«Η επέκταση των αγορών, καθώς και μιας οικονομοκεντρικής αντίληψης, σε ζητήματα τα οποία παραδοσιακά δεν διέπονταν από νόρμες της αγοράς, είναι μία από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της εποχής μας.» M. Sandel.*
Ο Michael Sandel είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρτ και ασχολείται κυρίως με θέματα πολιτικής φιλοσοφίας. Πέρα από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Sandel είναι ένας ιδιαίτερα δραστήριος φιλόσοφος ο οποίος υποστηρίζει πως αυτό που λείπει περισσότερο από τη σημερινή κοινωνία είναι ο δημόσιος διάλογος επίμαχων κοινωνικών ζητημάτων. Θεωρεί πως η δημόσια έκφραση απόψεων, η συζήτηση και η ανάλυση τους, είναι ο ιδανικός τρόπος για να οδηγηθεί μια κοινωνία σε μια ισορροπημένη και υγιή λύση προβλημάτων. Το ταλέντο του, όμως, είναι η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται με μια ιδιαίτερη οξυδέρκεια μεταλλάξεις στην ηθική μας, καθώς και τους παράγοντες που συμβάλλουν σε τέτοιες μεταλλάξεις στην σημερινή κοινωνία.
Στο τελευταίο του βιβλίο, «What money can’t buy», πραγματεύεται σε δοκιμιακό ύφος και με πληθώρα παραδειγμάτων, πως οι σημερινές κοινωνίες επιλύουν ηθικά-κοινωνικά ζητήματα εφαρμόζοντας, πολλές φορές ακούσια και ασυνείδητα, μια ανάλυση που στη βάση της έχει την αξιολόγηση της οικονομικής χρησιμότητας-ωφέλειας που μπορεί να επιφέρει μια απόφαση. Χρησιμοποιώντας, δηλαδή, μια οικονομοκεντρική ανάλυση, σε ζητήματα που αφορούν αποφάσεις γάμου, εγκυμοσύνης, θέματα λειτουργίας σωφρονιστικών ιδρυμάτων, παροχής υπηκοότητας, υπηρέτησης στρατιωτικής θητείας, την επιβολή προστίμων ή τιμωριών, ή την ανάπτυξη κινήτρων προς ευαισθητοποίηση σε σχέση με την ανάπτυξη οικολογικής συμπεριφοράς ή γενικότερα κοινωνικών ευαισθησιών. Με απλά λόγια υποστηρίζει πως όλο και περισσότερο τείνουμε προς μια κατεύθυνση όπου όλα υπάγονται σε ένα πλαίσιο ανάλυσης οι καταλύτες του οποίου είναι η αγορά, η ζήτηση και το οικονομικό όφελος. Δυστυχώς και το Κυπριακό πρόβλημα είναι ένα ζήτημα που πλέον αντιμετωπίζουμε σε μεγάλο βαθμό υπό αυτό το πρίσμα.
Η αλήθεια είναι πως στο χώρο της πολιτικής σχεδόν όλα τα προβλήματα επιλύονται, συνήθως, στη βάση ύπαρξης αμοιβαίων συμφερόντων και δη οικονομικών. Ο συνυπολογισμός, λοιπόν, των οικονομικών οφελών/κινήτρων στην πολιτική προσέγγιση του Κυπριακού προβλήματος είναι προφανώς όχι απλά αναπόφευκτος αλλά επιτακτικός. Παρ’ όλα αυτά, οι αντικειμενικοί σκοποί που παρουσιάζουν και που διεκδικούν οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν είναι αναγκαίο να συνάδουν με αυτά που διεκδικούμε σαν κοινωνία. Με άλλα λόγια, οι διπλωματικοί μας στόχοι δεν είναι ανάγκη και μερικές φορές δεν πρέπει κιόλας, να συνάδουν με τις κοινωνικές μας επιδιώξεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η υπερβολική στοχοπροσύλωση μας σε οικονομικά κίνητρα, την ιδία στιγμή που ωθεί προς την επίλυση του Κυπριακού, υπονομεύει την ουσία του προβλήματος, ενώ παράλληλα συνθέτει τις βάσεις για μελλοντικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις.
