Οι πραγματικές επιλογές ενός συστήματος που πεθαίνει και των ανθρώπων που ζουν σε αυτό…
Το όριο χρέους των ΗΠΑ έχει επανακαθοριστεί 74 φορές από τον Μάρτιο του 1962 μέχρι τον Αύγουστο του 2011. Συμπεριλαμβανομένων 18 φορές από τον Ρήγκαν, 8 από τον Κλίντον, 7 από τον Μπούς και 3 από τον Ομπάμα. Μέχρι την επόμενη. Ή μήπως όχι;
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει, όχι τόσο το γεγονός την αύξησης του ορίου χρέους των ΗΠΑ με αποφάσεις των κυβερνήσεων αλλά το μέγεθος της αύξησης. Από το 1981 μέχρι το 1991 αυξήθηκε από 1 τρις σε 4 τρις δολάρια (400%), μέχρι το 2001 έφτασε τα 6 τρις δολάρια και το 2010 στα 14,3 τρις δολάρια. Από τον Φεβρουάριο του 2010 το όριο άντεξε μόλις μέχρι τον Απρίλιο του 2011 και μέχρι τον Αύγουστο αυξήθηκε στα 16,4 τρις δολάρια. Στο μεσοδιάστημα (Απρίλης-Αύγουστος 2011) οι ΗΠΑ έφτασαν ένα βήμα πριν την πτώχευση και μέχρι το Κογκρέσσο να αποφασίσει επέκταση του ορίου σημειώθηκε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και απότομη πτώση στον DowJones. Τον Δεκέμβριο του 2012 οι ΗΠΑ έφτασαν και πάλι το όριο του χρέους και από τις αρχές του 2013 μέχρι σήμερα η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να χειριστεί τον νέο κίνδυνο χρεωκοπίας. Συνολικά το όριο του χρέους στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί μέσα σε 30 χρόνια κατά 1640%. Αν ακόμη συγκρίνουμε από το 1970 μέχρι σήμερα, έχει αυξηθεί κατά 4227%.
Το ερώτημα του πως λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός δεν έχει τόσο ενδιαφέρον όσο το γιατί λειτουργεί έτσι. Τι αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα αυτή η συνεχής επέκταση του ορίου τους χρέους των ΗΠΑ για την μεγαλύτερη εθνική οικονομία του πλανήτη. Το γνωστό και ως πρόβλημα χρέους που υπάρχει για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη, «λύνεται» προσωρινά με την συνεχή εξωτερική και εσωτερική αναδανειοδότηση του συνεχώς ογκούμενου χρέους (αφού τα φορολογικά έσοδα του κράτους δεν αρκούν για την εξυπηρέτηση και την εξόφληση του). Μέχρι πότε; Αυτή την ερώτηση δεν την θέτουν (ούτε θέλουν, ούτε μπορούν) οι αστοί οικονομολόγοι και οι απολογητές του καπιταλισμού επειδή θεωρούν τον καπιταλισμό ως φυσικό φαινόμενο. Όπως λέει και ο Μαρξ: «Οι οικονομολόγοι, λοιπόν, που όπως ο Ρικάρντο, θεωρούν απόλυτο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, νιώθουν εδώ ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής δημιουργεί φραγμό στον εαυτό του, και γι’ αυτό αποδίδουν το φραγμό αυτό όχι στην παραγωγή αλλά στη φύση» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» τρίτος τόμος, σ.306, με αναφορά στο νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους)
Η συνεχής διεύρυνση του δανείου ως προσπάθεια αναβολής της κατάρρευσης και ως δημιουργία ακόμη μεγαλύτερου δυναμικού κρίσης
Η περίοδος στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980 χαρακτηρίστηκε από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στον Δυτικό κόσμο. Αυτή η εξέλιξη υπήρξε το αντικειμενικό αποτέλεσμα και ένας τρόπος αντίδρασης και αναβολής της βαθιάς δομικής κρίσης στην οποία περιέπεσε ο «φορντισμός». Η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη της μεταπολεμικής εποχής έφτασε στο τέλος της. Δεν γίνονταν πλέον επιπρόσθετες επενδύσεις σε μέσα παραγωγής, εργοστάσια, κτίρια κλπ., διότι δεν υπόσχονταν πια κανένα ή μόνο ανεπαρκές κέρδος. σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης «απελευθερώθηκε» ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου το οποίο δεν έβρισκε πλέον καμιά δυνατότητα κερδοφόρας τοποθέτησης στην πραγματική οικονομία.
