«Όταν οι ηγέτες του τόπου, οι νομοθέτες, φοβούνται την αλλαγή, τρέμουν στην ιδέα της μεταρρύθμισης, οι ελπίδες μας είναι περιορισμένες. Η νοοτροπία που μας έφερε εδώ που μας έφερε δεν μπορεί να μας πάρει προς τα μπρος».
Το πρωί της Παρασκευής ξεκίνησα να γράφω τη στήλη με θέμα τις εκλογές. Έγραφα πως οι εκλογές, σε όποιο επίπεδο και αν γίνονται, είτε αφορούν στον πρόεδρο της τάξης μας στο δημοτικό, είτε αφορούν στον Πρόεδρο της χώρας μας είναι η γιορτή της Δημοκρατίας. Συνέχιζα λέγοντας πως σήμερα, στον δυτικό κόσμο, θεωρούμε δεδομένη αυτή τη δημοκρατία, δεν εκτιμούμε σωστά και σε πλήρες μέγεθος το αγαθό αυτό και το παραφρονούμε. Είτε αδιαφορούμε ως πολίτες και δεν πάμε να γιορτάσουμε στην κάλπη, είτε προχωρούμε σε μη ορθολογιστικές επιλογές. Το ένα φέρνει το άλλο και τούμπαλιν. Τα παραδείγματα στην Ευρώπη και στον κόσμο αυξάνονται ραγδαία. Brexit, Κολομβία, Η.Π.Α, Ιταλία, Δανία. Και έρχονται και άλλα.
Δεν πρόλαβα να τελειώσω όμως το άρθρο. Με πρόλαβε η Ολομέλεια της Βουλής. Και κατά τη διάρκειά άλλαξα και τίτλο και θέμα. Την Παρασκευή αποφασίσαμε πως αυτή τη χώρα τη θέλουμε καταδικασμένη. Πως πολιτικά κόμματα δεν επιζητούν τον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση των νευραλγικών τομέων της χώρας μας. Πως δεν θέλουν την αξιολόγηση των δημοσίων λειτουργών. Πως δεν θέλουν την ανέλιξη να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να εξηγήσει τη στάση όλων των κομμάτων, πλην του Δημοκρατικού Συναγερμού και της Αλληλεγγύης; Είναι φορές που δεν σέβονται και τον δικό τους κόπο και τις δικές τους εργατοώρες. Ποιος ο λόγος να συνεδριάζουν αυτοί οι ίδιοι οι βουλευτές που την Παρασκευή καταψήφισαν το πακέτο των νομοσχεδίων από τον Ιούλιο και να συζητούν τα νομοσχέδια αυτά; Οι διακηρύξεις τους περί αναγκαιότητας μεταρρύθμισης, μείωσης της γραφειοκρατίας, παραγωγικότητας, αξιολόγησης των υπαλλήλων, εξαφάνισης της αδιαφάνειας στις προαγωγές και στις διαδικασίες, εξαφανίστηκε την ώρα της κρίσης. Ακόμα και οι τροπολογίες που κατατέθηκαν από τα ίδια κόμματα, αλήθεια για πιο λόγο; ήταν στη λογική του παραλόγου.
Ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω και υπεύθυνος γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση κατάφερε να συμφωνήσει με τις συντεχνίες πριν φέρει τα νομοσχέδια στη Βουλή. Και αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα για τα δεδομένα μας. Και όλοι μας μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό. Καταφέραμε να αποδείξουμε πως η πλειοψηφία των αντιπροσώπων στο κοινοβούλιο είναι πιο συντηρητικοί από τους συνδικαλιστές. Και αυτό είναι η πιο επικίνδυνη εξέλιξη για την κοινωνία. Όταν οι πολιτικοί, τα κόμματα, συμπεριφέρονται με συντεχνιακή, για να το πω κομψά, νοοτροπία, τότε υπάρχει τεράστιο πρόβλημα. Όταν οι ηγέτες του τόπου, οι νομοθέτες, φοβούνται την αλλαγή, τρέμουν στην ιδέα της μεταρρύθμισης, οι ελπίδες μας είναι περιορισμένες. Η νοοτροπία που μας έφερε εδώ που μας έφερε δεν μπορεί να μας πάρει προς τα μπρος.
Την Τρίτη, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2017 ανέφερα στην ομιλία μου:
«Επανεκκίνηση στη νοοτροπία μας χρειαζόμαστε. Όλα τα άλλα γίνονται και όλα τα προσκόμματα ξεπερνιούνται. Φτάνει να το αποφασίσουμε, να το θελήσουμε. Να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα, με σωστές προτεραιότητες, στο σωστό χρόνο. Όλα τα άλλα, είναι περιττά. Να κάνουμε την πατρίδα μας τη χώρα εκείνη από την οποία οι νέοι μας δεν θα θέλουν να μεταναστεύσουν, δεν θα χρειάζεται να φύγουν».
Δυστυχώς καταγράψαμε ακόμη μία ήττα στο παιχνίδι πολιτικών – πολιτών. Και θα συνεχίσουμε να καταγράφουμε ήττες αν δεν αλλάξουμε τη νοοτροπία μας. Αν δεν ακούσουμε τους πολίτες, τους πολλούς πολίτες, που ταλαιπωρούνται από τη σχέση τους με το κράτος, που τους τρώει το συκώτι η γραφειοκρατία, που τους πνίγει το δίκαιο από την άνιση μεταχείριση τους από τις υπηρεσίες θα χάνουμε κατά κράτος. Όσο συνεχίζουμε να ακούμε τους λίγους και τους πιο βολεμένους θα τρώμε τέρματα. Και η διαφορά στο σκορ θα γίνεται χαώδης.
Όσα κόμματα καταψήφισαν τη μεταρρύθμιση την Παρασκευή νομίζουν πως κατάφεραν να στερήσουν ένα γκολ από την κυβέρνηση. Ίσως ακόμα να πιστεύουν πως σκόραραν οι ίδιοι στον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Δυστυχώς γελιούνται. Και αν νομίζουν πως οι πολίτες θα κάτσουν να ακούσουν τα αστήριχτα επιχειρήματά τους πάλι γελιούνται. Και με τέτοιες πρακτικές, η δημοκρατία την οποία συνηθίσαμε και θεωρούμε δεδομένη χάνει το ενδιαφέρον της κοινωνίας και οδηγούμαστε σε μη ορθολογικές επιλογές. Και όσοι από μας θεωρούμε πως βρέχει, πάλι γελιούνται. Δεν βρέχει, μας φτύνουν.
Γράφει: Δημήτρης Μ. Δημητρίου
Follow me: @dmdemetriou