Home Κωνσταντίνος Στυλιανού Σκάνδαλα: ένα αντικειμενικό φαινόμενο. Του Κωνσταντίνου Στυλιανού

Σκάνδαλα: ένα αντικειμενικό φαινόμενο. Του Κωνσταντίνου Στυλιανού

scandalstylianou

 


Η ουσία του και πως αξιοποιείται από την κυρίαρχη ιδεολογία.  

“Το Κεφάλαιο αποφεύγει τις φασαρίες και τους καυγάδες και είναι από τη φύση του φοβητσιάρικο. Αυτό είναι πάρα πολύ αληθινό, δεν είναι όμως ολόκληρη η αλήθεια. Το Κεφάλαιο το τρομάζει η έλλειψη κέρδους, ή το πολύ μικρό κέρδος (…) Όταν το Κεφάλαιο έχει το ανάλογο κέρδος γίνεται κάτι παραπάνω από τολμηρό. Με 10% αισθάνεται τον εαυτό του σίγουρο και μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς παντού. Με 20% γίνεται ζωηρό. Με 50% γίνεται θετικά παράτολμο. Με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους. Με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύει να το διαπράξει ακόμα και με κίνδυνο να πάει στην κρεμάλα.” (αναφορά του Κ. Μαρξ, στο «Κεφάλαιο» τόμος Ι, σελ.785)

Η εμφάνιση σκανδάλων στην δημόσια σφαίρα έχει τα τελευταία χρόνια, αυξηθεί. Πρέπει να απασχολήσει τόσο (α) το βαθύτερο περιεχόμενο του φαινομένου σκάνδαλα, όσο και (β) οι τρόποι που ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο τα σκάνδαλα αξιοποιούνται από μέρος της αστικής τάξης και της κυρίαρχης ιδεολογίας. 

Για την ουσία του φαινομένου 

Τα σκάνδαλα δεν είναι μεμονωμένα και τυχαία φαινόμενα που εμφανίζονται ως ανωμαλίες σε μια κατά τα άλλα ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Κάθε φαινόμενο που στην αρχή εμφανίζεται σποραδικά και στην πορεία χάνει το χαρακτήρα του τυχαίου και μετατρέπεται σε συνηθισμένο, σημαίνει ότι έχει αντικειμενικό λόγο ύπαρξης. Γι’ αυτό και οι βαθύτερες αιτίες του δεν πρέπει να αναζητηθούν στον ψυχισμό ή το χαρακτήρα των ατόμων αφού και ο ψυχισμός είναι παραγόμενο φαινόμενο, είναι προϊόν και αποτέλεσμα των συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών. Οι αιτίες του φαινομένου των σκανδάλων βρίσκονται στα εγγενή χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα σκάνδαλα είναι κατ’ επέκταση ένας αναγκαίος τρόπος λειτουργίας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται για ανθρώπους που πήραν το λάθος δρόμο. Πρόκειται για τους ανθρώπους που συγκρότησε ως υποκειμενικότητες η κοινωνία της Νεωτερικότητας με τα χαρακτηριστικά της. Ο ανταγωνισμός, αυτός ο νόμος πάνω από όλους τους νόμους, που έχει η κοινωνία της Νεωτερικότητας χαραγμένο στο DNA της, δρα πάνω στους ανθρώπους, σαν μια εξωτερική δύναμη. Είναι ο «βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων» («το Κεφάλαιο» τόμος Ι, σελ. 762) που επιβάλλεται και αναγκάζει ανθρώπους να περιλάβουν στους τρόπους της οικονομικής τους δραστηριότητας και τη μορφή της παρανομίας. Πρόκειται απλά για μέθοδο εξασφάλισης κέρδους δίπλα στις άλλες που θεωρούνται από νομοθετικής πλευράς νόμιμες.  

