Στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου Συνεργασίας Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας την προηγούμενη εβδομάδα τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αντάλλαξαν μια σειρά από έγγραφα τα οποία αποτελούσαν ερωταπαντήσεις κατ’ ουσίαν, για μια σωρεία ζητημάτων όπως το Κυπριακό, τη Θεολογική σχολή της Χάλκης, τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση .
Το μελανό σημείο της όλης διαδικασίας, όσον αφορά το δημόσιο διάλογο στην Κύπρο, αποτέλεσε ένα έγγραφο της Τουρκίας το οποίο χαρακτήριζε την Κυπριακή Δημοκρατία ως «Defunct State». Η τρέχουσα μετάφραση του όρου είναι αποθανών ή εκλιπών κράτος. Με αυστηρά διπλωματικούς και συνταγματικούς όρους ο όρος δύναται να μεταφραστεί ως «μη λειτουργικό κράτος». Πολιτικά ισχύει αυτός ο όρος; Πέραν των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων και μέτρων των οποίων εφάρμοσε η Κυπριακή Δημοκρατία στο εσωτερικό της στη βάση του δικαίου της ανάγκης για να καταστεί λειτουργική μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων το 1963 από την κυβέρνηση, καθώς και την ειδική μεταχείριση των ευρωπαίων εταίρων όσον αφορά την ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην Ε.Ε, η χώρα μας αδιαμφισβήτητα είναι λίγο -πολύ ένας αξιόπιστος εταίρος στους διεθνείς οργανισμούς και κατ’ επέκταση υπόλογος έναντι των διεθνών της δεσμεύσεων.
Εξετάζοντας την στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της Τουρκίας μπορεί ο οποιοσδήποτε να αντιληφθεί ότι ή αντίδραση της Ε.Ε ήταν επαρκέστατη καθώς σε ένα πολυσέλιδο κείμενο κατέστησε σαφείς τις τουρκικές υποχρεώσεις όσον αφορά την εξομάλυνση των σχέσεων της με τα γειτνιάζοντα κράτη καθώς ήγειρε και σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες απαιτούνται για την εδραίωση του κράτους δικαίου στην ίδια τη χώρα.
Η σχετική αναφορά βέβαια η οποία ανάγκασε την κ. Θεοχάρους, ως άλλος Καϊάφας, να διαρρήξει τα ιμάτια της, είναι μεν ενοχλητική αλλά δεν είναι νεοφανής στην διπλωματική ιστορία της Κύπρου. Πάντοτε η Τουρκία αμφισβητούσε την ύπαρξη μας ως ανεξάρτητο κράτος, καθώς η διατύπωση αυτή συνάδει με την πάγια εξωτερική πολιτική της για την χώρα μας.
Το ερώτημα
Σε αυτό το σημείο λοιπόν προκύπτει ένα ερώτημα. Γιατί κάτι τόσο «συνηθισμένο» για την κυπριακή διπλωματία πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν συνθήκες διπλωματικού επεισοδίου μεταξύ Αθήνας -Λευκωσίας καθώς και όξυνση των σχέσεων της κ. Θεοχάρους με το Δημοκρατικό Συναγερμό και το Προεδρικό Μέγαρο;
Εκ προοιμίου λοιπόν αμφισβητώ την εξήγηση που δίνει η κ. Θεοχάρους ότι εδράζεται στην απέλπιδα προσπάθεια της να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια του λαού μας. Για τον Βενιζέλο δεν θα μιλήσω. Είναι πρόβλημα των εν Ελλάδι ψηφοφόρων.
Συμφωνώ με το αξίωμα ότι στην πολιτική ανάλυση πρέπει να απαντώνται τρία βασικά ερωτήματα : Πώς, Πού, και Γιατί εκ των οποίων τα δυο πρώτα ήδη απαντήθηκαν πιο πάνω.
Μένει το Γιατί;
Γιατί η κ. Ελένη Θεοχάρους επιλέγει να ανοίξει μέτωπα για τετριμμένα θέματα με την ήδη λαβωμένη πολιτική ελίτ της Ελλάδας και κατ’ επέκταση με τα ύπατα δώματα των δύο πλευρών της λεωφόρου Δημοσθένους Σεβέρη; Μήπως δεν αντιλαμβανόταν ότι στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης θα βρισκόταν η κόντρα με τον Βενιζέλο και όχι ένα πιθανό κατσάδιασμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Τουρκία; Ακόμα δεν γνώριζε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Κυπριακή Κυβέρνηση θα προστάτευε την εύθραυστη ισορροπία των σχέσεων της με την Αθήνα;
Αν και οι λογικές πλάνες αποτελούν και λογικά σφάλματα, το πολιτικό πεδίο είναι τόσο ρευστό που ότι επακολουθεί μετά από μια πολιτική παρέμβαση οφείλουμε να το συμπεριλάβουμε στην πολιτική μας ανάλυση. Είναι τυχαίο ότι μετά την παρέμβαση της κ. Ευρωβουλευτού, τάχθηκε στο πλευρό της η γνωστή πατριωτική χορωδία στην Κύπρο και η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, οι εκφάνσεις δηλαδή του λαϊκισμού με τις γνωστές ακραίες θέσεις σε ότι αφορά την προσπάθεια για λύση του Κυπριακού; Ή μήπως είναι τυχαίο ότι πλησιάζει απειλητικά η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οποία η Ελένη Θεοχάρους είχε δεδηλωμένες βλέψεις εδώ και ένα χρόνο; Και πραγματικά δεν θέλω να ακούω πώς απέσυρε το ενδιαφέρον της. Στις ΗΠΑ λένε πώς ένας προεδρικός υποψήφιος ξεκινά την προεκλογική εκστρατεία δηλώνοντας πως δεν ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη θέση.
Κατά συνέπεια, εξετάζοντας την πολιτική της σταδιοδρομία και τις αυτονομιστικές τάσεις της διαχρονικά, η κ. Ελένη Θεοχάρους επιχειρεί το μάζεμα μιας φιλοδοξίας προτάσσοντας ως άλλοθι την στάση της στο Κυπριακό επί της οποίας οικοδομεί μια άλλη πιο μαξιμαλιστική φιλοδοξία, αφού αυτό που επιχειρεί τώρα είναι η δημιουργία ενός εθναρχικού προφίλ ίσως και στα πρότυπα του Μακαρίου. Ενός προφίλ που ξεπερνά Προέδρους και Πρωθυπουργούς αφήνοντας πίσω απωθημένα από την απόρριψη της για το χρίσμα της Προεδρίας της Δημοκρατίας το 2012.
Μια τέτοια στάση αποτελεί νάρκη στα θεμέλια του οικοδομήματος που με κόπο έκτισε ο Γλαύκος Κληρίδης και οι επίγονοι του και προσομοιάζει με ένα σύγχρονο «Δούρειο Ίππο» στην συνολική προσπάθεια του Προέδρου της Δημοκρατίας για μια συνολική διευθέτηση του Κυπριακού Προβλήματος καθώς και της επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης του Δημοκρατικού Συναγερμού με τον κυπριακό λαό.
Γράφει: Κρίτωνας Διονυσίου