Home Χρίστος Χατζηνικολή Εικόνες… Του Χρίστου Χατζηνικολή

Εικόνες… Του Χρίστου Χατζηνικολή

Christofias POUTIN66668

Σχεδόν κοροϊδευτικά, αλλά την ίδια ώρα αδιάφορα και ξέγνοιαστα, χοροπηδάει μπροστά στο ζαρωμένο πρόσωπο του γεροντάκου που κάθεται απέναντι της. Ένα κοριτσάκι, πέντε-έξι χρονών το πολύ. Κι αυτός σκυφτός, με σηκωμένα τα φρύδια για να τη παρακολουθεί, κοιτάζει στωικά, με ένα αμυδρό χαμόγελο πνιγμένο νοσταλγία.


Ένα βλέμμα που μιλάει. Φωνάζει, μήπως βρει απόκριση κι απλώνει το χέρι. Ακροβολίζεται μ’ αφορμή την στιγμή. Ελπίζει ακόμη. Στα στερνά, στα στερνά ελπίζει περισσότερο ο άνθρωπος.

ΚΤΕΛ Λιοσίων, πέντε τα χαράματα. Ένας σεκιουριτάς μόλις έχει ανοίξει το κτίριο του σταθμού. Ένας κύριος, ελαφρά ντυμένος με ένα καφέ κοστούμι, μπαίνει αμέσως μέσα με γοργό βήμα για να βρει καταφύγιο απ’ το κρύο, μόνο για να βγει αγανακτισμένος λίγα λεπτά αργότερα κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι. Περνάει από δίπλα μου και σιγομουρμουρίζει. Κάτι βρίζει. Κάθεται δίπλα μου.

-«Θα μας πεθάνουν. Θα μας πεθάνουν για ένα τσιγάρο. Ένα τσιγαράκι δεν μπορώ να καπνίσω με την ησυχία μου! Πρέπει να το κάνω κι αυτό έξω;!»

Και συνεχίζει κοιτώντας με:

-«Ξέρεις, έχουν ξαναφτιάξει ένα σωρό μαγαζιά τώρα. Κτίζουν τοίχους, χωρίζουν δωμάτια. Ένας φίλος μου έχει καφετέρια στο χωριό και θέλει τώρα, λέει, να κάνει υπόστεγο και να βάλει έξω σόμπες για τον χειμώνα.»

-«Τι να σας πω», λέω, καθώς κοιτάω αλλού. Γυρνάω και τον κοιτάζω: «Εγώ δεν καπνίζω».

-«Ε, ναι», αποκρίνεται και συνεχίζει: «Τι να πεις, έχεις δίκιο!», λέει, αφήνοντας με να ψάχνω που συμφωνήσαμε. «Δεν είναι καλό πράμα το κάπνισμα», συνεχίζει, «εγώ είμαι 70 χρονών! Ναι! Και καπνίζω  48 χρόνια τώρα».

-Χαμογελάω, «Ε και στα 70, τί κακό να σου κάνει πια το κάπνισμα;» λέω.

Χαμογελάει κοιτώντας το πάτωμα και γνέφοντας μου «ναι» με το τσιγάρο πια στα χείλη, καθώς ψαχουλεύει στην τσέπη του για τον αναπτήρα. Ξανά κατάφαση, κι ένα αίσθημα ικανοποίησης που συμφωνούμε. Λες και συμφωνούμε σ’ όλα, σ’ όλα όμως! Απ’ την αρχή της κουβέντας, που μου μιλούσε μες τα νεύρα που τον έβγαλαν έξω. Τέτοιο ήταν το συναίσθημα του γνεψίματος. Ανάβει το τσιγάρο, τραβάει μια τζούρα και γέρνει πίσω ξεφυσώντας με ανακούφιση.