Επειδή όμως το κεφάλαιο έχει σύμφωνα με τη φύση του μοναδικό σκοπό από το χρήμα να κάνει παραπάνω χρήμα, ένα τέτοιο στάλωμα, μια τέτοια νέκρωση της διαδικασίας της καπιταλιστικής αξιοποίησης (δημιουργίας υπεραξίας από την παραγωγική εργασία στην πραγματική παραγωγή) ταυτίζεται με μια κρίση. ακριβολογώντας: με μια κρίση υπερσυσσώρευσης ή – για να το εκφράσουμε με την ορολογία της επίσημης αστικής οικονομολογίας – με μια κρίση υπερεπένδυσης. Ένα μέρος του κεφαλαίου είναι παραπανίσιο και γι’ αυτό απειλείται με υποτίμηση. Αν πραγματοποιηθεί αυτή η υποτίμηση, τότε δεν περιορίζεται σε καταρρεύσεις μόνο ξεχωριστών επιχειρήσεων και τραπεζών (όπως συμβαίνει πάντοτε στην «κανονική» λειτουργία του καπιταλισμού), αλλά αγκαλιάζει, με τη μορφή του ντόμινο, το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.
Ακριβώς αυτός ο κίνδυνος υπήρχε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, κάτι άλλωστε που πρόβλεπαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολλοί οικονομολόγοι. Γιατί όμως δεν πραγματοποιήθηκε αυτή η υποτίμηση του συνολικού κεφαλαίου; Γιατί αποφεύχθηκε η μεγάλη οικονομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού; Ένας ουσιαστικός λόγος γι’ αυτό ήταν το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του παραπανίσιου κεφαλαίου, το οποίο δεν μπορούσε πλέον να επενδυθεί κερδοφόρα στην πραγματική οικονομία, κατέφυγε στις υπερεθνικές χρηματοπιστωτικές αγορές, όπου τοποθετήθηκε κατ’ αρχήν κυρίως στη μορφή των κρατικών δανείων και σε αυξανόμενο βαθμό επίσης στην κερδοσκοπία με μετοχές και χρεόγραφα. Έτσι σημειώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο μια μαζική φυγή του κεφαλαίου από την παραγωγή και στροφή προς την δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου σε πρωτοφανή κλίμακα. Η νεοφιλελεύθερη στροφή αντικατέστησε την υποτιθέμενη «εξωοικονομική» επέμβαση του κράτους με ένα ριζοσπαστισμό της αγοράς. Αυτή η στροφή άνοιξε μέσω μιας πολιτικής της απορύθμισης και της χρηματικής πλημμύρας από τις Κεντρικές Τράπεζες, τις στρόφιγγες για μια χωρίς προηγούμενο επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού (των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών) και της οικονομίας που βασιζόταν και τρεφόταν από τις χρηματοπιστωτικές φούσκες.
Το φούσκωμα των δανείων δεν οδήγησε μόνο στη δημιουργία χρεών τεραστίων διαστάσεων, τα οποία έπρεπε συνεχώς να αναδανειοδοτούνται, αλλά πήρε επίσης τη μορφή μιας αυτόνομης κερδοσκοπικής αγοράς χρηματοπιστωτικών τίτλων (μετοχών, ακινήτων, παραγώγων κλπ.), στην οποία «δημιουργήθηκαν» «πλασματικές αξίες» αστρονομικών διαστάσεων. Με την συνεχή αναδανειοδότηση (όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, μέσω της επέκτασης του ορίου χρέους της χώρας) ξεπερνιέται προσωρινά το σκάσιμο της φούσκας, η μαζική υποτίμηση αναβάλλεται, αλλά με τρόπο που όταν αυτή μελλοντικά θα σκάσει, μεγαλώνει η δυνατότητα της υποτίμησης.
