Home Χρίστος Χατζηνικολή Οι παθογένειες του Κυπριακού Προβλήματος. Του Χρίστου Χατζηνικολή

Οι παθογένειες του Κυπριακού Προβλήματος. Του Χρίστου Χατζηνικολή

kipriakoxristos2


 

kipriakoxristos2

Πρόθεσή μου δεν είναι ούτε να προκαταλάβω τις επικείμενες εξελίξεις στο θέμα του Κυπριακού, ούτε να πολώσω το πολιτικό κλίμα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Αισθάνομαι, όμως, σημαντική την ανάγκη να στηλιτεύσω μερικές πτυχές του Κυπριακού προβλήματος, τις οποίες εγώ ονομάζω «παθογένειες», που καθιστούν το κυπριακό πρόβλημα μια διαχρονική αβελτερία. Αυτές διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στη μορφή του Κυπριακού προβλήματος ενώ η δεύτερη στη διάκριση ρόλων μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Η τρίτη δε, αφορά στις ευθύνες που αποπνέουν οι ρόλοι αυτοί.

Η μορφή του Κυπριακού προβλήματος

Η μορφή του Κυπριακού προβλήματος είναι ίσως η πιο σημαντική πτυχή του κι αυτό επειδή από τον λανθασμένο ορισμό της, προκύπτουν σχεδόν όλα τα προβλήματα που υποσκάπτουν τη λύση του. Αναφέρομαι, φυσικά, στη μορφή που τείνουμε να αποδίδουμε στο κυπριακό πρόβλημα και που συνοψίζεται στη λέξη «εθνικό».

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι κατηγορηματικά λανθασμένος καθώς και ανυπόστατος. Η λέξη από μόνη της μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει κάτι που αφορά αποκλειστικά ένα έθνος—ίσως έναν ήρωα, μια ομάδα, ή τον εθνικό μας ύμνο. Στην περίπτωσή μας δηλαδή, για να χαρακτηρίσει κάτι που αφορά αποκλειστικά και μόνο την Κύπρο. Το κυπριακό πρόβλημα όμως, δεν είναι εθνικό πρόβλημα. Ακριβώς όπως το Παλαιστινιακό δεν είναι μόνο πρόβλημα της Παλαιστίνης καθώς και το προσφυγικό δεν είναι πρόβλημα της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Συρίας ή, ακόμη, της Ευρώπης ολότελα. Τα προβλήματα αυτά είναι ανθρωπιστικά και συνεπώς οικουμενικά.

Τι σημαίνει αυτό και τι προκύπτει από αυτό;

Εάν ένα πρόβλημα οριστεί ως εθνικό τότε η διαχείριση του μπορεί πιο εύκολα να διέπεται από μια ωφελιμιστική προσέγγιση, που στον πυρήνα της θα έχει το συμφέρον μιας χώρας (ή ενός έθνους). Σε αντίθεση, ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα αφορά όλη την ανθρωπότητα. Συνεπώς, θέσεις που προκύπτουν από μια τέτοια αντιμετώπιση του προβλήματος, έχουν ως βάση τους θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες και την ηθική. Την ίδια στιγμή έχουν την ιδιότητα να παραμένουν διαχρονικά αμετάβλητες και εδώ έγκειται και η ουσιαστικότερη διαφορά τους. Πιο απλά, ενώ μια ωφελιμιστική θέση μπορεί να είναι και αξιακά έγκυρη, είναι δυστυχώς, ταυτόχρονα, έρμαιο των καιρών και συνεπώς μπορεί εύκολα να αλλοτριωθεί χάριν καιροσκοπισμού. Αντιθέτως, οι ανθρωπιστικές θέσεις προκύπτουν από αξιακά θεμέλια που τους επιτρέπουν να παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο.

Η διεκδίκηση των περιουσιών που παράνομα κατακτήθηκαν, η αποζημίωση των προσφύγων, η καταδίκη της παράνομης εισβολής και πολύχρονης κατοχής, η καταδίκη του εποικισμού είναι απλά παραδείγματα αξιακών διεκδικήσεων. Αντίστοιχα, η επίτευξη μιας λύσης όπου ο κάθε πολίτης της Κ.Δ. θα είναι ισότιμος πολίτης που θα απολαμβάνει όλα, ανεξαιρέτως, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες ενός ενιαίου Κυπριακού κράτους, είναι επίσης μια αξιακή διεκδίκηση. Με λίγα λόγια, οι διεκδικήσεις αυτές, αποτελούν αυτά που οφείλουμε να θέλουμε, που πάντα θα διεκδικούμε και που δεν εξαρτώνται από συγκυρίες, συμφέροντα και σκοπιμότητες. Είναι, επίσης, αυτά που οφείλει να θέλει για μας ο κάθε άνθρωπος, ξένος ή μη, καθώς θα τα ήθελε για τον εαυτό του εάν ποτέ βρισκόταν σε αντίστοιχη θέση.

