Δεν ήμαστε έτοιμοι για λύση.
Και συνεπώς δεν ήμαστε, συνεπώς, έτοιμοι να ανεχτούμε τη συζήτηση ιδεών και προτάσεων που κατατίθενται με στόχο να υπερβούμε τα εμπόδια και να δώσουμε στη διαπραγμάτευση μιας συμφωνημένης διευθέτησης μια ευκαιρία. Και το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης αλλά επεκτείνεται δυστυχώς –και αυτό είναι άκρως ανησυχητικό- στις τοποθετήσεις των κομμάτων.
Το ποιός ευθύνεται για την έλλειψη ετοιμότητας μας αυτή είναι μια σοβαρή υπόθεση, είναι ένα θέμα. Το ποιος πρέπει να αναλάβει την υπόθεση της ετοιμασίας και πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης, πολιτικά, ψυχικά και συναισθηματικά για μια λύση συμβιβασμού είναι και πρέπει να είναι θέμα προτεραιότητας. Διαφορετικά κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο με όλες αυτές τις κουβέντες για συνομιλίες, τη βάση των συνομιλιών και την ημερήσια διάταξη. Αν ακόμα υπάρξει πλήρης συμφωνία σε όλα αυτά, παραμένει το θέμα του ορισμού και γενικής αποδοχής του ορισμού του και των ορίων του, στις πτυχές που γνωρίζουν από τώρα ΟΛΟΙ ποια θα είναι ΚΑΙ σε αυτό τον κύκλο των συνομιλιών τα θέματα-αγκάθια: διακυβέρνηση, εγγυήσεις, εξουσίες κεντρικής κυβέρνησης, εδαφικό, ασφάλεια, ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά κυρίως κατά πόσο η λύση θα αποτελεί παρθενογένεση της ομοσπονδίας, ή κατά πόσο η ομοσπονδία θα αποτελεί μετεξέλιξη του κράτους του 1960.
Οι διαφορές στα κεφάλαια αυτά δεν είναι μόνο διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών. Είναι και διαφορές μεταξύ των Ε/Κ κομμάτων, αλλά και διαφορές –λιγότερες, ομολογουμένως- μεταξύ των Τ/Κ κομμάτων.
Πως θα πάει σε συνομιλίες ο ικανός διαπραγματευτής μας Αντρέας Μαυρογιάννης όταν για παράδειγμα εξακολουθούμε να διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας για όλα αυτά τα ζητήματα; Και αν οι οδηγίες του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι συγκεκριμένες σε όλα τα πιθανά σημεία τριβής και καταφέρει να καταλήξει με τον Τ/Κ συνομιλητή, πώς θα καταστήσει καθολικά αποδεκτή την κατάληξη αυτή;
Εκ πρώτης όψεως, το εγχείρημα της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων φαίνεται θνησιγενές πριν απογειωθεί. Αυτό που απασχολεί σήμερα είναι ένα παιγνίδι τακτικισμών και από τις δύο πλευρές για λόγους δικούς τους. Δεν είναι λογικό για παράδειγμα να ζυγίζει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης τις εξελίξεις στο ΔΗΚΟ, βασικό εταίρο του στην κυβέρνηση, με τις εκλογές νέας ηγεσίας του κόμματος τον Δεκέμβρη; Κατέληξε σε μια συνεργασία με τον Μάριο Καρογιάν που δεν ενέκρινε ο Νικόλας Παπαδόπουλος. Τι θα γίνει αν τελικά την αρχηγία του ΔΗΚΟ καταλάβει ο Νικόλας Παπαδόπουλος; Από την άλλη το ΕΥΡΩΚΟ υιοθετεί σκληρές θέσεις στο Κυπριακό και αυτό εξηγεί και την τάση κίνησης οπαδών αυτού του κόμματος προς ΕΛΑΜ μεριά. Θα υιοθετήσει ο Πρόεδρος Αναστασιάδη και σε ποιο ποσοστό σκληρότητας, ορισμένες από τις θέσεις του ΕΥΡΩΚΟ; Και αν δεν το κάνε; Τι θα πράξει το ΕΥΡΩΚΟ και οι Οικολόγοι; Οι θέσεις της ΕΔΕΚ και της Συμμαχίας Πολιτών στο Κυπριακό, αν δεν ταυτίζονται, οπωσδήποτε συμπλέουν. Και στα περισσότερα θέματα και πτυχές του Κυπριακού, η σύμπλευση αυτή δεν συμπίπτει με εκείνες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Πως θα τοποθετηθούν αυτά τα δύο κόμματα; Το ΑΚΕΛ υπερασπίζεται από τη μια τις θέσεις που κατέθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, ορισμένες από τις οποίες ο νυν Πρόεδρος δεσμεύτηκε ότι θα αποσύρει. Πως συνεπώς μπορεί να υπάρξει συνεργασία μεταξύ τους;
Η ευθύνη της εικόνας αυτής δεν βαραίνει μόνο την κυβέρνηση. Βαραίνει αρνητικά όλη την πολιτική ηγεσία του τόπου. Χωρίς ωστόσο να υπάρχουν οι οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι θα συνέλθει επιτέλους η πολιτική ηγεσία και θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Γιατί όντως έχουμε πρόβλημα. Το οποίο προκαλεί και τη γενικότερη σύγχυση και συνεπώς και απογοήτευση και απόγνωση που παρατηρείται στην κοινή γνώμη.
Γράφει: Κώστας Γεννάρης