Home Κώστας Γεννάρης Μια ανεξήγητη (ακόμα) σύμπλευση με τον Έρογλου (Αυτούσια επιστολή Έρογλου προς Ερτογάν)....

Μια ανεξήγητη (ακόμα) σύμπλευση με τον Έρογλου (Αυτούσια επιστολή Έρογλου προς Ερτογάν). Του Κώστα Γεννάρη

anti-nazi77

 


Εδώ που φτάσαμε στο Κυπριακό –και φτάσαμε εδώ για ένα σωρό λόγους: 

Αδυναμία, ελλιπής διεθνής ευαισθησία, οπωσδήποτε διεθνής απραξία και υποκρισία, αδυναμία αντίληψης της δυναμικής των διεθνών εξελίξεων, ανεπάρκεια στη διατύπωση καθαρού λόγου σε ότι αφορά ένα εφικτό όραμα για τη λύση, απουσία φαντασίας, διορατικότητας και τόλμης στη υποβολή προτάσεων, ανασταλτικές επενέργειες μιας επικίνδυνης πια προσκόλλησης σε ανεδαφικά εθνικιστικά και ξεπερασμένα δόγματα, παγίωση τετελεσμένων στα κατεχόμενα, μια άτεγκτη Τουρκία- οι απαιτήσεις μιας λύσης, συμφωνημένης λύσης, αυξάνονται δραματικά. Και συνεχώς απομακρύνονται, δυστυχώς, από τη σφαίρα του εφικτού. Δείτε την περίπτωση της Αλεξανδρέττας. Ποιος θυμάται σήμερα, ή ποιος ασχολείται σήμερα με ένα ζήτημα που προκάλεσε η Τουρκία πριν σχεδόν 100 χρόνια; Προσωπικά δεν θα ήθελα ποτέ να φτάσουμε σε ένα τέτοιο σημείο. Αλλά από την άλλη αισθάνομαι ότι για να το αποτρέψουμε είναι απόλυτη ανάγκη να επιστρατεύσουμε τη φαντασία μας, να επιστρατεύσουμε την τόλμη μας, αλλά και τη διορατικότητα μας για να μπορέσουμε να ανακόψουμε μια πορεία αδιέξοδη και επικίνδυνη.

Στο παρελθόν είχαμε επιδείξεις τέτοια προσόντα. Δυστυχώς όμως ποτές πάνω σε μια συστηματική βάση, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής προσέγγισης του ζητήματος με τέτοια συστατικά.  Και όταν καταγράφονταν τέτοια φαινόμενα στη στάση μας, ορισμένοι υπερπατριώτες και παλληκαράδες του γλυκού νερού κατόρθωναν με τις φωνασκίες τους να εξουδετερώνουν τέτοιες αποφάσεις, χωρίς ποτέ να είναι σε θέση να αντιπροτείνουν κάτι άλλο.