Έπειτα από σαράντα χρόνια κατοχής, η επανεξέταση των επιδιώξεων μας, σαν κοινωνία, στο Κυπριακό πρόβλημα είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Οφείλουμε να ξανασυζητήσουμε ανοικτά γιατί θέλουμε λύση καθώς και να επαναπροσδιορίσουμε τις επιδιώξεις μας. Επιδιώξεις που οφείλουν να ξεπερνούν την σωρεία των οικονομικών πλεονεκτημάτων που ίσως να προκύψουν από μία πιθανή λύση. Με απλά λόγια, να αναλύσουμε το γιατί θα πρέπει να επιδιώκουμε μια λύση ακόμη κι αν αυτή δε θα επέφερε κανένα οικονομικό όφελος. Αντίστοιχα, πέρα από το να ξεπεράσουμε αυτή την οικονομοκεντρική προσέγγιση του Κυπριακού, πρέπει επιτέλους να συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Γενιές έχουν έλθει κι έχουν παρέλθει. Το Κυπριακό πρόβλημα έχει εξελιχθεί εν αγνοία μας, αφού η προσήλωσή μας σ’ αυτό περιστρέφεται κυρίως γύρω από επιφανειακά ζητήματα που επισκιάζουν την ουσία του. Μια ουσία για την μορφή της οποίας οφείλουμε να αναρωτηθούμε σοβαρά, κι αυτός είναι ένας πραγματικά ουσιώδης προβληματισμός. Αυτή η επανεξέταση, λοιπόν, μπορεί να αρχίσει με έναν επαναπροσδιορισμό του προβλήματος.
Από τη μία πλευρά το Κυπριακό αποτελεί όντως πρόβλημα εισβολής-κατοχής. Τι σημαίνει, όμως, αυτό και κυρίως πως αντανακλάται στην καθημερινότητα μας; Η εισβολή και η παράνομη κατοχή των Κυπριακών εδαφών είναι αδιαμφισβήτητη. Πέρα όμως απ’ αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Κύπριοι ζουν σκλαβωμένοι, ή πως δεν είμαστε ελεύθεροι, πως τα δικαιώματα μας περιορίζονται καθημερινά και πως σαν λαός είμαστε υπό την συνεχή καταπίεση που προκύπτει από την απειλή της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας; Αν ναι, τότε ποια στοιχεία θα μπορούσε να συγκεντρώσει κανείς που να καταδεικνύουν τα πιο πάνω; Η προσωπική μου άποψη είναι πως οι νεότερες γενιές, του μεταπολέμου, ζούμε ουσιαστικά αντιλαμβανόμενοι το Κυπριακό με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από τους προγενέστερους μας. Μεγαλώσαμε σε μια χώρα μισή, που ποτέ, όμως, δεν νιώσαμε πραγματικά μισή. Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο και τον Απόστολο Αντρέα, δεν τα ξεχάσαμε ποτέ. Απλά, πολύ απλά, δεν τα γνωρίσαμε. Προσωπικά, δεν μπόρεσα ποτέ να φωνάξω για επιστροφή νιώθοντας ειλικρινά τον πόθο. Συναντάω νεαρότερους μου να παθιάζονται, να φωνάζουν για επιστροφή, για γυρισμό σε ένα μέρος όπου δεν έχουν υπάρξει ποτέ. Τι στερήθηκαν; Τι έχασαν; Τι μας έλειψε; Την ελευθερία μου, το δικαίωμα στην μάθηση, την παιδεία και την εκπαίδευση μου, δεν μου τα στέρησε ποτέ κανείς.
Γνωρίζω, φυσικά, πρόσφυγες με ειλικρινή τον πόθο για γυρισμό. Τον σέβομαι τον καημό τους. Ο χρόνος, όμως, εδραιώνει καταστάσεις, αλλάζει τα δεδομένα. Δεν επικαλούμαι ότι εκφυλίζει το συναίσθημα—τον πατριωτισμό. Απλά τ’ αλλάζει. Αλλιώς ήταν η λύση που θέλαμε το ’75 το ’78, το ’92 ή το 2004, αλλιώτικη είναι σήμερα. Η προσπάθεια δε σταματά, οι ήρωες δεν ξεχνιούνται. Η παρακαταθήκη τους είναι πως αξίζει να πολεμάει κανείς για την ελευθερία, πως αξίζει να πεθάνει κανείς γι αυτήν. Όχι πως πρέπει να μας επιστραφούν όλα όσα χάσαμε αλλιώς θα ‘ναι χαμένες οι θυσίες τους. Οι ήρωες, άλλωστε, πεθαίνουν για αξίες κι όχι για υλικά. Αν επιδιώκουμε να μας επιστραφεί η γη που χάσαμε απλά για να την κατέχουμε, τότε ο αγώνας μας για επίλυση είναι ένας αγώνας κενός νοήματος.
