Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις ότι και αυτή τη χρονιά τα πράγματα στην οικονομία θα επιδεινωθούν.
Οι επικοινωνιακού περιεχομένου διαβεβαιώσεις ότι «τα πάμε καλά» και ότι έρχονται επενδύσεις από παντού, στηριγμένες όπως είναι στα εύσημα της τρόικα ότι ήμαστε πειθαρχημένοι και καλά παιδιά, όχι μόνο δεν προσφέρουν λύσεις, αλλά και καλλιεργούν ένα κλίμα αναμονής και συνεπώς σιωπής. Και συνεπώς εξουδετερώνεται ή επιδιώκεται να εξουδετερωθεί οποιαδήποτε διάθεση για αντίδραση και αντίσταση στην επέλαση της οικονομικής εξαθλίωσης των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι να μειώνεται ο προβληματισμός για πιθανές υπαλλακτικές επιλογές οι οποίες ενδεχομένως να προσφέρουν βελτιωμένες προοπτικές ελέγχου της κατηφόρας.
Σήμερα επικρατεί, φαίνεται, στον τόπο ας ή κυβερνητική άποψη ότι όσο πιο πιστά και πειθαρχημένα εφαρμόσουμε τις εντολές του μνημονίου, τόσο το γρηγορότερο θα επιτρέψουμε στις αγορές και κατά συνέπεια σε διεθνή δανεισμό με καλύτερους όρους για να χρηματοδοτήσουμε προγράμματα ανάπτυξης που θα ισορροπήσουν την οικονομική μας κατάσταση.
Από την άλλη, υπάρχει η άποψη ότι θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις εκτός μνημονίου. Θέση στην οποία η απάντηση και της κυβέρνησης και της λογικής, είναι: που θα βρούμε τα χρήματα για να πληρώσουμε τους δανειστές μας και να απαλλαγούμε από το μνημόνιο. Τουλάχιστον ένα κόμμα πιστεύει ότι τα χρήματα μπορούν να εξευρεθούν, αλλά βασική προϋπόθεση είναι η αλλαγή πολιτικής έναντι της τρόικα και αλλαγή πλεύσης στη διαχείριση της κρίσης. Και βεβαίως δικαιολογημένα η πρώτη σκέψη είναι ότι χρειάζονται κάποια περισσότερα για να πείσουν ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα.
Ενόσω λοιπόν η συζήτηση θα συνεχίζεται, καλό θα είναι να κατατεθούν στο τραπέζι της συζήτησης και ορισμένα άλλα δεδομένα, τα οποία ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ μα ληφθούν υπόψη –τουλάχιστον δεν πρέπει να αγνοηθούν- τα οποία ενδεχομένως να οδηγήσουν τη συζήτηση σε θετικότερες καταλήξεις: 1. Στην Ευρώπη αναπτύχθηκε και φαίνεται να γιγαντώνεται ένα κίνημα ολόκληρο που κατακρίνει με πολύ αυστηρό τρόπο τις αποφάσεις και τις ενέργειες της τρόικα. 2. Είναι ξεκάθαρο ότι η τρόικα δεν είναι θεσμικό όργανο και συνεπώς πολλοί υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις της είναι παράνομες, ή δεν είναι νόμιμες. Δεν έχει δηλαδή δικαίωμα η τρόικα να επιβάλλει αποφάσεις σε κυβερνήσεις. 3. Η τρόικα λέει ότι δεν επιβάλει αποφάσεις, αλλά μόνο συμβουλεύει τις κυβερνήσεις οι και λαμβάνουν τις αποφάσεις. 4. Αυτό –πέρα από το αστείο του επιχειρήματος, δεν επιβάλλεις αποφάσεις σε κάποιον ο οποίος γνωρίζεις ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει το δρόμο που του χάραξες- σημαίνει τουλάχιστον ότι υπάρχει περιθώριο επαναδιαπραγμάτευσης των σκληρών όρων της τρόικα. 5. Και ενδεχομένως, οι συνθήκες πίεσης και επικρίσεων στην τρόικα στην Ευρώπη να ευνοούν μια προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου
Ωστόσο, μας αρέσει, φαίνεται, να μας λένε μπράβο οι ξένοι και η κυβέρνηση απορρίπτει αυτή το ενδεχόμενο. Και συνεπώς βαδίζουμε ολοταχώς σε επιδείνωση της κατάστασης.
Τα πιο πάνω στοιχεία υπογραμμίζουν απλώς την έλλειψη δημόσιου διαλόγου και ειλικρινούς –χωρίς υστεροβουλίες και κομματικές σκοπιμότητες- συζήτησης. Και σε συνδυασμό με την κουλτούρα ο καθένας να θέλει να τραβήξει κοντά του το μαγκάλι με τα κάρβουνα, βαδίσουμε εκουσίως προς τον γκρεμό. Μη πει κανείς μετά ότι φταίνε –και ναι, φταίνε- όλοι άλλοι, αλλά όχι και εμείς.
Γράφει: Κώστας Γεννάρης