Πολλοί έχουν έτοιμη την απάντηση όποτε τεθεί ερώτημα για ευθύνες για τα σημερινά αδιέξοδα σε όλα τα μέτωπα: Κυπριακό, οικονομία, κοινωνία κλπ. Και κατάντησε σχεδόν ανέκδοτο η απάντηση τους. Ποιος φταίει; Μα ο Χριστόφιας! Φέρει ευθύνες ο Χριστόφιας; Ασφαλώς και φέρει ευθύνες. ‘Όχι όμως για όσα του καταλογίζουν οι τόσοι κακοπροαίρετοι που έχουν αιφνίδια αυξηθεί τόσο. Για παράδειγμα φέρει ευθύνη γιατί οι προτάσεις τους στο Κυπριακό δεν έγινα κατανοητές από τους Ε/Κ πριν τις υποβάλει. Όφειλε να τις καταστήσει κατανοητές, όχι μόνο για να μειώσει τις όποιες αντιδράσεις, αλλά και για να ενισχύσει τις προοπτικές τους με μια ισχυρή υποστήριξη σε αυτές. Το αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να παρατηρείται μια περίεργη διακοινοτική (ναι, διακοινοτική) σύμπλευση όσων καταπολεμούν με φανατισμό ορισμένες από τις προτάσεις εκείνες. Οι συνήθεις ύποπτοι και νταήδες της οκκάς στην Ε/Κ κοινότητα και ο Ντερβίς Έρογλου και ότι εκφράζει στην Τ/Κ κοινότητα. Και για του λόγου το αληθές – ότι δηλαδή οι Ε/Κ  «ανένδοτοι» δεν μπήκαν στον κόπο να τις διαβάσουν και να τις κατανοήσουν σωστά και να δουν την χρησιμότητα τους ακόμα και σε αυτό που υποτίθεται ότι επιδιώκουν, ενώ ο Έρογλου διέβλεπε όσα θα μπορούσαν να επιφέρουν οι προτάσεις εκείνες στην κατεδάφιση της πολιτικής του διαχωρισμού και του μίσους- δημοσιεύουμε μια αυτόδηλη επιστολή που είχε απευθύνει ο Έρογλου στον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Ταγίπ Έρτογαν για να καταγγείλει τις προτάσεις εκείνες και για να καταγγείλει όσους στην Τ/Κ κοινότητα τις έβλεπαν με καλό μάτι. Η επιστολή φέρει ημερομηνία 30 11 2009. Μελετείστε την:

«Πρωθυπουργία Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου

30.11.2009

«Κύριο Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν

Πρωθυπουργό της Τουρκικής Δημοκρατίας

Καταρχήν θα ήθελα να σας παρουσιάσω τόσο τις προσωπικές μου ευχαριστίες όσο και του Υπουργικού μου Συμβουλίου, για το ζωηρό ενδιαφέρον και υποστήριξη που δείχνετε στην Κυβέρνησή μας.

Κύριε, ως Κυβέρνηση θεωρούμε ότι η πιθανή αποδοχή από την πλευρά μας του μοντέλου που έχει προτείνει η Ελληνοκυπριακή πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και που προνοεί χωριστές εκλογές των κοινοτήτων, όμως με ποσοστό 20% επιρροής της μίας κοινότητας πάνω στην άλλη, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα από την άποψη της Εθνικής μας Υπόθεσης.

Κατά την άποψή μας, τα προβλήματα που θα προκληθούν αφορούν τόσο στο παρελθόν του Τουρκοκυπριακού και Ελληνοκυπριακού λαού στο νησί, όσο και στις βασικές, καθιερωμένες παραμέτρους στις διαπραγματεύσεις για λύση.

Στο Σύνταγμα της Συνεταιρικής Δημοκρατίας του 1960, στη δημιουργία των νομοθετικών και εκτελεστικών οργάνων είχε γίνει αποδεκτή η λογική των «δύο χωριστών εκλογικών καταλόγων» και των χωριστών εκλογών.  Στο εν λόγω σύστημα, ήταν συνταγματικά αδύνατο να επηρεάσει (σε οποιοδήποτε ποσοστό) η μία κοινότητα την άλλη, τόσο στον καθορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, όσο και στον καθορισμό των μελών της Τουρκοκυπριακής Κοινοτικής Συνέλευσης και της Ελληνοκυπριακής Κοινοτικής Συνέλευσης, αλλά και στον καθορισμό των μελών της Βουλής.

Οι υποψήφιοι καθορίζονταν χωριστά, οι ψηφοφόροι ψήφιζαν χωριστά και αυτές οι δύο κοινότητες είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους ανεξάρτητα από τους αντιπροσώπους της άλλης κοινότητας ή και την ίδια την άλλη κοινότητα.

