Δεδομένων των πρόσφατων εξελίξεων στο Κυπριακό, οι πάγιες, αντίρροπες τάσεις που χαρακτηρίζουν την κοινή γνώμη και διαμορφώνουν το status quo ένθερμων πολιτικών συζητήσεων έχουν κάνει ξανά την εμφάνιση τους.
Αυτές αφορούν την επιπόλαιη προδιάθεση μας να ταχθούμε υπέρ ή κατά μίας λύσης a priori. Άλλωστε σαν λαός φύσει παρορμητικός δε θα μπορούσαμε να συμπεριφερθούμε διαφορετικά.
Αποφεύγοντας ορθολογιστικές προσεγγίσεις, λοιπόν, και αφημένοι να μας παρασύρει το ρεύμα των εντυπώσεων, αποτελεί, ήδη για πολλούς, πεποίθηση ότι εάν βρεθούμε απέναντι σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την λύση του Κυπριακού και το απορρίψουμε, την ίδια στιγμή θα αποποιούμαστε κάθε πιθανότητα για μελλοντική εξεύρεση λύσης. Μια τέτοια γνώμη ίσως να εμφανίζεται ως ιδιαίτερα γραφική, χωρίς αυτό να σημαίνει την ίδια στιγμή πως δεν αποτελεί και μια πιθανή πραγματικότητα. Μιας και μιλάμε για προδιαθέσεις, όμως, στόχος μου δεν είναι να στηλιτεύσω αυτή την ανησυχία. Αυτό που με ενδιαφέρει να εκφράσω είναι πως απόψεις θετικά προσκείμενες προς την λύση έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να εμφανίζονται ενώ βρισκόμαστε ακόμη σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο.
Η καλλιέργεια ενός κλίματος με αύρα θετική προς τη λύση είναι πρόδηλη, ίσως και καθόλου τυχαία και σ’ αυτό έχουν συνεισφέρει η στήριξη του ΑΚΕΛ στο κοινό ανακοινωθέν, η θετική χροιά της παρουσίασης του θέματος από τα ΜΜΕ, και κυρίως η απρόσμενη στήριξη της εκκλησίας, μέσω του αρχιεπισκόπου, στους χειρισμούς της κυβέρνησης. Με λίγα λόγια φαίνεται πως μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου καθώς και η εκκλησία συναινούν προς μια λύση. Αλλά γιατί τώρα; Ποιες συγκυρίες οδήγησαν στο να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην δημιουργία του από κοινού ενδιαφέροντος για την εξεύρεση λύσης;
Από την σκοπιά του εξωτερικού κλοιού έχουμε την Αμερική και την προσπάθειά της να σταθεροποιήσει την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου καθώς και να αυξήσει την επιρροή της. Παράλληλα, το Ισραήλ, για προφανείς λόγους συνδεδεμένους με την ύπαρξη συμφέροντος μέσα από την εξόρυξη φυσικού αερίου (Φ.Α.), επιδιώκει την εξομάλυνση των σχέσεων του με την Τουρκία μέσω της λύσης. Η από κοινού εκμετάλλευση του Φ.Α. αποτελεί, φυσικά, κίνητρο για εξεύρεση λύσης και για τις δύο κοινότητες του νησιού. Κατά τη γνώμη μου, όμως, κύριο κίνητρο για την λύση αποτελεί το ενδεχόμενο εξόδου από την οικονομική κρίση.
