Home Γιώργος Πήττας Έρημη χώρα, ρημαγμένη. Του Γιώργου Πήττα

Έρημη χώρα, ρημαγμένη. Του Γιώργου Πήττα

oba-pittarth


Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης
Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.

 

Περασμένα μεσάνυχτα και τ’ αυτοκίνητα ήταν αραιά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ακόμα πιο λίγοι οι διαβάτες, συχνά μικρές παρέες, που περπατούσαν με γοργά κοφτά βήματα για να πάνε γρήγορα στα σπίτια τους.

Στον «Βρούτο» του 1978 στο λόφο του Στρέφη, από τα μεγάφωνα, αντηχούσαν διακριτικά οι Beatles από μια κασέτα του Βλάση του Μερτικόπουλου, στην πεταλωτή μπάρα απέναντί μου ο Χρήστος Βακαλόπουλος με τον οποίο κάναμε πόλεμο με στραγάλια όταν δεν μας έβλεπε ο Σπύρος που κρατούσε το μπαρ.
Όσο παγωνιά είχε έξω, άλλο τόσο ζέστη υπήρχε διάχυτη μέσα. Ζέστη, θέρμη θα την έλεγα, που πήγαζε από ζωηρές ματιές , γέλια, και δυνατές κουβέντες κυρίως για δουλειές και όνειρα.

Τότε, υπήρχαν και δουλειές και όνειρα που μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα μέσα από τη δουλειά και το πείσμα. Τίποτα το φτιασιδωμένο, αλλά ακόμα κι αν υπήρχαν κάποιες «πόζες» ήταν αθώες, ήταν μέρος ενός παιχνιδιού, ήταν φλερτάρισμα με την απέναντι ή και με όλους.

Περίεργο, αλλά ως και η βοή του κόσμου, έμοιαζε να ενορχηστρώνεται αρμονικά με το Here comes the sun και την αισθαντική φωνή του George Harrison. O Lennon δεν είχε δολοφονηθεί, το ΠΑΣΟΚ δεν είχε γίνει κυβέρνηση, ο Θεοδωράκης έδινε συναυλίες αβέρτα και μετά παραπονιόνταν πως είναι αποκλεισμένος, ο Χατζιδάκις στο Τρίτο Πρόγραμμα κεντούσε ανεβάζοντας την ακροαματικότητα του σε πρωτόγνωρα ύψη αποδεικνύοντας πως η Αισθητική «πουλάει» όταν ξέρεις να την πουλήσεις.

Λίγο αργότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα γίνονταν πρωθυπουργός και το κόμμα του θα εξαπέλυσε τον «λαό» του (όπως λέμε ο λαός του Ολυμπιακού κλπ) στην εξουσία. Λίγο πιο μετά αφού θα εγκατέλειπε οριστικά το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» θα ξεκινούσε η εισροή τεράστιων κονδυλίων στη χώρα με σκοπό την περίφημη σύγκλιση, την ανάπτυξη υποδομών και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής.
Πραγματική σύγκλιση, δεν έγινε ποτέ.

Οι υποδομές αναπτύχθηκαν αργότερα και δημιουργήθηκαν κυρίως από αλλοδαπό και φτηνό εργατικό δυναμικό, ο δε εκσυγχρονισμός της παραγωγής έγινε κυρίως εισόδημα και επίδομα ενώ η παραγωγή βαθμιαία μηδενίστηκε.

Στο μεταξύ, χτίστηκαν τα «νέα τζάκια». Βλαχομπαρόκ και λούμπεν στοιχεία, που έκαναν τις βρώμικες δουλειές της εξουσίας, βρέθηκαν με αδιανόητα χρήματα αγόραζαν «μερσεντέ» και «μπεμβέ» ως να ήταν πατάτες (εισαγωγής πια) και ετοιμαζόντουσαν να εποικίσουν την Ψαρού στη Μύκονο.

