Ένα νησί Αντιγόνη, γεμάτο αδέρφια νεκρά, παιδιά τυφλού πατέρα που βρέθηκαν ακριβώς όπως ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής να χάνουν τη ζωή τους στον ίδιο πόλεμο, σ’ αντίπαλο στρατόπεδο.
Κι’ ένα νησί Αντιγόνη, να ξέρει πως φως δεν θα μπορέσει ν’ αντικρύσει ξανά, αν δεν θάψει και τα δυο αδέλφια με τις ίδιες τιμές, αν δεν τα κλάψει με τα ίδια βαριά δάκρυα, αν δεν τα απελευθερώσει επιτέλους-και τα δυο- από το φονικό παιχνίδι που τ’ άδραξε και τα στριφογύρισε στη ζάλη του πολέμου. Πόσα χρόνια πια! Όχι σαρανταδύο που λένε οι ψεύτες, μα πενήντα τόσα.
Και βάλε.
Και για δες, «θαύμα» αισχρό, ύβρις αδιανόητη, να φυτρώνουν γύρω Κρέοντες αυτόκλητοι κι απρόσκλητοι!
Να μιλούν για λογαριασμό της Αντιγόνης, να ορθώνουν ξανά το μέγα της εξουσίας θράσος, με μάτια βλοσυρά και να καταδικάζουν εν χορώ, αγκαλιά με τους επαγγελματίες της πατριωτικής απατεωνίας και μια χούφτα «διανοούμενους» της τρύπιας δεκάρας για να καλούν το πόπολο να αντισταθεί, σε τι άραγε να αντισταθεί;
Μόνο που το «πόπολο» δεν αντιστάθηκε.
Το πόπολο είναι πια- στην πλειοψηφία του- Πολίτες. Που σε κάθε χτύπο της καρδιάς τους (τικ) νιώθουν το χρόνο να κυλά (τακ) και είναι αυτό από μόνο του ένα ιστορικό ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα καθώς ο χρόνος τελειώνει (τικ τακ τικ τακ τικ τακ) και στην επόμενη γωνία του ο δρόμος θα είναι πια αγνώριστος.
Κρέοντες. Θρασείς και ασεβείς. Εραστές της εξουσίας και μόνο. Ουδέποτε συναγελάστηκαν με τους άλλους Κύπριους, εκτός κι αν ήταν του ιδίου φυράματος, για να υπηρετήσουν τα συμφέροντα που προκύπτουν από τη διαίρεση.
Σκεφθείτε εδώ το σαρδόνιο οξύμωρο: Η ευφρόσυνη αμοιβαιότητα της διαίρεσης.
Θυμάμαι τον Σεφέρη στο έκτο ποίημα από τα «Επί Σκηνής» :
«Αλλά που θα είσαι τη στιγμή που θα ‘ρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;»
Το φως άναψε, άστραψε, ο λόγος ακούστηκε καθαρός όπως του πρέπει, αποτυπώθηκε στους πόρους της αρχαίας πέτρας, κατατέθηκε σε όσα αυτιά ήταν εκεί ευήκοα και γονιμοποιήθηκε.
Εκείνο το βράδυ, στις 28 Σεπτεμβρίου του 2016, η Αντιγόνη κοιμήθηκε ανάλαφρα.
Ο Σοφοκλής συνέχισε ήσυχος το ταξίδι του στα σύμπαντα.
Ο λόγος του, σαρκώθηκε άξια και αντιλάλησε έτσι κατά πως το θέλουν οι Θεοί.
Η Αντιγόνη που γεννήθηκε για να αγαπά, που ανέπνευσε για να περιφρονεί τους τυράννους και την εξ’ ουσίας αμετροέπειά τους, αναστήθηκε κι’ έθαψε τους νεκρούς της.
Τα χειροκροτήματα των Κυπρίων επίμονα και ηχηρά, που ξέσπασαν μετά την δίωρη λειτουργία στο ξέχειλο θέατρο, ήταν που την ανέστησαν.
Αυτά τα χειροκροτήματα ήταν που έκαναν τους εξ Ελλάδος ηθοποιούς να κατανοήσουν το καθαρτήριο σκίρτημα στο οποίο συνέβαλλαν.
Έγραψα πιο πάνω, «το φως άναψε, άστραψε ο λόγος ακούστηκε καθαρός».
Θα συμπληρώσω τώρα:
Τα φώτα έσβησαν ένα προς ένα, ήρθε το σκοτάδι και έπεσε η σιωπή ξανά.
Με τα τριζόνια να πάλλονται και τ’ άστρα να τρεμοσβήνουν στον ουρανό.
Έμειναν τα ίχνη μας στο χώμα, θα τα σκουπίσει κι αυτά ο πρώτος αέρας.
Δεν θα μπω στον κόπο να επιχειρηματολογήσω για το αν κάναμε καλά που πήγαμε.
Νέτα σκέτα, το χρέος μας πράξαμε.
Άδεια, δεν μας έδωσε κανένας. Ας είναι καλά, εκεί που βρίσκεται, ο Τάσσος Παπαδόπουλος που συμφώνησε τόσο στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων όσο και στο θεμελίωμα των μικτών επιτροπών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Άδεια, δεν μας έδωσε κανένας. Και αν οι ηγέτες δεν φτάσουν στο ραντεβού που τους έχει στήσει η προξενήτρα ιστορία, την επόμενη φορά, την άδεια θα την πάρουμε μόνοι μας γιατί δημιουργήθηκε ανεπίστρεπτο προηγούμενο. Οι Κύπριοι, θα βρουν το πεπρωμένο τους- το μπόλι έχει γίνει, το δέντρο μεγαλώνει, απλώνει ρίζες και απότιστο δεν θα το αφήσουμε. Ό,τι κι αν κάνουν.
Οι Κρέοντες πρέπει να δύσουν επιτέλους.
Αλήθεια, πως ένιωσαν σαν βρέθηκαν πριν από λίγες μέρες να ενώνουν τη φωνή τους με τους απατεώνες του πατριωτισμού;
«Όμοιος ομοίω αεί πελάζει» τους λέει ο Πλάτωνας από το Συμπόσιο.
Ο κάθε ένας μας λοιπόν, με τους ομοίους του.
Εσείς, οι συγκεκριμένοι 30-40 και οι εν διαδικτύω φάλτσοι χορωδοί σας.
Να «βλέπετε» πάντα με τα μάτια του Οιδίποδα.
Εμείς, αρκετές χιλιάδες, και μία Αντιγόνη που προσδοκά την οριστική της δικαίωση.
Καλώ ξανά, τον Σεφέρη:
Ονήσιλε, δεν πρέπει,
μα το λαό που τώρα μας ακούει,
αλλού να ψάχνεις θέατρο. Η θυμέλη
του Διονύσου εδώ στη Σαλαμίνα
με το δικό σου αίμα έχει τραφεί
κι έχει μ’ αυτό γραφεί: να μη χαθεί,
να θυμηθεί, να θυμηθεί, να θυμηθεί
–μια τέτοια πόλη!– Εσέ, ν’ αναστηθεί.
@pittasgeorge
Γράφει: Γιώργος Πήττας