Οι αρχές των δύο χωριστών εκλογικών καταλόγων και του καθορισμού της πολιτικής βούλησης της μίας κοινότητας ανεξάρτητα από την άλλη, ήταν άμεσα σχετικές με το άρθρο 2 του Συντάγματος του 1960.  Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, η Τουρκοκυπριακή και η Ελληνοκυπριακή κοινότητα αναγνωρίζονταν από την άποψη θρησκείας, γλώσσας, φυλής, ενώ τα άτομα για να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που έδιδε η υπηκοότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν συνταγματικά υποχρεωμένα να επιλέξουν να ανήκουν σε μία από τις δύο αυτές κοινότητες.

Η βασική λογική σε αυτό το σημείο, ήταν η ενδυνάμωση δύο χωριστών ταυτοτήτων και η διασφάλιση της συνέχισης αυτής της διαφοράς.  Αυτές οι ρυθμίσεις έγιναν ο λόγος για τους ελάχιστους έως και καθόλου γάμους μεταξύ των δύο κοινοτήτων και οι δύο κοινότητες δεν έσμιξαν.  Έτσι τόσο στο κοινωνικό επίπεδο η Τουρκοκυπριακή και η Ελληνοκυπριακή ταυτότητα θα ριζώνονταν, όσο και στην πολιτική ζωή αυτών των κοινοτήτων αυτή η διαφορά θα συνεχιζόταν.  Τελικά, έτσι και έγινε.

Μια συνταγματική τάξη που δεν θα μπορούσε να συνεχίσει αυτή την προσέγγιση στην πολιτική ζωή, θα γεννούσε την ένωση αυτών των δύο διαφορετικών ταυτοτήτων μέσα στο χρόνο, αλλά στην πράξη θα προκαλούσε την κυριαρχία της Ελληνοκυπριακής ταυτότητας επί της αριθμητικά μειοψηφούσας Τουρκοκυπριακής ταυτότητας.  Αυτές οι ρυθμίσεις που ήταν ξεκάθαρες στο Σύνταγμα του 1960 και που δεν επέτρεπαν τη συγχώνευση των ταυτοτήτων, έδωσαν τη δυνατότητα της διατήρησης χωρίς κανένα κλυδωνισμό δύο χωριστών συνειδήσεων και ταυτοτήτων στην Κύπρο.

Επίσης στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό οι καθιερωμένες παράμετροι μέσα στο χρόνο, έχουν περιεχόμενο που υποστηρίζει ξεκάθαρα τόσο την ύπαρξη δύο χωριστών ταυτοτήτων, όσο και της αρχής του χωριστού καθορισμού της πολιτικής βούλησης των δύο κοινοτήτων.  Η πλειοψηφία των καθιερωμένων παραμέτρων (κάποιες έστω και συμβολικά), αλλά και το Σχέδιο Ανάν που είναι βασισμένο σε αυτές τις παραμέτρους, δεν έχουν περιθωριοποιήσει ολοκληρωτικά την αντίληψη των κοινοτικών ταυτοτήτων όπως λαμβάνουν χώρα στο Σύνταγμα του 1960, έστω και αν αυτή η προσέγγιση συρρικνώθηκε ή έστω και αν υποβιβάστηκε στο κριτήριο της «μητρικής γλώσσας» στην εκλογή των Τουρκοκυπρίων μελών της Γερουσίας.  Με βάση το παρελθόν και επιπρόσθετα του στοιχείου της μητρικής γλώσσας, έγινε αποδεκτή η άσκηση πολιτικού δικαιώματος στη βάση μηχανισμού «εσωτερικής ιθαγένειας» των Συνιστώντων Κρατών.  Η εφαρμογή της εσωτερικής ιθαγένειας στη βάση της μητρικής γλώσσας, έλαβε υπόψη έστω και μερικώς την αντίληψη για «δύο χωριστές ταυτότητες».

