Home Χρίστος Χατζηνικολή Σύναψη συμφωνιών ίσον σύναψη συμμαχιών, του Χρίστου Χατζηνικολή

Σύναψη συμφωνιών ίσον σύναψη συμμαχιών, του Χρίστου Χατζηνικολή

Christofias POUTIN66668

Η σύναψη ενός νέου δανείου με την Ρωσία ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την κάλυψη των άμεσων δημοσιονομικών μας αναγκών,


βρίσκεται τις τελευταίες μέρες στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος. Μερίδα της αντιπολίτευσης έχει εκφράσει την αντίθεση της με την προσπάθεια αυτή της κυβέρνησης, έχοντας τοποθετηθεί εναντίον της επιδίωξης οικονομικής βοήθειας από την Μόσχα, ειδικά αν πρόκειται για δάνειο με ίδιο επιτόκιο καθώς και ίδια περίοδο αποπληρωμής με ένα αντίστοιχο δάνειο που θα μπορούσε να μας παρέχει η Τρόικα.

Πρέπει αρχικά να αναφέρω ότι δεν είμαι υποστηρικτής της παρούσας κυβέρνησης, με τους χειρισμούς της οποίας, καθώς και πιο συγκεκριμένα με αυτούς του προέδρου, έχω πολλές φορές διαφωνήσει. Παράλληλα, θεωρώ πως η κυβέρνηση έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την τάξη πραγμάτων που χαρακτηρίζει την κυπριακή οικονομία σήμερα. Την ίδια στιγμή, θέση μου είναι πως καμία μορφή αντιπολίτευσης δε μπορεί να θεωρείται σκληρή ή ανεπιθύμητη. Θεωρώ, όμως, πως μερικές φορές η έκφραση αντιθέσεων γίνεται ανεύθυνα, ή παραπλανητικά, και  συνεπώς  μπορεί να καταστεί επιζήμια.

Οι θέσεις περί αποφυγής σύναψης συμφωνίας δανείου με την Ρωσία δεν με βρίσκουν καθόλου σύμφωνο. Τις θεωρώ, αν μη τι άλλο, αβάσιμες. Η κυνικότητα της αντιμετώπισης μου προκύπτει πρωτίστως από το ότι προφανώς και η κυβέρνηση δε θα προτιμήσει να συνάψει μια συμφωνία δανείου χωρίς να εξασφαλίσει καλύτερες προϋποθέσεις για την παροχή του, αντί ενός αντίστοιχου δανείου που θα μπορούσε να μας παρέχει η Τρόικα—μέσω του ΔΝΤ. Παράλληλα, όμως, οφείλουμε να εξετάσουμε και τις διαφορές της εξασφάλισης ενός δανείου από την Μόσχα αντί ενός από την Τρόικα σε σχέση με τον τρόπο επίδρασής τους στην κυπριακή οικονομία. Αυτές θεωρώ πως επικεντρώνονται κυρίως στον τρόπο παροχής του δανείου. Σε αντίθεση με ένα δάνειο από την Τρόικα το οποίο, όπως μπορούμε πολύ εύκολα να παραδειγματιστούμε από τον τρόπο που λειτούργησε και λειτουργεί η Τρόικα στην Ελλάδα, πιθανότατα θα μας δοθεί με την μορφή εκταμίευσης δόσεων και με τη προϋπόθεση ότι θα φέρουμε εις πέρας τις απαιτήσεις των Τροϊκανών μέσα στα στενά περιθώρια που οι ίδιοι θα ορίσουν, το δάνειο από την Ρωσία θα μας παρασχεθεί ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα πετύχουμε σύντομα να σουλουπώσουμε τα δημοσιονομικά μας προβλήματα. Συνεπώς, η σύναψη ενός νέου Ρώσικου δανείου μπορεί να εξασφαλίσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, το σταθερό της κυπριακής οικονομίας, εξοστρακίζοντας έτσι την αβεβαιότητα των καταθετών καθώς και των επενδυτών για το άμεσο μέλλον της οικονομίας του τόπου, σε συνδυασμό φυσικά με τον παράλληλο δανεισμό ύψους 8 δισεκατομμυρίων από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που θα χρησιμοποιηθεί για ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών. Τη θέση αυτή έρχεται να ενισχύσει το γεγονός ότι παρουσιάστηκε άνοδος του ΓΔΤ στο ΧΑΚ, καθώς και στις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής, μία μέρα μετά τις δηλώσεις του κ. Χριστοφίδη σε σχέση με την ημίωρη συνομιλία του κ. Χριστόφια με τον κ. Πούτιν, που εικάζεται πως τροφοδότησαν την αγορά με αισιοδοξία.