Ακόμη, λιγότερο σημαντικό αλλά αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι απαλείφοντας την λέξη «εθνικό» από το κυπριακό πρόβλημα απαλείφουμε ταυτόχρονα και μια υποβόσκουσα τάση προς εθνικιστικές διακρίσεις και διαχωρισμούς. Σταματάμε να αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα ως ένα πρόβλημα δύο λαών αλλά ως ένα πρόβλημα ενός λαού. Σταματάμε να κοιτάμε απέναντι και κοιτάμε δίπλα μας. Το πρόβλημα δεν αφορά τον Ελληνοκύπριο περισσότερο από τον Τουρκοκύπριο αλλά αφορά όλους τους Κύπριους εξίσου.

Πολίτες & Πολιτικοί – Ρόλοι και Ευθύνες

Κάπου εδώ, εγείρεται όμορφα το ερώτημα του εφικτού, ιδιαίτερα σε σχέση με τη διεκδίκηση μίας λύσης ενιαίου κράτους. Δυστυχώς, η αναφορά και μόνο σε λύση «ενιαίου κράτους» προκαλεί, συνήθως, αρνητικές αντιδράσεις, ενώ συνδέεται ταυτόχρονα με το επίθετο «ανέφικτη». Η πραγματικότητα είναι πως, όντως, τώρα, το ενδεχόμενο της επίτευξης μιας τέτοιας λύσης άμεσα, ίσως να είναι απίθανο. Παρ’ όλα αυτά, για τον Κύπριο πολίτη, η εφαρμογή της συγκεκριμένης πρότασης λύσης θα πρέπει να του είναι αδιάφορη κι αυτό γιατί η λύση ενιαίου κράτους είναι μία αξιακή λύση και συνεπώς καθίσταται επιθυμητέα αντί επιθυμητή—είναι, δηλαδή, «η λύση που πρέπει να θέλουμε», ανεξάρτητα από το αν μπορεί ή όχι να υλοποιηθεί άμεσα.

Προκειμένου να γίνει αυτό ξεκάθαρο, αναλογιστείτε το ενδεχόμενο να εισέλθουμε αύριο στην πραγματικότητα μιας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), η οποία ιδανικά θα είχε και το «σωστό» περιεχόμενο (όπως αυτό ορίζεται απ’ τον καθένα) και η οποία, όπως αρκετοί θεωρούν, αποτελεί ένα πιο «εφικτό» ενδεχόμενο. Με δεδομένη, λοιπόν, μια τέτοια νέα τάξη πραγμάτων, θα παύαμε να διεκδικούμε μια βαθύτερη ενοποίηση; Κι αν ναι, πως δικαιολογείται αυτό αξιακά;

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος των πολιτών είναι να εντοπίζουν και να διεκδικούν το επιθυμητέο. Το ζήτημα της υλοποίησης του δια μέσου της πολιτικής διαπραγμάτευσης επαφίεται στους πολιτικούς, όσο δύσκολο ή «ανέφικτο» μπορεί να είναι αυτό.

Για το «εφικτό» στην πολιτική

Ας σημειωθεί εδώ πως το ανέφικτο ή εφικτό της εφαρμογής μια λύσης, καμία σχέση δεν έχει με την αξιακή της υπόσταση. Αξίζει, όμως, να δοθεί προσοχή στον όρο «εφικτό», μια που ανακύπτει πολύ συχνά στο πολιτικό προσκήνιο, ενώ η χρήση του επιτυγχάνει εύκολα την χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Πρώτιστα, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως πρόκειται για σχετικό όρο. Εκ φύσεως, είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς πως θα εξελιχθεί το μέλλον κι αφού το εφικτό αφορά ακριβώς το μέλλον τότε δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει και την έννοια του τυχαίου. Έστω, όμως, ότι δεχόμαστε πως η εμπειρία καθώς και η οξυδέρκεια ενός πολιτικού του επέτρεπε να ορίσει απόλυτα το «εφικτό» ως ένα νομοτελειακό αποτέλεσμα, το οποίο, όμως, θα ήταν παράλληλα κι ένα ανήθικο—μη αξιακό—αποτέλεσμα. Αναρωτιέμαι αν τότε θα έπρεπε να οδεύσουμε προς το «πεπρωμένο» με μια δόση μοιρολατρίας ή αν θα οφείλαμε, ούτως ή άλλως, να παραμείνουμε πιστοί στη διεκδίκηση του αξιακά ορθού, απαιτώντας περισσότερα από τους πολιτικούς μας καθώς κι από εμάς τους ίδιους.