Το τελευταίο αποτελεί και τη βάση μιας ανησυχίας που καλλιεργεί η ανάγκη μας να διατηρήσουμε σταθερό το βιοτικό επίπεδο που έχουμε συνηθίσει, σε συνδυασμό με την άρνηση μας να αποδεχθούμε την αλλαγή. Αυτή αφορά την πιθανότητα η λύση να μας επιβληθεί κι εμείς, όχι απλά να την αποδεχτούμε αλλά, “να την αρπάξουμε από τα μαλλιά”. Με άλλα λόγια, ότι θα κάνουμε ό,τι μας πουν γιατί “δεν μας παίρνει αλλιώς”, ή πως θα πουλήσουμε την Κύπρο για να συνεχίσουμε να ζούμε όπως μάθαμε. Η αλήθεια είναι πως τέτοιες ανησυχίες στερούνται νοήματος. Αν η ύπαρξη συμφέροντος οποιασδήποτε μορφής είναι κάτι που σε μερικούς μοιάζει με έναν “ανήθικο” λόγο για να λυθεί το Κυπριακό, ότι δηλαδή στη βάση της η λύση θα πρέπει να αφορά την αδικία που μας επιβλήθηκε και το ότι το Κυπριακό αποτελεί πρόβλημα εισβολής-κατοχής, τότε κατά την γνώμη μου αυτοί οι άνθρωποι αιθεροβατούν.
Το Κυπριακό αποτελεί όντως πρόβλημα εισβολής-κατοχής, αλλά η επίλυση του δεν ξεκινάει κι ούτε θα βρεθεί στην βάση αυτής της πραγματικότητας. Αντίθετα, η ύπαρξη αμοιβαίου συμφέροντος, μεταξύ των δύο κοινοτήτων, καθώς και μεταξύ της Κύπρου και χωρών με δυνατότητα επιρροής στο θέμα της λύσης, είναι αυτό που συνθέτει το ιδανικό σκηνικό για να λυθεί το Κυπριακό. Αν βρισκόμαστε όντως κοντά σε μια λύση, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο γιατί υπάρχει αυτό το αμοιβαίο συμφέρον. Το να πιστεύει κανείς το αντίθετο, δηλαδή πως ανεξάρτητα από τις συγκυρίες εμείς πρέπει να λειτουργούμε με γνώμονα την επιβολή του δικαίου, την επιστροφή αυτών που δικαιωματικά μας ανήκουν, την εδραίωση της αντίληψης ότι στην Κύπρο έχουν καταπατηθεί και συνεχίζουν να καταπατούνται ανθρώπινα δικαιώματα με την παράνομη εισβολή και κατοχή, αποτελεί ουτοπία. Οφείλουμε, επίσης, να αναλογιστούμε πως οι συγκυρίες για τη σύσταση ενός παρόμοιου σκηνικού στο μέλλον μοιάζουν ιδιαίτερα δύσκολες. Ας μη ξεχνάμε πως όλο αυτό ξεκίνησε με πρωτοβουλίες της Υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, κα. Νουλάντ, κάτι που σίγουρα δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα της “δεινής” μας εξωτερικής πολιτικής.
Θεωρώ, λοιπόν, πως μπορεί εύκολα να εντοπίσει κανείς μια υγιή ανησυχία πίσω από την πιθανότητα η ευκαιρία αυτή να αποτελεί την τελευταία μας για να λύσουμε ένα πρόβλημα το οποίο ο χρόνος, σιγά-σιγά, εδραιώνει σαν μια αμετάβλητη κατάσταση—40 χρόνια είναι ήδη πάρα πολλά. Ενώ, όμως, βρίσκω ευχάριστο το γεγονός ότι υπάρχει ήδη μια θετική αύρα απέναντι στο ενδεχόμενο της λύσης, θεωρώ πως οφείλουμε να τιθασεύσουμε τις ανησυχίες μας για μια πιθανή αποτυχία των διαπραγματεύσεων και να συνεχίσουμε να δρούμε ορθολογικά. Αυτό δεν νομίζω πως το πράττουμε στο βαθμό που πρέπει.