Αυτή η κατάφαση μοιάζει σαν χαρακτηριστικό γενεάς. Πόσες φορές έχω διαφωνήσει με τέτοιους ανθρώπους; Καμία σχεδόν. Σπάνιο φαινόμενο. Είναι το είδος του ανθρώπου που άγεται και φέρετε από τις βουλές των καιρών και των ανθρώπων που ξέρουν πώς να εξυπηρετούν την ιδιοτέλεια τους. Ετεροκαθορισμένη ύπαρξη. Ούτε καν φερέφωνο, απλά ύπαρξη. Χωρίς άποψη, χωρίς αντίθεση, χωρίς γνώμη. Απλά είναι εκεί και ζει, καθώς πλέει ήρεμα με τα νερά που τον κουβαλάνε. Εκείνου που δεν αναστατώνει την θάλασσα. Που απαντάει πάντα με κατάφαση! Του αγνώμονα, του εκούσια υποταγμένου. Του έλληνα εκείνου που βλέπει την χώρα του να παραπαίει, να βυθίζεται, να χάνεται κι αυτός εκεί, το βιολί του, κολλημένος στο δόγμα που του μάθανε! ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ και κύριε ελέησον.

Τόσα χρόνια δικομματισμός, καταχρήσεις εξουσίας κι ο ένας να τα ρίχνει στον άλλο. Εμείς ποτέ δεν φταίμε. Και κάθε εκλογές να βλέπουμε το ίδιο έργο επανάληψη με νέους πρωταγωνιστές. Κι είναι απορίας άξιο το αν θα μας βρει ποτέ η αλλαγή. Θα μου πεις: «τι φταίει κι αυτός ο καημένος που δεν ξέρει. Σάμπως, βρέθηκε ποτέ κανείς να του μάθει;». Κι εμείς που «ξέρουμε» τι κάνουμε; Τι κάναμε; Ξέρουμε όντως, ή απλά νομίζουμε;

Κοιτάω στο κάθισμα δεξιά μου, μια διπλωμένη εφημερίδα που κάποιος διάβαζε πριν λίγο:

«…Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν και περίμεναν ήδη από το φθινόπωρο του 2008, τη στιγμή που κατέρρεε η Lehman Brothers, ότι η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα, παραδέχθηκε ο επικεφαλής του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, λέγοντας όμως πως «δεν μπορούσε να το πει δημόσια»…»

Ξάφνου λίγο πιο κάτω, ένα αδέσποτο γαυγίζει τρομαγμένο καθώς φτάνει το πρώτο λεωφορείο στον σταθμό. Σταματώ να διαβάζω. Παρκάρει απέναντι μου. Ανοίγει η πόρτα και κατεβαίνει πρώτη μια γυναίκα, κοντά στα πενήντα. Πρόσωπο γαλήνιο. Δεν χαμογελάει, όμως ο χρόνος της έχει χαράξει με ρυτίδες εκείνη την γκριμάτσα του ευδιάθετου, του καλοκάγαθου ανθρώπου. Αυτού που λέει πάντα καλημέρα και χαιρετάει. Του συνεσταλμένου, του πράου, του απλού. Του ευγενικού, που γνέφει το κεφάλι θετικά. Αυτού που απαντάει πάντα με κατάφαση…

Γυρνάει πίσω στην πόρτα απ’ όπου κατέβηκε κι απλώνει το χέρι κοιτάζοντας προς τα πάνω. Απ’ τα σκαλιά, μόλις προβάλλουν τα πόδια ενός έφηβου. Κοντά στα είκοσι. Κατεβαίνει αργά, δειλά και κάπως ανισόρροπα. Κι αυτή φοβάται και του πιάνει το χέρι. Είναι ο γιός της, μάλλον.

-«Έλα αγόρι μου, μην φοβάσαι σε κρατάω». Πάσχει από σύνδρομο down.

Δεν πάω στο διάολο, κι εγώ κι οι θεωρίες μου!

 

Γράφει:  Χρίστος Χατζηνικολή