Θα αναφερθώ εδώ, λοιπόν, σε ένα γνωστό ρητό, που αποδίδεται στον Γερμανό Όττο φον Μπίσμαρκ, το οποίο πολλοί «καλοθελητές»—καιροσκόποι επικαλούνται περιοδικά προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων, καθώς και σε μια καταπληκτική παράφρασή του από τον Σαράντο Καργάκο, η οποία ορίζει πλήρως την οπτική που πρέπει να έχει ο καθένας μας. «Η πολιτική» λέει ο Μπίσμαρκ «είναι η τέχνη του εφικτού», στο οποίο απαντάει εύστοχα ο Καργάκος με το «η πολιτική είναι η τέχνη της διεύρυνσης του εφικτού». Αυτό πρέπει—αυτό οφείλουμε—ως πολίτες να απαιτούμε από τους πολιτικούς μας. Να διευρύνουν το εφικτό. Εμείς οφείλουμε να θέλουμε και να επιλέγουμε το σωστό, το ηθικό και ας σημειωθεί επίσης ότι αυτή η επιλογή, δεν εξαντλείται δια μέσου της ψήφου! Οι πολιτικοί μας δε, οφείλουν να δουλεύουν ώστε να πετύχουν ό,τι πιο κοντά σε αυτό.

Γιατί δεν είμαστε κοντά στην λύση ακόμη;

Πολύ απλά, επειδή δεν είμαστε ακόμη σε θέση να στηρίξουμε μια λύση—μια όποια λύση, ανεξάρτητα από το τι συζητιέται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκούς προβληματισμούς αποτελούν τα πιο πάνω. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Αν η κοινωνία μας είχε σωστά αξιακά θεμέλια, πιστεύω ένθερμα ότι αυτό και μόνο θα καθιστούσε το κυπριακό πρόβλημα αμελητέο. Δυστυχώς, όμως, αναλωνόμαστε καθημερινά σε ανούσιες συζητήσεις για την διαπραγματευτική πολιτική, το πάρε-δώσε, τα ποσοστά στο ένα θέμα και στο άλλο, σε σημαντικά, ίσως, θέματα που αφορούν στην ασφάλεια ή σε ασήμαντα που αφορούν στην «από κοινού εκμετάλλευση φυσικών πόρων», αγνοώντας συνεχώς (μεθοδευμένα ίσως) την ουσία. Αυτή, δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι η κυπριακή κοινωνία στερείται αξιακής κατεύθυνσης κι αφήνεται να άγεται από τον ατομικισμό και τις συγκυρίες. Αυτό ισχύει, κυρίως, γιατί δε δώσαμε ποτέ προτεραιότητα στην παιδεία και στη καλλιέργεια μιας ειρηνικής συνείδησης, που θα μπορούσε να εδραιώσει μια διαφορετική τάξη πραγμάτων. Κοινώς, ψάχνουμε να θερίσουμε χωρίς να έχουμε σπείρει.

Ολοκληρώνω με μερικές ερωτήσεις: Γιατί σε διάρκεια 42 ετών καμία κυβέρνηση δε προσπάθησε πραγματικά να εισάγει στο αναλυτικό πρόγραμμα παιδείας το peace education και την επαναπροσέγγιση; Γιατί μιλάμε ακόμη στη γενιά του μετά-πολέμου με όρους του «Δεν ξεχνώ»; Γιατί αφήσαμε και γιατί αφήνουμε ακόμη το κυπριακό να λύνεται στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων κι όχι στα θρανία των σχολείων; Πώς τολμούν κάποιοι να λένε ότι είναι αργά για την παιδεία; Ήταν αργά όταν ναυάγησαν οι ιδέες Γκάλι, όταν απορρίφθηκε το σχέδιο Ανάν; Είναι αργά σήμερα; Κι αν ναυαγήσουν οι σημερινές συνομιλίες, θα λέμε ξανά σε άλλα 10 χρόνια από σήμερα πως είναι αργά για τη παιδεία;

Η ευθύνη της λύσης αφορά πρώτα τον πολίτη και μετά τον πολιτικό. Αφορά στην παιδεία και όχι στο συμφέρον. Αφορά στο δίκαιο, στο σωστό και ξεκινάει από εμάς! Εμείς φταίμε που δεν λύσαμε ποτέ το κυπριακό. Όσο, λοιπόν, θα περιμένουμε σωτήρες πολιτικούς να κάνουν θαύματα στο τραπέζι των συνομιλιών, όσο νομίζουμε ότι εξαντλούμε την ευθύνη μας μέσω μιας ψήφου, επενδύοντας μόνο σε ηγέτες, με τη γνωστή προσωπολατρία που μας χαρακτηρίζει, είμαστε καταδικασμένοι να βιώνουμε επανειλημμένα την απομυθοποίησή τους, που θα προκύπτει από την αποτυχία τους, την οποία πάντα θα αποδίδουν στις συγκυρίες που αφήνουμε να ορίζουν το μέλλον μας. Σαν επιβάτες σε ένα πλοίο χωρίς καπετάνιο και χωρίς προορισμό.

Γράφει:  Χρίστος Χατζηνικολή