Διανύουμε αδιαμφισβήτητα μια περίοδο βαθιάς οικονομικής ύφεσης και πιθανότατα βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Η υπόσχεση της οικονομικής μας ανάπτυξης μέσα από την λύση του Κυπριακού προβλήματος είναι κάτι που χρησιμοποιείται συχνά στην εξωτερική μας πολιτική, για την προώθηση ιδεών προς εξεύρεση λύσης. Πρέπει να σημειώσω, όμως, επίσης, ότι στο χώρο της εσωτερικής πολιτικής αυτή η υπόσχεση, όπως και κάθε υπόσχεση που ξεκινάει με ένα «θα»—θα ξανακτίσουμε το Βαρώσι, θα αρθεί το εμπάργκο εμπορίου με την Τουρκία, θα εξορύξουμε μαζί το φυσικό αέριο—εναρμονίζεται τέλεια με, καθώς και ορίζει σημαντικά, μια διαλεκτική στο θέμα του Κυπριακού, που περισσότερο εξυπηρετεί την συντήρηση ή την προσέλκυση ψηφοφόρων παρά οτιδήποτε άλλο. Μια διαλεκτική που σε συνδυασμό με δακρύβρεχτους λόγους και φρούδες υποσχέσεις, κάθε 20ή Ιουλίου συνθέτει ένα ιδανικό εργαλείο εξυπηρέτησης ιδίων συμφερόντων κάθε πολιτικού που φιλοδοξεί για μια «καριέρα», σε ένα χώρο όπου η λέξη καριέρα δε θα έπρεπε να έχει καμία θέση. Τουλάχιστον για κάποιους, το Κυπριακό αποτελεί ακόμη ένα εργαλείο ψηφοθηρίας.
Το Κυπριακό και η λύση του δεν είναι ένας τρόπος να ξεφύγουμε από την οικονομική κρίση, ούτε ένα πρόβλημα που μας απασχολεί λόγω της εισαγωγής λαθραίων προϊόντων από τα κατεχόμενα ή της ασυλίας παράνομων μεταναστών. Δεν είναι ένα θέμα που αφορά τα ποσοστά της γης που θα επιστραφεί στους πρόσφυγες, τον αριθμό των εποίκων που θα απελαθούν, τον αριθμό των αντιπροσώπων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας στη Κυπριακή Βουλή ή την από κοινού εκμετάλλευση του φυσικού αερίου από τις δύο κοινότητες. Είναι πρώτα απ’ όλα, πολύ απλά, ένα πρόβλημα συμβίωσης δύο κοινοτήτων που έχουν πολλά περισσότερα να κερδίσουν ενωμένες σε όλους τους τομείς και όχι μόνο στον οικονομικό. Συμβίωσης δύο κοινοτήτων πολύ πιο όμοιων απ’ όσο νομίζουν ότι είναι και με περισσότερα κοινά από αυτά που νομίζουν ότι έχουν. Αυτό είναι κάτι που έχουμε ξεχάσει, ή που το βάζουμε συνήθως στην άκρη ως ένα δευτερεύον ζήτημα σε σχέση με το πρόβλημα, το οποίο απλά «εννοείται». Πολύ πριν συζητήσουμε, λοιπόν, για οτιδήποτε άλλο, προέχει το να συζητήσουμε ξανά γιατί θέλουμε μια λύση πια σαν κοινωνία και να απαριθμήσουμε τα κοινωνικά οφέλη μιας λύσης, τα οποία θα πρέπει να αποτελούν και τα κύρια κίνητρα για τον μακροχρόνιο αγώνα μας. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να εκφυλίσουμε το Κυπριακό πρόβλημα μετατρέποντας το απλά σε μια «επιχειρηματική επένδυση».
* «The reach of markets, and market oriented thinking, into aspects of life traditionally governed by nonmarket norms is one of the most significant developments of our time.»
M. Sandel, «What money can’t buy», 2012
Γράφει: Χρίστος Χατζηνικολή