Η λογική της «έκτακτης ανάγκης» που συνοδεύει τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης που διανύουμε σήμερα στην Ευρώπη οδηγεί τις κυβερνήσεις στην υιοθέτηση μέτρων που τις φέρνουν αντιμέτωπες με τις κοινωνίες.
Η λιτότητα, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, η διάλυση του κράτους πρόνοιας, η ανεργία, ο συσσωρευμένος πλούτος και η μαζική φτωχοποίηση, όλα αυτά δημιουργούν ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία. Από τη μια, πολιτικές ελίτ που απαντούν στις αγορές αγνοώντας την κοινωνία, από την άλλη, μια κοινωνία (ή καλύτερα ό,τι έχει απoμείνει από την μετατροπή της σε μια απέλπιδα μάζα καταναλωτών) που μάχεται να ανακτήσει τον πολιτικό της ρόλο. Μπροστά σε ένα κόσμο που σταδιακά καταρρέει, η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, κυρίαρχη και παγιωμένη, μοιάζει να ‘χει κλειδαμπαρωθεί στην επίπλαστη ασφάλεια του παρόντος, γυρνώντας επιδεικτικά την πλάτη στην προοπτική του μέλλοντος και της ελπίδας.
Η συγκυρία αυτή παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε μια ανάλογη συγκυρία δυο αιώνες πριν. Η κλίμακα των αναλογιών δεν μπορεί, βέβαια, να είναι πλήρης. Ας επικεντρωθούμε όμως στην καθαυτό διαδικασία μετάβασης από ένα μοντέλο για την Ευρώπη, που σε μια δεδομένη στιγμή φαντάζει κυρίαρχο, σε ένα άλλο, που την ίδια εκείνη στιγμή φαντάζει απίθανο. Ας εστιάσουμε στον τρόπο που οι διάφοροι ιστορικοί παράγοντες τοποθετούνται απέναντι στον μεταβατικό χρόνο.
Το 1815 ο Ναπολέοντας ηττούνταν στο Βατερλό, και μαζί του ό,τι είχε απομείνει από τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης. Οι ανορθωμένες πλέον μοναρχίες υπόσχονταν να επαναφέρουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην ταλαιπωρημένη από τους πολύχρονους πολέμους Ευρώπη. Η «Ιερά Συμμαχία», η μυστική συμφωνία ανάμεσα στην Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία (με την προσχώρηση αργότερα και της Μ. Βρετανίας και Γαλλίας), διαβεβαίωνε ότι θα καταπολεμούνταν με κάθε τρόπο οι επαναστατικές και φιλελεύθερες ιδέες και θα εγκαθιδρύονταν ένα νέο στάτους κβο στην Ευρώπη. Τα πάντα έπρεπε να μοιάζουν με την προ-της-Επανάστασης κατάσταση. Το «σύστημα του Μέττερνιχ» (από το όνομα του παντοδύναμου υπουργού Εξωτερικών της Αυστρίας) εγκαινίασε έτσι την πιο αντιδραστική και αναχρονιστική ίσως περίοδο της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας, την εποχή της Παλινόρθωσης. Η Ευρώπη της «Ιεράς Συμμαχίας» έγινε συνώνυμη με την απόλυτη μοναρχία, την αντεπανάσταση και τον αντισυνταγματισμό, την αυστηρή επιτήρηση και τη λογοκρισία, την στρατιωτική καταστολή και τη βία. Έγινε συνώνυμη με την τυφλότητα των κυβερνήσεων απέναντι στις ανάγκες της κοινωνίας, απέναντι, εντέλει, στις νέες συνθήκες που παράγει η ιστορία.
Η μετάβαση από την Ευρώπη της «Ιεράς Συμμαχίας» στην Ευρώπη των εθνικών κρατών, του συνταγματισμού και του φιλελευθερισμού, δεν έγινε από την μια μέρα στην άλλη. Ήταν μια ζύμωση ιδεών και επαναστατικών κινημάτων που διήρκεσε περίπου μια τριακονταετία. Πρώτη εκδήλωση της ανάγκης δημιουργίας ενός εναλλακτικού παραδείγματος για την Ευρώπη ήταν τα κινήματα του 1820-21 στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Αυτά καταστάληκαν με την άμεση στρατιωτική επέμβαση των Ευρωπαίων εταίρων. Το μόνο που γλύτωσε ήταν το ελληνικό, ξεσηκώνοντας θύελλα συμπαράστασης στις φιλελεύθερες τάξεις της ευρωπαϊκής κοινωνίας και διανόησης. Το δεύτερο κύμα επαναστάσεων συνέβη το 1830-31. Επίκεντρο αυτή την φορά ήταν η Γαλλία, αλλά τα γεγονότα αγκάλιασαν αλυσιδωτά μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Το τρίτο και τελευταίο κύμα αλυσιδωτών εξεγέρσεων ήταν το 1848. Αν εξαιρέσουμε ίσως την Ελλάδα, η συμμετοχή σε αυτά τα κινήματα δεν ήταν ποτέ μαζική: αρχικά διακινήθηκαν από τους καρμπονάρους και άλλα μέλη μυστικών εταιριών, αργότερα προσχώρησαν σε αυτά οι φιλελεύθερες τάξεις των στρατιωτικών, τέλος αγκαλιάστηκαν από τους διανοουμένους, τους φοιτητές και άλλους πολιτικούς ακτιβιστές. Ούτε τα αιτήματα των επαναστατών –εθνική αυτοδιάθεση και σύνταγμα – δεν ικανοποιήθηκαν αμέσως. Δημιουργήθηκε όμως μια δυναμική που ανάγκασε τελικά τα ίδια τα κράτη να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να ανατρέψουν, μέσα σε λίγα χρόνια, την επίπλαστη τάξη που τα ίδια είχαν δημιουργήσει.
