Η συζήτηση για το ποιος κέρδισε και έχασε στην προσωρινή τετράμηνη «εκεχειρία» που επιτεύχθηκε στην ευρωζώνη, περιέχει μια συγκαλυμμένη σκοπιμότητα.
Στην Ελλάδα και δυστυχώς στην Κύπρο, αρκετοί περιγράφουν την κατάσταση σήμερα ώστε να δικαιωθούν οι θέσεις και πολιτικές τους πριν. Όταν συμφέρει «είμαστε δύο διαφορετικές οικονομίες με διαφορετικά αίτια κρίσης», ενώ άλλοτε, όταν δεν συμφέρει, «είμαστε στην ίδια θέση υπό μνημόνιο με δεμένα τα χέρια». Όταν συμφέρει, ο ηγέτης της κρίσης δηλώνει ότι «έπρεπε να αποφασίσω μεταξύ της άτακτης χρεοκοπίας και των οδυνηρών αποφάσεων που αναιρούσαν προεκλογικές μου δεσμεύσεις. Προ του κινδύνου να δω να καταρρέει το κράτος, προτίμησα να πάρω οδυνηρές αποφάσεις». Όταν όμως κάτι ανάλογο (πιο ήπιο στην πραγματικότητα) δηλώνει ο Τσίπρας, είναι λαϊκιστής. Προβεβλημένα πρόσωπα θα άλλαζαν επιχειρηματολογία βάσει του εκάστοτε ρόλου τους ανάμεσα σε Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, υιοθετώντας εκείνα που προβάλλει ο σημερινός τους πολιτικός αντίπαλος και τώρα επικρίνουν.
Πάντως, η Ελληνική Κυβέρνηση κέρδισε πράγματα που όμως υστερούν των προσδοκιών που δημιουργήθηκαν προεκλογικά. Έχουν όμως τη σημασία τους σε πολιτικό, οικονομικό και καθαρά ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό το τελευταίο, για να εκτιμηθεί η αξία του, χρειάζεται περισσότερο από στεγνή οικονομική ανάλυση. Χρειάζεται μεγαλοψυχία. Ένα παράδειγμα είναι ο τερματισμός των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας που αποφασίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση στη βάση οικονομικών κριτηρίων. Η χρηματική αξία μιας κατοικίας αξίζει όπως οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Ωστόσο, πόση «αξία» περιέχει ο ανθρώπινος πόνος από την απώλεια της κατοικίας;
Όπως επιχειρηματολογούσαμε πριν τις εκλογές, η προσδοκία να μετατραπεί το ελληνικό πρόβλημα σε ευρωπαϊκή σύγκρουση ανάμεσα σε βορρά-νότο με συστημικές επιπτώσεις στην ευρωζώνη είναι υπερβολική. Πριν 2-3 χρόνια, υπήρχε ισχυρό όπλο με σοβαρή δυνατότητα να μεταδοθεί ο συστημικός ιός στην ευρωζώνη με σαρωτικές ανατροπές για όλους. Στους «όλους», συμπεριλαμβάνονταν και μεγάλες τράπεζες της Γαλλίας- Γερμανίας. Το ότι σήμερα δεν ισχύει, δεν σημαίνει ότι δεν ίσχυε τότε. Αντιθέτως, έγιναν αλλαγές για να εκμηδενιστεί η συστημικότητα. Μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (2012) έγινε με τρόπο ώστε να μην είναι εκτεθειμένες πλέον οι τράπεζες της ευρωζώνης στα ελληνικά ομόλογα. Στην Κύπρο, «προνοήθηκε» η άμεση πώληση των υποκαταστημάτων κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα ώστε να εκμηδενιστεί κάθε δυνατότητα μεταφοράς του ιού εκτός Κύπρου.
Σήμερα, εκ των υστέρων πλέον, όταν η συστημικότητα έχει εκμηδενιστεί, προβάλλεται το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε ποτέ τέτοια δυνατότητα. Στην πραγματικότητα είναι τα δικά τους λάθη και τη δική τους πολιτική δικαίωση που επιδιώκουν να κερδίσουν και βρίσκουν πρόθυμους «επιστήμονες» που στηρίζουν την προπαγάνδα με αντίτιμο την εύνοια. Τα παραδείγματα αφθονούν στα ΜΜΕ. Ωστόσο, απέναντί τους έχουν σήμερα τρανταχτά πρόσωπα που είχαν επίγνωση της τότε κατάστασης, όπως τον Μ. Ντράγκι (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) που δήλωνε έτοιμος να εφαρμόσει οτιδήποτε χρειαστεί για να διασώσει την ευρωζώνη και τον Γιούνκερ (Πρόεδρο της Κομισιόν) ο οποίος με δραματικό τρόπο περιέγραφε την ευρωζώνη τότε ως ένα «φλεγόμενο αεροπλάνο σε πτήση με χαλασμένη μηχανή» που έπρεπε να διασωθεί. Η διαπραγματευτική δύναμη λοιπόν ως συνάρτηση της συστημικότητας ήταν τεράστια, άλλο αν κάποιοι φρόντισαν να εκμηδενιστεί και σήμερα επενδύουν στην άγνοια ή στην αμνησία των πολλών.
Παρεμπιπτόντως, τη σημερινή ανατροπή έμμεσα παραδέχεται και ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών όταν δηλώνει από την μια ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να αποδεχτεί έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ επειδή απλά μπλοφάρει, αλλά ταυτοχρόνως ομολογεί τώρα ότι δυνατοί παίκτες στο πρόσφατο Eurogroup ήθελαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε … Κόσσοβο, εννοώντας προφανώς, να την ωθήσουν εκτός ευρωζώνης. Εν πάση περιπτώσει, με το τραπεζικό σύστημα όμηρο, η διαπραγματευτική δυνατότητα ενός κράτους στην ευρωζώνη σε οικονομική κρίση έχει ημερομηνία λήξης. Και είναι στο τέλος της τετραμηνίας, όχι στην αρχή, που θα κριθούν οι κερδοζημιές.
Γράφει: Κώστας Μαυρίδης