Είναι πραγματικά λυπηρό ότι προκειμένου να υπάρξει μια αποτελεσματική αντίδραση εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της πολιτείας απέναντι σε ένα ακραίο κοινωνικό φαινόμενο, τον φασισμό, πρέπει ο τελευταίος να αποδείξει πρώτα το πρόσωπο του.
Ότι πρέπει, με άλλα λόγια, πρώτα να συμβεί το κακό, να χυθεί αίμα. Οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία της κοινωνίας μας, που μας προστατεύουν, είναι αυτοί που έχουν επιτρέψει στο “κτήνος” να εκδηλωθεί μέσα από τις κτηνωδίες του κι αυτό είναι τραγικό.
Η πολιτεία και οι αρχές οφείλουν να βρίσκουν τον τρόπο να βλέπουν πέρα από τους νόμους όταν οι συνθήκες και η ανάγκη το επιβάλλουν. Αντιθέτως, ολιγώρησαν. Δυστυχώς, ο Παύλος Φύσσας, αποτέλεσε το “εξιλαστήριο θύμα” των Ελληνικών αρχών (σε κάποιο βαθμό και της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης) αφού τους επέτρεψε μέσα από το θάνατο του να ξεπεράσουν τους νομικούς σκοπέλους που εμπόδιζαν την κήρυξη της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) σε παράνομη και εγκληματική οργάνωση—να λύσουν έτσι ένα πρόβλημα που πάντα υπήρχε. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα καθόλου δεν αποτελεί τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Παρόμοια περιστατικά έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν, αλλά αφορούσαν κυρίως μετανάστες ή αλλοδαπούς. Ανθρώπους που μάθαμε να τους αντιλαμβανόμαστε σαν ανθρώπους ενός κατώτερου Θεού. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει προ πολλού. Ο φασισμός δεν ξεκίνησε με το θάνατο του στις 18 του μηνός και δυστυχώς ούτε κι εκεί θα τελειώσει.
Η συνέχειά του έρχεται μέσα από πολλούς τρόπους και συνεπώς καλό είναι η πολιτεία να επαγρυπνεί. Ένας από αυτούς είναι η εφαρμογή μιας χυδαίας πρακτικής από μέρους της ΧΑ καθώς και ακόλουθών της. Αυτής του ιδεολογικού συμψηφισμού που επιχειρεί να εξομοιώσει τη λειτουργία μιας κατά τα άλλα “δημοκρατικά εκλεγμένης” οργάνωσης, τον φανατισμό που προωθεί, τις φασιστικές θηριωδίες και τα εγκλήματά της (εγκλήματα που πάντα έχουν πρόσχημα το “καλό” της πατρίδος), με τη λειτουργία και την πρακτική αντίστοιχων κομμάτων. Κομμάτων που η ΧΑ τοποθετεί στο αντίπαλο ιδεολογικό άκρο.
Μια παρόμοια πρακτική βλέπουμε να εφαρμόζεται δυστυχώς και στην Κύπρο. Και όχι μόνο από την “αδελφή” οργάνωση της ΧΑ στο νησί (το ΕΛΑΜ) αλλά και από αρκετούς ανίδεους κι επιπόλαιους που θεωρούν ορθό το να κάνουν επίθεση σε δηλώσεις στελεχών, κυρίως αριστερών κομμάτων, που καταπιάνονται με θέματα λήψης μέτρων καταπολέμησης του φασισμού στο νησί. Ανίδεους στους οποίους δυστυχώς προσφέρεται το βήμα για τη “δημοκρατική” προβολή των απόψεών τους. Δε θα σχολιάσω την απροκάλυπτη και προκλητική συμπεριφορά των ΜΜΕ, την περίεργη ιεράρχηση ειδήσεων στο ΡΙΚ, ή την πρόσκληση του προέδρου του ΕΛΑΜ στο Σίγμα. Καταπιάνομαι περισσότερο με το γεγονός ότι για μερικούς μετράει πολύ περισσότερο το ποιος είπε κάτι, παρά το τι είπε ή γιατί το είπε, καθώς και το τι συμβαίνει γενικότερα γύρω μας.
Δυστυχώς, είμαστε ένας λαός που λειτουργεί με βάση το συναίσθημα πάρα με βάση τη λογική του. Επιλέγουμε πρώτα συναισθηματικά με ποιον θα συμπαραταχθούμε και έπειτα βρίσκουμε τον τρόπο να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε το κόμμα μας, την ομάδα μας και τις απόψεις αυτών που μας αντιπροσωπεύουν. Το θέμα είναι να συνεχίσει να είναι “σωστή” η επιλογή μας. Αυτό μας ενδιαφέρει.