Από την άλλη πλευρά, η σκέψη για χωριστή έκφραση της βούλησης των κοινοτήτων στη δημιουργία του εκτελεστικού οργάνου στο ομοσπονδιακό επίπεδο, έλαβε χώρα, έστω και μερικώς, στο Σχέδιο Ανάν. Με βάση αυτή τη ρύθμιση, οι Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι Γερουσιαστές, εκλεγμένοι χωριστά και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, θα εξέλεγαν μετά τα μέλη του Προεδρικού Συμβουλίου από μία λίστα.  Ακόμα και σε αυτό το μοντέλο, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό και ως διάβρωση της αρχής της χωριστής εκλογής, η οποία εκ πρώτης φαίνεται ως χωριστή, δεν προέβλεπε τη δικοινοτική συνεργασία σε επίπεδο κοινοτήτων, αλλά σε επίπεδο γερουσιαστών.  Με άλλα λόγια, σε αυτή τη γεωγραφία που έχει τόση σημασία η αρχή της πολιτικής ισότητας, το είδος του «συνασπισμού εκλεγμένων» δεν γινόταν με τους «ψηφοφόρους» των κοινοτήτων, αλλά διαμέσου των γερουσιαστών.  Αυτό το μοντέλο παρόλα τα προβλήματα μπορούσε να γίνει αντιληπτό και ως το μη χείρον βέλτιστων, ενώπιον της πλήρους άρσης των ταυτοτήτων των κοινοτήτων υπό ορισμένες συνθήκες.

Τα προβλήματα της πρότασης της Ελληνοκυπριακής πλευράς στο θέμα της εκλογής του ομοσπονδιακού εκτελεστικού οργάνου, μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητά όταν ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν.  Η προσέγγιση της Ελληνοκυπριακής πλευράς περί του «20% επιρροή», υποβιβάζοντας την πολιτική συνεργασία σε επίπεδο «ψηφοφόρων», προβλέπει τη συγχώνευση των κοινωνικών ταυτοτήτων των δύο κοινοτήτων.  Η υποβίβαση της πολιτικής συνεργασίας σε επίπεδο κοινοτήτων αντί σε επίπεδο εκλεγμένων, μπορεί μακροπρόθεσμα να γίνει αιτία για διάβρωση της ταυτότητας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία είναι αριθμητικά και οικονομικά πιο αδύνατη.  Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά στο παρόν στάδιο δε θα αποδεκτεί την «εσωτερική ιθαγένεια», αλλά και το ότι επιθυμεί την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων στη βάση της διαμονής, είναι ένα άλλο στοιχείο που υποστηρίζει την ανησυχία αυτή. 

Στην πραγματικότητα, η ιδέα ότι αυτή η τελευταία πρόταση της Ελληνοκυπριακής πλευράς στο θέμα της εκτελεστικής εξουσίας νοθεύει την αρχή της «δικοινοτικότητας», εκφράστηκε ξεκάθαρα και από τον Πρόεδρο Κύριο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ κατά τη συνάντηση αντιπροσωπειών που έκανε με τον Πρόεδρο της Μητέρας Πατρίδας Τουρκίας Κύριο Αμντουλλάχ Γκιούλ.