Η σημερινή κρίση, όπως και κάθε κρίση στον καπιταλισμό δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη βίαιη επαναφορά της ενότητας της σχέσης που υπάρχει αντικειμενικά ανάμεσα στην πραγματική παραγωγή αξίας και της (πλασματικής) «αξίας» που αντιπροσωπεύει το χρηματοπιστωτικό εποικοδόμημα. «Παρά την ανεξαρτοποίησή της, η κίνηση του εμπορικού κεφαλαίου δεν είναι ποτέ κάτι άλλο από την κίνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Δυνάμει όμως της ανεξαρτητοποίησης του κινείται μέσα σε ορισμένα όρια, ανεξάρτητα από τους φραγμούς του προτσές αναπαραγωγής και γι’ αυτό το ωθεί έξω από τα δικά του όρια. Η εσωτερική εξάρτηση και η εξωτερική αυτοτέλεια το οδηγούν ως το σημείο, όπου η εσωτερική συνάφεια αποκαθίσταται ξανά βίαια δηλαδή με μια κρίση». (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σ. 385)
Και τώρα που δεν λειτουργεί η αγορά τι να κάνουμε;
Και αφού τώρα έχει γίνει ξεκάθαρο ότι η αγορά δεν κατάφερε να βγάλει τον καπιταλισμό από τον αναπνευστήρα, οφείλει ξαφνικά να φέρει τη σωτηρία και πάλιν το κράτος. Είναι μια ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθεροι σκληροπυρηνικοί πιστοί της «ελεύθερης αγοράς» αναγκάζονται τώρα να απευθυνθούν στο κράτος ως τον «από μηχανή θεό». Ουσιαστικά αυτό γίνεται τα τελευταία χρόνια με τα «πακέτα σωτηρίας» που ψηφίστηκαν κατά συρροή σχεδόν σε όλα τα πυρηνικά κράτη του καπιταλισμού με σκοπό την αποκατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την ανάληψη των συσσωρευμένων ζημιών. Όμως το πρόβλημα δεν μπορεί πλέον να ξεπεραστεί με μια νέα χρηματική πλημμύρα από τις Κεντρικές Τράπεζες, δια μέσου μιας συνεχούς μείωσης των επιτοκίων και δια μέσου των «πακέτων σωτηρίας» καθώς και της δανειοδότησης από την Τρόικα. Και τούτο διότι αυτού του είδους η χρηματική πλημμύρα προϋποθέτει πάντοτε τη μελλοντική «κάλυψη», ένα «αντίκρυσμα» από μελλοντικές πραγματικές διαδικασίες καπιταλιστικής αξιοποίησης (δημιουργίας υπεραξίας από την παραγωγική εργασία στην πραγματική παραγωγή), οι οποίες δεν υπάρχουν πλέον στον ορίζοντα στο βαθμό που απαιτούνται. Μετακυλίεται η κρίση πάνω στο επίπεδο των δημοσιονομικών του κράτους. Αλλά το κράτος δεν είναι ανεξάρτητο από τους νόμους της αξιοποίησης του κεφαλαίου αφού το μοναδικό έσοδο που έχει είναι η φορολόγηση μισθών και κερδών. Όλα τα κράτη, με πρώτες τις ΗΠΑ, είναι ήδη υπερχρεωμένα, και η αναχρηματοδότηση δεν θα μπορεί να συνεχιστεί, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μόνο μια μεγάλη κρίση των οικονομικών των κρατών, πράγμα που θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στην πτώχευσή τους (η μετακύληση των ζημιών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στα κράτη θεωρήθηκε από μερικούς οικονομολόγους και αναλυτές ως η τελευταία πράξη του δράματος καθώς όπως γινόταν αναφορά «το κράτος είναι το τελευταίο καταφύγιο». Ωστόσο οι πάντοτε ευρηματικοί ταγοί του συστήματος επέλεξαν μέσω του γνωστού πλέον «bail-in» που εφαρμόστηκε πειραματικά στην Κύπρο και ετοιμάζεται να εφαρμοστεί σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, να γράψουν άλλη μια πράξη του δράματος μετακυλώντας τις ζημιές από τα κράτη στα άτομα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πρόκειται πράγματι για έσχατο κυνισμό).
Το κράτος, δηλαδή η πολιτική, δεν μπορεί να σταματήσει την υποτίμηση, μπορεί μόνο να διαχειριστεί την μορφή πορείας της κρίσης. Έτσι οι κυβερνήσεις γλιστρούν όλο και βαθύτερα στο δίλημμα, είτε να διατηρήσουν την φερεγγυότητα τους σαν κράτος, είτε να διαφυλάξουν και να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στις χώρες τους. Σ’ αυτή την διαδικασία τα κράτη, οι κυβερνήσεις πρέπει να σταθμίζουν ξανά και ξανά τα επακόλουθα της πτώχευσης των επιχειρήσεων, από τη μια μεριά και της συνεχούς χειροτέρευσης της δικής τους υπερχρέωσης, από την άλλη μεριά. Πρόκειται για μια επιλογή ανάμεσα στην πανώλη και τη χολέρα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι άνθρωποι έχουν επίσης δυο επιλογές. Να αναζητήσουν την καλύτερη θέση στον Τιτανικό που βυθίζεται αναμένοντας με αγωνία ποια από τις δυο επιλογές θα επιλέξουν τα κράτη, ή να αναζητήσουν συλλογικά το δρόμο για την έξοδο από την σχιζοφρενική και χρεοκοπημένη καπιταλιστική λογική.
Γράφει: Κωνσταντίνος Στυλιανού