Το Τρίτο πρόγραμμα έχει χάσει την φαντασία και την δημιουργικότητα του Χατζιδάκι και των συνεργατών του, ο Θεοδωράκης συνεχίζει να δίνει συναυλίες αλλά για μια περίοδο δεν παραπονιέται, ο Lennonέχει ήδη δολοφονηθεί μία Δευτέρα του Δεκέμβρη το 1980, σαν σήμερα οχτώ του μήνα, ο Βακαλόπουλος θα φύγει πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα το 1993 και ο Βρούτος έχει αλλάξει ήχο. Οι συζητήσεις, σιγά σιγά αντικαθίστανται από μουγκανητά, οι θαμώνες είναι καινούργιοι, δεν έχουν βλέμμα ούτε φωνήεντα στη γλώσσα, η μπάρα είναι σχεδόν άδεια και τα τραπέζια, εγκαταλείπονται από τους πελάτες τους με πιάτα γεμάτα καθώς παραγγέλνουν πολλά περισσότερα από αυτά που μπορούν να φάνε. Η κουλτούρα του «φέρε ρε μεγάλε, φέρε, μην τα λυπάσαι» γίνεται κυρίαρχη στα αστικά κέντρα.

Τα αυτοκίνητα ήταν ακίνητα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ήταν πια σχεδόν ξημέρωμα και οι ποτισμένοι με ουίσκι οδηγοί κορνάριζαν επίμονα, βιάζονταν να πάνε σπίτι να ξεραθούν, βριζόντουσαν μεταξύ τους, και, παρά το ότι επέστρεφαν από διασκέδαση είχαν όλοι το ζωνάρι λυμένο για καυγά.

Διαβάτες τίποτα, παρεκτός κάτι ταλαίπωροι ξένοι που πρόσμεναν στα φανάρια να πλύνουν κάνα τζάμι για λίγα ψιλά. Αν και, πολλές φορές οι οδηγοί, τους άφηναν να καθαρίσουν το παρμπρίζ πρώτα και μετά κοιτούσαν αδιάφορα αλλού. Αν τους τύχαινε και πράσινο, γκάζωναν και γινόντουσαν αέρας. Ένας αέρας με άρωμα ουίσκι ιδρώτα και πορδής. Το «ανεμογκάστρι» που θα κυοφορούσε για χρόνια πολλά την Χρυσή Αυγή αφού πρώτα θα μάθαινε γράμματα μελετώντας την Αυριανή, ακρωτηριάζοντας οτιδήποτε εξείχε ελάχιστα από τον λεγόμενο μέσο όρο, μισώντας με πάθος κάθε τι το «καλό».
Κατεστραμμένη χώρα, κατεστραμμένη κοινωνία.

Ένας πληθυσμός που πια ούτε καν αλαλάζει.
Ίσως ν’ αλλάζει. Ίσως.

Με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, ριπές παρηγοριάς, είτε αυτές είναι οι λίγοι που εκπαιδεύουν τους άλλους στην Αλληλεγγύη, είτε όσοι ακόμα έχουν το μυαλό τους σε εγρήγορση και παράγουν εφόσον μπορούν, καινοτομία και ιδέες μέσα από γνώση και εξειδίκευση.

ΥΓ: Όχι, το 1978 δεν ήταν κάποια ιδανική χρονιά. Ούτε εκείνη η περίοδος. Αν ψάξει κάποιος θα βρει αγώνες, τεράστιες απεργίες, συγκρούσεις. Απλά τότε, δεν είχαν ακόμα ξευτελιστεί όλα αυτά.

Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα.


(οι στίχοι στην αρχή και στο τέλος του κειμένου είναι από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη ενώ ο τίτλος παραπέμπει στο Wastelandτου T.S.Elliot. Ο πίνακας, είναι έργο του Έλληνα ζωγράφου Ανδρέα Σκευάκη. )

 

Γράφει: Γιώργος Πήττας