Ποια ήταν όμως η στάση της τότε διανοητικής και πολιτικής ελίτ απέναντι στα γεγονότα; Θα μπορούσαμε, νομίζω, να διακρίνουμε τρία ήδη τοποθετήσεων σε εκείνη την μεταβατική εποχή: α) υπήρχαν όσοι υπερασπίζονταν το στάτους κβο μετά μανίας, είτε διότι διακατέχονταν από ενστικτώδη αντεπαναστατισμό, είτε διότι δεν συνειδητοποιούσαν ότι ο κόσμος άλλαζε, είτε διότι είχαν συνδέσει τα συμφέροντα και ολόκληρη την κοσμοθεωρία τους με τον κόσμο που αργοπέθαινε (οι λεγόμενοι «αντιδραστικοί») ∙ β) υπήρχαν αυτοί που έβλεπαν ότι ο κόσμος άλλαζε, αλλά ήθελαν να διασφαλίσουν ότι αυτή η αλλαγή δεν θα γίνει μέσα από την πλήρη ανατροπή ή την επανάσταση, αλλά μέσα από βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις και μέσα από τα εχέγγυα της παιδείας, πράγμα που προϋπέθετε τη σιωπηλή τους συνεργασία με το παλαιό καθεστώς (οι λεγόμενοι «συντηρητικοί- μετριοπαθεις»)∙ γ) υπήρχαν, τέλος, όσοι πίστευαν πως η μόνη δύναμη που προωθούσε την ιστορία ήταν η ριζική ανατροπή και η συντονισμένη δράση, η αλληλεγγύη δηλαδή των λαών (οι λεγόμενοι «ριζοσπάστες- επαναστάτες»).
Πάντως, το 1820-21 σήμανε την αρχή του τέλους του συστήματος της Παλινόρθωσης. Όσο κι αν η Ευρώπη της «Ιεράς Συμμαχίας» φάνταζε μονόδρομος, όσο κι αν τα φαντάσματα της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων μεταλλάξεων της στοίχειωναν ακόμα τους εφιάλτες των ανθρώπων, όσο κι αν η ελπίδα είχε καταπλακωθεί κάτω από το πρόσχημα της τάξης και της ασφάλειας, η Ευρώπη των λαών κατάφερε να αναδυθεί νικήτρια στην διαμάχη της με την Ευρώπη του Μέττερνιχ, και οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν τελικά να συντονιστούν με τις ανάγκες των κοινωνιών που καλούνταν να κυβερνήσουν. Η ακινησία που επέβαλε η Παλινόρθωση δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια δυναμική κοινωνία, η οποία μέσα από μικρές ρωγμές στην αρχή, μέσα από την μετατροπή των ιδεών ύστερα, άφησε τελικά την ιστορία να κυλήσει. Όχι πάντοτε βέβαια με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ας μην ξεχνάμε πως οι περισσότεροι επαναστάτες του δεκάτου ενάτου αιώνα πέθαναν τελικά με την πίκρα της ήττας. Είδαν τις ιδέες τους να πραγματοποιούνται σε χέρια άλλων, και πολλές φορές με νόημα διαφορετικό ή εντελώς αντίθετο από αυτό που οι ίδιοι τους είχαν προσδώσει.
Κάπως έτσι όμως έδυσε τότε η παλιά Ευρώπη και αναδύθηκε μια καινούργια. Κάπως έτσι, και σήμερα, θα αναγκαστεί η Ευρώπη να απεκδυθεί τον αποστασιοποιημένο της ρόλο και να κατέβει απ’ τη σκηνή για να συναντήσει τους λαούς της. Το αποτέλεσμα της συνάντησης μένει ακόμα να το δούμε.
Γράφει: Κωνσταντίνα Ζάνου