Η πρόταση της Ελληνοκυπριακής πλευράς περί «20% επιρροή», στα επόμενα 15-20 χρόνια θα διαβρώσει το σύστημα των πολιτικών κομμάτων, το σχήμα της πολιτικής , αλλά και το φυσικό αποτέλεσμα αυτών που είναι η Τουρκοκυπριακή ταυτότητα και συνείδηση.  Η εθνική ταυτότητα, η οποία από το 1960 μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει ένα γερό σημείο στήριξης, θα αφανιστεί διαμέσου όλων των πολιτικών κομμάτων που με το πέρασμα του χρόνου θα συρθούν στο στόχο να πάρουν περισσότερους ψήφους ή να γίνουν συνέταιροι στην εξουσία.  Σε μια χώρα που υπάρχουν δύο κοινότητες ίσες μεταξύ τους από κάθε άποψη (αριθμητικά, οικονομική, οργανωτικά και σε επίπεδο εθνικής συνείδησης), δε σηκώνει συζήτηση για «τη δημοκρατική και σύγχρονη» όψη που θα φέρει ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα.  Όμως δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι ο αγώνας που δίδεται στην Κύπρο εδώ και τόσα χρόνια σε συνθήκες παντελούς έλλειψης ισορροπίας των δύο κοινοτήτων σχεδόν από κάθε άποψη, είναι αγώνας προστασίας της εθνικής ταυτότητας.  Η ύπαρξη και η συνέχιση της ταυτότητας του Τουρκοκυπριακού λαού δεν είναι στοιχείο που μπορεί να θυσιαστεί για χάρη μιας πιο σύγχρονης εικόνας, αλλά είναι μια ζωτική αναγκαιότητα που μπορεί να κάνει εφικτή τη συνέχιση αυτής της κοινότητας στο νησί μακροπρόθεσμα.

Η πρόταση περί «20% επιρροή» που έθεσε η Ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι προβληματική μόνο από την άποψη της διάβρωσης της ταυτότητας, αλλά και από την άποψη της βασικής αρχής χωριστής και ανεξάρτητης βούλησης των δύο κοινοτήτων.  Η τάξη πραγμάτων στην Κύπρο, από τη διαδικασία της Ζυρίχης-Λονδίνου μέχρι σήμερα (συμπληρωματικά προς τις εγγυήτριες χώρες), δημιουργήθηκε από την ιδρυτική βούληση των δύο κοινοτήτων του νησιού, την οποία έθεσαν επί τάπητος χωριστά και χωρίς καμιά μεταξύ τους επιρροή (ούτε 1%).  Η λογική των δύο χωριστών και ταυτόχρονων δημοψηφισμάτων του Σχεδίου Ανάν, επίσης ήταν αυτή.  Επιπρόσθετα είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι η ίδια αρχή έγινε αποδεκτή και από του σημερινούς δύο ηγέτες από την άποψη της εφαρμογής της λύσης στο τέλος της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων. Και ενώ το μέλλον αυτού του νησιού καθορίζεται από πλευράς των δύο κοινοτήτων με αυτό τον τρόπο και την ίδια στιγμή αυτή η προσέγγιση έχει μετατραπεί σε μια σταθερή εφαρμογή, η αντίληψη που επιδιώκει το 20% επιρροή και μάλιστα στη δημιουργία της εκτελεστικής εξουσίας δηλαδή του πιο κρίσιμου οργάνου αποφάσεων του νέου ομοσπονδιακού κράτους, βγαίνει εκτός των καθιερωμένων παραμέτρων. Αυτή η προσέγγιση είναι παραπλανητική αν και η Ελληνοκυπριακή πλευρά – για να δικαιολογήσει αυτή την πρόταση – υπογραμμίζει ότι αποδέχεται την «εκ περιτροπής προεδρία», η οποία δεν υπήρχε στο σύστημα του 1960.  Αν και οι εκλογές γίνονταν χωριστά, επειδή στο τέλος της μέρας ήταν απαραίτητη μια συναίνεση στις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν στο ομοσπονδιακό εκτελεστικό όργανο, αυτό το στοιχείο της συναίνεσης σε επίπεδο εκλεγμένων, ουσιαστικά κατοχύρωνε την εκ περιτροπής προεδρία. Με άλλα λόγια, επειδή δεν ήταν δυνατό ένα άτομο εκλεγμένο μόνο από μία κοινότητα, να καθορίσει από μόνο του τις αποφάσεις του εκτελεστικού οργάνου, η συνεργασία που θα εμφανιζόταν στη φάση της λήψης απόφασης σε επίπεδο εκλεγμένου, μπορούσε να καταστήσει την εκ περιτροπής προεδρία να μην είναι πρόβλημα για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Επιπρόσθετα σε αυτό το σημείο, η Ελληνοκυπριακή πλευρά προσπαθεί επίσης να παρουσιάσει την εκ περιτροπής προεδρία, για την οποία λέει ότι την αποδέχτηκε σαν ένα «τίμημα», ως μια εναλλαγή που βασίζεται στην αρχή της «ισότητας». Όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το πρόσωπο που θα εκλέγουν οι Τουρκοκύπριοι στην εκ περιτροπής προεδρία, θα έχει μικρότερη θητεία σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. 

