και μεταλλικά καλάθια αχρήστων σε κρουστά.  Αίθουσα 18 νομίζω, όρκο δεν παίρνω.

Το Πολυτεχνείο του 1973 είχε Αλήθεια.

Στις επετείους- δεν πήγα, παρά μόνο μία φορά.  

Σουβλάκια καλαμάκια, λουκάνικα, τσίκνα,  σφυροδρέπανα μπρελόκ, φωνακλάδες πωλητές αναψυκτικών, επαγγελματίες πολιτικοί κι αμέτρητα πλήθη, εκείνα τα πλήθη που χειροκροτούσαν το απόγευμα της Παρασκευής- όταν τα ντουβάρια των κτιρίων αντηχούσαν , κα-τε-βεί-τε κά-τω-,κα-τε-βεί-τε κά-τω… όλοι έγιναν «ήμουν κι εγώ εκεί» ενώ στο μεταξύ κάποιοι πού ήταν πράγματι εκεί, εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους με πολιτικά αξιώματα, σκανδαλώδεις διορισμούς και αργομισθίες δεκαετιών.

Τον συμμαθητή μου τον Αντώνη τον Μπαϊρακτάρη τον ξέρει κανείς; Όχι. Εκεί ήταν κι’ αυτός. Τον συνέλαβαν μπροστά στα μάτια μου νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Τώρα περπατούσαμε μαζί, την επόμενη στιγμή μιλούσα στον αέρα. Γύρισα να δω που είναι, και τον έσερναν από τα μαλλιά σε ένα αστυνομικό τμήμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας δίπλα σε ένα ΙΚΑ.

Ο Παύλος, ο Νίκος, η Μαρία, η Ελένη, ο Κώστας, ο Στέλιος, η Παυλίνα, η Στέλλα, ο Γρηγόρης, η Μαριλένα, ο Χριστόφορος.

Αν σταθείς έξω από το σύμπαν θα τους δεις εκεί, ακινητοποιημένους και άχρονους να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να σηκώνουν τη γροθιά, να σιωπούν, να θυμώνουν, να απορούν, να αποσύρονται, κάποιοι να πεθαίνουν.

Κάθε τους κίνηση, κάθε τους πνοή, ένα αιώνιο ακίνητο καρέ στη σύμβαση του χρόνου.

Κανείς τους, κανείς μας δεν φαντάστηκε τίποτα. Ούτε υπήρξε ποτέ κάτι.

Ο χρόνος, είναι μια έννοια τεχνητή. 1973, 3791, 9137, ποιος ξέρει, έτσι μπορεί να βρούμε που κληρώνει το 2013.

 40 χρόνια μετά, στην Έρημη Χώρα:

«Ποιός είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα

στο πλάι σου;

Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και εσύ και συ μαζί μου

Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο

Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι

σου

Γλιστρώντας  τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,

κουκουλωμένος

Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω

–  Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;»

 ΥΓ: Τα τελευταία λόγια, είναι βεβαίως από την Έρημη Χώρα, το WasteLand του T.S. Elliotστη μετάφραση του Σεφέρη. Για το «Πολυτεχνείο» ούτε έγραψα ποτέ στο παρελθόν, ούτε θα επιχειρήσω να το ξανακάνω. 40 ακριβώς χρόνια μετά, σκεφτόμουν τον Διομήδη και τους παλιούς μου φίλους. Συγχωράτε με. 

Γράφει: Γιώργος Πήττας