Η αντικειμενική λογική αυτής της κοινωνίας οδηγεί σταδιακά, και πλέον στην εποχή μας κατά ολοκληρωτικό τρόπο, στην υποταγή όλων των υπόλοιπων κοινωνικών λειτουργιών σε μία: την εξυπηρέτηση του καπιταλιστικού παράλογου αυτοσκοπού, του κυνηγητού του κέρδους για το κέρδος, παραγωγή για την παραγωγή. Η οικονομική δραστηριότητα, έχει κατά τον ίδιο τρόπο, μια και μοναδική ουσία: επιδίωξη κέρδους ως αυτοσκοπός. Το κατά πόσο οι μέθοδοι που θα χρησιμοποιηθούν εμπίπτουν στα πλαίσια της νομοθεσίας ή όχι είναι στην πράξη αδιάφορο για το κεφάλαιο. Αυτό, ξέρει μόνο να μετρά την ποσοτική αύξηση ή μείωση του κέρδους. Τα υπόλοιπα του είναι αδιάφορα. Όμως αντίστοιχα αδιάφορη είναι η νομιμότητα της όποιας οικονομικής πράξης, και για τον άνθρωπο που έχει εσωτερικεύσει πλήρως το καπιταλιστικό σύστημα αξιών. Αυτός ο άνθρωπός πρόκειται, αν θέλουμε να αναφερθούμε στον Μαρξ, για «κεφάλαιο προσωποποιημένο (personified), προικισμένο με θέληση και συνείδηση» («το Κεφάλαιο» τόμος Ι, σελ. 165 και τόμος ΙΙ, σελ. 367). 

Η νομοθεσία αλλά και η ηθική που αυτή εκφράζει, δεν μπορούν ουσιαστικά να αντιπαρατεθούν στην παράνομη οικονομική δραστηριότητα. Και αυτό επειδή καμία νομοθεσία, καμία επίκληση σε αρχές και ηθική δεν μπορεί να εξουδετερώσει την επίδραση των αντικειμενικών κοινωνικών νόμων. Μπορεί μόνο να μειώσει και να αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις τους και πάλι όμως μόνο για περιορισμένο χρόνο. Οι ρυθμίσεις που θα γίνουν θα ξεπεραστούν από την συνεχή και ακατάλυτη ανάγκη: κυνηγητό του κέρδους ως αυτοσκοπός. Η επιτυχής αντιμετώπιση των σκανδάλων μπορεί να γίνει ολοκληρωτικά μόνο εάν γίνει προσπάθεια καταπολέμησης της αιτίας που τα γεννά ως αποτελέσματα. Όσο οι κινήσεις στρέφονται στα αποτελέσματα και αφήνεται άθικτη η αιτία που τα γεννά, τα αποτελέσματα αυτά θα αναπαράγονται.  

Εδώ αξίζει τον κόπο να γίνει μια γενίκευση. Δεν υπάρχουν δυο κοινωνίες, μια κακή που δημιουργεί σκάνδαλα, και μια καλή που δημιουργεί νομοθεσία ενάντια στα σκάνδαλα. Είναι η ίδια κοινωνία που δημιουργεί, παράγει και αναπαράγει και τα δυο. Και η ηθική αυτής της κοινωνίας περιλαμβάνει και τις δυο αυτές πλευρές. Χωράει ταυτόχρονα και τα σκάνδαλα και τις προσπάθειες πάταξης τους. Πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της «καλής» κοινωνίας να βάλει σε τάξη την «κακή». Πρόκειται σε αυτή την περίπτωση για μέρη του ίδιου όλου, και το όλο έχει όνομα, ονομάζεται καπιταλισμός. (Αυτό το ζήτημα της αντιπαράθεσης των μερών ενός όλου στα πλαίσια μιας αντίθεσης, ξεχνά πολλές φορές αυτό το ίδιο το γεγονός ότι πρόκειται ακριβώς για μέρη ενός όλου. Μπορεί να αντιτίθενται αλλά μόνο ως μέρη αυτού του όλου που προϋποθέτουν το ένα το άλλο ως δυο πόλοι μιας αντίθεσης, και που δεν μπορούν να υπάρχουν το ένα χωρίς το άλλο.) Δεν μπορεί λοιπόν, να υπάρχει καπιταλισμός με μόνο τα όποια θετικά, δικά του στοιχεία. 