Με ενοχλεί ιδιαίτερα, για παράδειγμα, το γεγονός ότι πολλοί γνωστοί μου, των οποίων την κρίση εκτιμώ, ή άνθρωποι τα κείμενα των οποίων διαβάζω, όπως δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές, επικροτούν τη στάση της εκκλησίας, αφού αυτή συνάδει με τη δική τους θετική στάση απέναντι στη λύση. Είμαι πεπεισμένος πως στην αντίθετη περίπτωση θα κατέκριναν τη στάση του αρχιεπισκόπου, ενός ανθρώπου με αμφίβολη κατάρτιση σε σχέση με το θέμα, και θα παρότρυναν όλους να λειτουργήσουν με νηφαλιότητα και μακριά από τις αβάσιμες επιταγές της εκκλησιάς. Προσωπικά, το γεγονός ότι αυτή η θετική στάση, έστω και στον ελάχιστο βαθμό, προκύπτει από τις δηλώσεις του αρχιεπισκόπου και από τη συγκατάθεση της εκκλησιάς με στεναχωρεί, ενώ το ότι οι δηλώσεις του αρχιεπισκόπου έχουν δεχτεί τόση προβολή ώστε να αποτελούν πρώτη είδηση με ενοχλεί, μου προκαλεί ανησυχία, έως και ντροπή.
Η προσωπική μου γνώμη είναι πως οι θέσεις τις εκκλησίας δεν πρέπει να αφορούν πολιτικά ζητήματα. Πολιτεία και θρησκεία καλά κάνουν να είναι διαχωρισμένες, ενώ η συμβουλευτική λειτουργία της εκκλησίας οφείλει να περιορίζεται μόνο σε θέματα που αφορούν πνευματικά ζητήματα και τίποτα περισσότερο.
Τέλος, αν κάτι οφείλει να ταλαιπωρεί το μυαλό μας σε αυτή τη φάση, δεδομένων ακριβώς των θετικών εξελίξεων σε σχέση με τη λύση, αυτό θα πρέπει να είναι η ύπαρξη ή όχι ετοιμότητας να την αποδεχθούμε και να την στηρίξουμε, ώστε αυτή να καταστεί βιώσιμη. Είναι αλήθεια πως οι συγκυρίες μάς βρίσκουν να ωθούμαστε προς μια λύση λόγω ανάγκης, αντί αυτή να προκύπτει ως μια φυσική εξέλιξη. Την χρειαζόμαστε περισσότερο από άλλοτε και χάριν της ανάγκης μας αυτής ίσως και να εθελοτυφλούμε απέναντι στο γεγονός ότι είμαστε ανέτοιμοι να την υποστηρίξουμε. Αναφέρω, για παράδειγμα, πως ακριβώς λόγω της κρίσης ο ακραίος εθνικός φανατισμός έχει κερδίσει αρκετούς οπαδούς πρόσφατα, ενώ όσον αφορά την ικανότητα μας να συμβιώσουμε με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αρκεί κανείς να παρακολουθήσει τις θέσεις που διατυπώνει ο Μάριος Αντωνίου, ειδικός σε εκπαιδευτικά θέματα που αφορούν το peace education, στην συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στο cyprusnews.eu, υπό το πρίσμα του προγράμματος Voices & Echoes, για να καταλάβει πόσο λίγα έχουμε κάνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Για να υπάρξει, λοιπόν, σύμπλευση μεταξύ αυτής της θετικά διακείμενης διάθεσης προς εξεύρεση λύσης και νηφάλιας πολιτικής κρίσης, κράτος και πολιτεία οφείλουν να δράσουν με κατάλληλο τρόπο προκειμένου να εξομαλύνουν προβλήματα που ενδεχομένως να προκύψουν εξαιτίας της πιθανής έλλειψης ετοιμότητας που επικρατεί για να υποστηριχθεί αυτή η λύση. Πρέπει όλοι μας να γνωρίζουμε πως η επανένωση του νησιού δεν θα επιτευχθεί μέσω της υπογραφής διμερών συμφωνιών και της κατοχύρωσης και εφαρμογής του αποτελέσματος ενός δημοψηφίσματος. Αυτά θα είναι μόνο η αρχή. Η πραγματική λύση θα προκύψει μέσα από την ομαλή συμβίωση μας. Μια συμβίωση που θα στερείται διακρίσεων και θα στηρίζεται στον αλληλοσεβασμό. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση.
Γράφει: Χρίστος Χατζηνικολή