Προσωπικά, ποσώς με ενδιαφέρει η πιθανή “ενοχοποίηση” οποιουδήποτε κόμματος της ευρύτερης αριστεράς ως ένα ακραίο πολιτικά κόμμα. Καταπιάνομαι όμως με την αριστερά γιατί αυτήν στοχοποιεί ο ιδεολογικός συμψηφισμός. Αυτό που με ενοχλεί είναι η υπόνοια και μόνο της εξίσωσης αυτών των δύο ιδεολογιών. Μια εξίσωση μέσω της οποίας επιχειρείται η απενοχοποίηση της ακραίας εθνικιστικής ιδεολογίας που πρεσβεύουν από κοινού η ΧΑ και το ΕΛΑΜ και η οποία ξεφεύγει από το πεδίο των ιδεολογιών που κινούνται μέσα σε ένα υγιές και δημοκρατικό πολιτικό-ιδεολογικό εύρος.
Αυτή η πρακτική θίγει τη νοημοσύνη μας. Πρωτίστως, γιατί δύο κακά δεν κάνουν ένα καλό. Η κατηγοριοποίηση ενός κόμματος της αριστεράς ως ακραίο ή αντίστοιχα φασιστικό δεν εξαγνίζει τη δεξιά φασιστική ιδεολογία. Μετά, το όλο επιχείρημα είναι στην πραγματικότητα παιδαριώδες. Είναι σαν να σε ρωτάνε “γιατί αντέγραψες” και να απαντάς ότι “το κάνει κι ο διπλανός μου”. Η ανοχή μας σε τέτοια επιχειρήματα δημιουργεί χώρο για την ανάπτυξη μιας διανοητικής τρομοκρατίας. Βλέπουμε να επιχειρείται ένα ξέπλυμα μέσω της εδραίωσης της θεωρίας των δύο άκρων, που την ίδια στιγμή δίνει άλλοθι σε δολοφονικές συμπεριφορές, στη χρήση δημοκρατικών θεσμών κατά το δοκούν και που στην τελική βλάπτει τη χώρα. Κι αυτή η πολιτική βία τρέφεται από την ανοχή μας.
Η πρακτική του ιδεολογικού συμψηφισμού είναι προκλητική. Μας προκαλεί να ασχοληθούμε με αυτήν. Κι όσοι από μας εμπίπτουμε στο ολίσθημα της συμμετοχής μας σε τέτοιους διαλόγους βρίσκουμε τον εαυτό μας να υπερασπίζεται την αριστερά με τρόπο πολλές φορές παθιασμένο, ίσως χωρίς να έχουμε αποτελέσει ποτέ ένθερμοι υποστηριχτές της και χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πόσο γρήγορα αποκλίνουμε από την ουσία, πόσο ύπουλα μας καταβάλλει ένα συναίσθημα που περισσότερο συμβάλλει στην άμβλυνση της διχόνοιας που μας μαστίζει. Η αλήθεια είναι πολύ απλή: Ούτε η ευρύτερη αριστερά ούτε και κανένα από τα κόμματα του Ελληνικού και του Κυπριακού πολιτικού χώρου πρεσβεύει ιδεολογίες αντίστοιχες με αυτές της ΧΑ και του ΕΛΑΜ κι αυτές οι κλίκες δεν ανήκουν σ’ αυτόν το χώρο!
Ο κίνδυνος του ιδεολογικού συμψηφισμού δεν είναι κανένας άλλος παρά η συμμετοχή μας σε ένα διάλογο για αυτόν. Ας μην τους κάνουμε λοιπόν το χατίρι!
Υ.Γ.: Απλά να αναφέρω ότι για ακόμη μια φορά είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ότι απέναντι σε τέτοια προβλήματα η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη. Μια πρόληψη την οποία μόνο η σωστή παιδεία μπορεί να προσφέρει. Δυστυχώς, με τις πρόσφατες συζητήσεις σε σχέση με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα του υπουργείου παιδείας και την προκλητική εμπλοκή της εκκλησίας στο θέμα των Νέων Ελληνικών, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς ότι τα πράγματα μόνο αισιοδοξία δεν αποπνέουν. Αν δεν μπορούμε, όμως, να παρέχουμε στους σημερινούς μαθητές μια σωστή εκπαίδευση και τη γαλούχηση των σωστών αξιών, μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε στην αυθαίρετη και μη καθοδηγούμενη εκπαίδευσή τους μέσω του διαδικτύου. Ίσως μέσα στην πληθώρα του διαδικτυακού περιεχομένου, που ξεφεύγει απ’ τον στενό κλοιό που ορίζουν οι εκκλησίες και τα κόμματα, να πέσουν πάνω σε κανένα άρθρο σαν αυτό του Μάνου Χατζηδάκη, που γράφτηκε το 1993, λίγους μήνες πριν το θάνατό του: “Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι”.
Γράφει: Χρίστος Χατζηνικολή