Η αποδοχή της Τουρκοκυπριακής πλευράς για εκλογή από «ένα ψηφοδέλτιο» όπως στο Σχέδιο Ανάν, αύξησε τις προσδοκίες της Ελληνοκυπριακής πλευράς και αρχικά έθεσε πρόταση για μία λίστα και διασταυρούμενη ψήφο σε επίπεδο κοινοτήτων, ενώ αργότερα έθεσε την πρόταση χωριστών ψηφοδελτίων, όμως με 20% επιρροή.  Γίνεται αντιληπτό ότι στο τέλος αυτής της στάσης της Τουρκοκυπριακής πλευράς, ακόμα και οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ προσέγγισαν σταδιακά την πρόταση της Ελληνοκυπριακής πλευράς περί 20% επιρροή.

Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να παραθέσουμε σε λεπτομέρεια πιο πάνω, αντιλαμβανόμαστε το μοντέλο του «20% επιρροή» που πρότεινε η Ελληνοκυπριακή πλευρά ως απειλή για τη συνέχιση της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας μακροπρόθεσμα στο νησί.  Ως οι εκπρόσωποι ενός πολιτικού κόμματος που έχει καθορίσει την πολιτική σκηνή από την εποχή της εμφάνισης κρατικής δομής στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα μέχρι σήμερα, θεωρούμε ότι εάν υλοποιηθεί ένα τέτοιο μοντέλο θα στερηθούμε των κοινωνικών βάσεων στις οποίες στηριζόμαστε και θα υποχρεωθούμε να εγκαταλείψουμε την πολιτική σκηνή.  Το σημαντικότερο, ανησυχούμε ότι ένα μέρος, το οποίο δεν υιοθετεί ένα μοντέλο που φέρνει στην εξουσία μόνο συγκεκριμένα κόμματα, θα ψυχρανθεί από την πολιτική ζωή των Τουρκοκυπρίων και θα οδηγηθεί στην αποπολιτικοποίηση.  Το τελευταίο αυτό σημείο θα αποτελέσει μια μεγάλη απώλεια για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα που για εκατοντάδες χρόνια αγωνίζεται ενάντια στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα για διατήρηση της ταυτότητάς της, κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Το σημαντικό και εκείνο που μας ανησυχεί δεν είναι το ποσοστό. 1% ή 20% δεν έχει καμιά διαφορά.  Το σημαντικό είναι ότι με τη διασταυρούμενη ψήφο γεννιέται ο κίνδυνος για άρση της πραγματικότητας ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο λαοί και με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η πιθανότητα διάβρωσης της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας μέσα στο χρόνο. Συνεπώς ως η Κυβέρνηση του Κόμματος Εθνικής Ενότητας θεωρούμε προβληματική την χρησιμοποίηση της διασταυρούμενης ψήφου.

Από διάφορες ομιλίες και δηλώσεις των βουλευτών του Κόμματος Ελευθερίας και Μεταρρύθμισης και του Δημοκρατικού Κόμματος στη Βουλή, αλλά και σε διάφορα ΜΜΕ, φαίνεται ότι επίσης δεν υιοθετούν την εν λόγω πρόταση της Ελληνοκυπριακής πλευράς.

Στο μεταξύ επιθυμούμε να εκφράσουμε και την ανησυχία της Κυβέρνησης μας αναφορικά με τα όσα τέθηκαν επί τάπητος στα θέματα των εξωτερικών σχέσεων και της κυριαρχίας, που βρίσκονται κάτω από το κεφάλαιο της «Διακυβέρνησης και του διαμοιρασμού Εξουσίας».