Για τη αξιοποίηση των σκανδάλων από την κυρίαρχη ιδεολογία 

Γενικά η παραβίαση των αποδεκτών «κανόνων του καπιταλιστικού παιχνιδιού» με τη μορφή των σκανδάλων είναι κάτι που φοβίζει το συνειδητοποιημένο τμήμα της αστικής τάξης γιατί ξεσκεπάζει στοιχεία της λειτουργίας της που είναι εχθρικά προς το γενικό συμφέρον της κοινωνίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ως η κυρίαρχη τάξη, η αστική τάξη έχει ευθύνη για το γενικό συμφέρον, παρόλο που αυτή της η λειτουργία βρίσκεται σε σταθερή ανταγωνιστική σχέση με την ανάγκη της να διασφαλίζει το ειδικό ταξικό της συμφέρον. Όσο, επομένως, φανερώνεται η πλευρά της λειτουργία της που αντίκειται στο γενικό συμφέρον και παραβιάζει τους «κανόνες του παιχνιδιού», τίθεται εν αμφιβόλω το κύρος της αστικής τάξης και η ικανότητα της να διαχειρίζεται την κοινωνία.  

Υπάρχει από τη μια πλευρά το εξής: η συνειδητοποιημένη μερίδα της αστικής τάξης αντιλαμβάνεται ότι η ασυδοσία κάποιων μελών της θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία της αφού πυροδοτεί κοινωνικές αντιδράσεις. Γι’ αυτό και εμφανίζεται ως πρωταγωνιστική δύναμη αποκάλυψης και τιμωρίας των ενόχων. Επικαλείται τη νομιμότητα για να διασφαλίσει τη συνέχιση της νομιμοποίησης της κυριαρχίας της. Βέβαια επέρχεται αναπόφευκτα τη στιγμή που το φαινόμενο των σκανδάλων γενικεύεται σε τέτοιο βαθμό που χάνεται η δυνατότητα της αστικής τάξης να διευθετεί το πρόβλημα διατηρώντας αλώβητο το κύρος της. Οι αντιθέσεις ωρίμασαν τόσο που δεν μπορούν να ρυθμιστούν. 

Το σημείο αυτό, έχει στη σημερινή γενικευμένη, δομική κρίση του καπιταλισμού, ξεπεραστεί μόνιμα. Πρόκειται για κατάρρευση που εκδηλώνεται στην επιφάνεια της κοινωνίας ως κατάρρευση αρχών και θεσμών. Πρέπει να μην διαφεύγει ωστόσο της προσοχής, ότι η κατάρρευση αρχών, θεσμών και άλλων πλευρών του εποικοδομήματος, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία της βάσης. Αντίθετα μαρτυρεί μια κατάρρευση στο επίπεδο της παραγωγής που προϋποτίθεται και προηγείται λογικά.  

Από την άλλη: Πρέπει κανείς να αντιληφθεί αυτό το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύεται και ως έκφραση στην επιφάνεια της κοινωνίας του βαθύτερου πολέμου και ανταγωνισμού μέσα στα πλαίσια της αστικής τάξης. Στο περιβάλλον της παγκόσμιας γενικευμένης και δομικής κρίσης, οι δυνατότητες πετυχημένης τοποθέτησης στην «πραγματική οικονομία» με εξασφαλισμένο κέρδος για τα διάφορα κεφάλαια, έχει ουσιαστικά περιοριστεί πάρα πολύ. Η ίδια η καπιταλιστική αναγκαιότητα για αύξηση της παραγωγικότητας έχει εξορίσει την ανθρώπινη εργασία που είναι η πηγή του κέρδους,. Η ανάγκη για επιβολή του ενός κεφαλαίου πάνω στο άλλο μετατρέπεται σε πόλεμο με όλα τα μέσα. Είναι το φυσιολογικό επόμενο τα διαφορετικά κεφάλαια να μπαίνουν σε αυτό τον τελευταίο πόλεμο μέχρι τελικής πτώσης, έτοιμα για όλα. Η χρήση της δικαστικής εξουσίας είναι ακόμη ένα εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση.

Γράφει: Κωνσταντίνος Στυλιανού