Με αυτή την κατάσταση, το γεγονός ότι ο Κύριος Ταλάτ κινείται χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις σκέψεις της Κυβέρνησης, της Βουλής και ενός μεγάλου μέρους του λαού, καθώς και το ότι αναπτύσσοντας προτάσεις για τόσο ζωτικής σημασίας θέματα, αποκρύβει πράγματα από την κυβέρνηση και δεν συζητεί ικανοποιητικά, δημιουργεί προβλήματα.

Και όλα αυτά, ενώ ο Πρόεδρος της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης Δημήτρης Χριστόφιας και το Ελληνοκυπριακό Εθνικό Συμβούλιο δεν έχουν επιδείξει θετική προσέγγιση σε καμιά πρόταση της Τουρκοκυπριακής πλευράς σε σημαντικά θέματα.  Αντίθετα έχουν θέσει επί τάπητος πολλές φορές: ότι επιθυμούν να υποβιβάσουν την Τουρκοκυπριακή πλευρά πολύ κάτω από το Σχέδιο Ανάν, ότι είναι εναντίον του νέου συνεταιρισμού, ότι είναι εναντίον των στοιχείων των δύο λαών, των δύο ζωνών, των δύο Συνιστώντων Κρατών, ότι είναι εναντίον να γίνει η λύση πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε, αλλά και εναντίον των εγγυήσεων της Μητέρας Πατρίδας Τουρκίας, που είναι ζωτικές για εμάς.

Συνεπώς δεν μπορούμε παρά να ρωτήσουμε «πόσο ορθή τακτική είναι άραγε να κάνουμε μια τέτοια σοβαρή παραχώρηση αποδεχόμενοι μια πρόταση των Ελληνοκυπρίων και ενώ αυτοί δεν προσεγγίζουν με κανένα τρόπο τη συναίνεση;».

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να φέρω στην προσοχή σας το ότι ο Εκπρόσωπος της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης και ο Επικεφαλής Σύμβουλος του Προέδρου της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης, υπερασπιζόμενοι την εν λόγω πρόταση είπαν «Εάν αποδεχτούν αυτή την πρόταση οι Τούρκοι, θα σωθούμε από τη Ζυρίχη (αναφέρονται στη Συμφωνία του 1960).  Σπρώχνουμε τους Τούρκους πίσω από τη Ζυρίχη και καταργείται η διπλή δομή».  Θα πρέπει να μελετηθεί καλά ο λόγος που η Ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε αυτή την πρόταση.

Ως Κυβέρνηση βρίσκουμε προβληματική την αποδοχή της πρότασης της διασταυρούμενης ψήφου επίσης και από άποψης χρόνου, τη στιγμή που ο Χριστόφιας και το Ελληνοκυπριακό Εθνικό Συμβούλιο βλέπουν τη διαδικασία ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Μητέρας Πατρίδας Τουρκίας, ως περίοδο για να διασφαλίσουν παραχωρήσεις.

Κύριε, ως το Κόμμα Εθνικής Ενότητας έχουμε δηλώσει αρκετές φορές στο παρελθόν, όπως και εσείς, ότι βλέπουμε το Κυπριακό σαν «μια εθνική υπόθεση».

Η Κυβέρνηση του Κόμματος Εθνικής Ενότητας είναι αποφασισμένη να είναι σε συνεργασία και αρμονία με την Κυβέρνησής σας στο θέμα του Κυπριακού.

Με την πιο θερμή αγάπη και σεβασμό, ευχόμαστε κάθε επιτυχία στις εργασίες σας.

Δρ. Ντερβίς Έρογλου

Πρωθυπουργός της ΤΔΒΚ»

Γράφει:  Κώστας Γεννάρης