Απορώ συνεπώς με τη στάση αυτή μερίδας της αντιπολίτευσης, ειδικά δεδομένης της έλλειψης ουσιαστικών επιχειρημάτων υποστήριξης της. Κάποιοι εξέφρασαν την θέση ότι θα ήταν αντιδεοντολογικό να επιδιώξουμε ένα δάνειο η εξόφλησή του οποίου θα γίνει μέσω χρημάτων που θα προέλθουν από την Ε.Ε., υπονοώντας ότι η Κύπρος δεν θα πρέπει να καταστεί αγωγός εκροής χρημάτων εκτός της ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή, όμως, που αυτό ίσως να επιφέρει την δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων εταίρων μας δεν παύει να αποτελεί την πιο συμφέρουσα, κατά την γνώμη μου, λύση στα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Ιδίως δεδομένης της αδιαλλαξίας της Γερμανίας να αλλάξει πολιτική τροχιά, παρ’ όλες τις πολύπλευρες πιέσεις που δέχεται, προς μια πιο ουσιαστική ένωση, αδυνατώ να υποστηρίξω μια θέση που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα μιας διχασμένης Ευρώπης δύο ταχυτήτων. Μια τέτοια επιλογή από μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας δε μπορεί να στηριχθεί απλά στην προσχηματική θέση περί δεοντολογίας που προανέφερα, κυρίως δεδομένου του ότι τη βάση αυτής της δεοντολογίας δε φαίνεται να την συμμερίζονται οι εταίροι μας. Με απλά λόγια, γιατί να μην επιδιώξουμε με την ίδια ιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει τη στάση των Γερμανών—ή των Άγγλων που ποτέ δεν επιδίωξαν να ενσωματωθούν στην ζώνη του ευρώ—την πιο συμφέρουσα επιλογή για τον τόπο μας;

Ίσως στο μυαλό αρκετών να κυριαρχεί η ανησυχία, έχοντας στην βάση της την έλλειψη εμπιστοσύνης στον κρατικό μηχανισμό. Με άλλα λόγια, ίσως πολλοί να θεωρούν ότι μπορεί να είμαστε ανίκανοι να διορθώσουμε τα δημοσιονομικά μας προβλήματα δια μέσου της απλής καθοδήγησης μας από τη Τρόικα, και να προτιμούν το καθεστώς του “βούρδουλα” που θα επέβαλλαν οι Τροϊκανοί, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία μας να αποκλίνουμε από τις δεσμεύσεις μας, αν παίρναμε το δάνειο από αυτούς. Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο θεωρώ πως τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας ούτως ή άλλως. Από την άλλη, η ανησυχία περί ανταλλαγμάτων που ίσως να ζητήσουν οι Ρώσοι για την παροχή του δανείου δε μπορεί να αγνοηθεί.

Είναι φυσικά λογικό οι προϋποθέσεις για την σύναψη αυτού του δανείου να έρθουν να εξυπηρετήσουν ρωσικά συμφέροντα στην Μεσόγειο. Αυτά μπορεί να αφορούν:

α) την παραχώρηση μιας ναυτικής βάσης στο νησί—με τη προϋπόθεση ότι η χρήση της θα εξυπηρετεί μόνο επισκευές καθώς και ανεφοδιασμό του ρωσικού στόλου, αλλιώς υπάρχει η πιθανότητα διατάραξης του ήδη φορτισμένου κλίματος στην περιοχή, καθώς και των σχέσεων του νησιού με τα κύρια μέλη της Ε.Ε., ενώ σίγουρα οι Αμερικανοί δε θα δουν με καλό μάτι την παραχώρηση της βάσης στο νησί, για ευνόητους λόγους—ως υποκατάστατο του Ταρτούς στην Συρία, δεδομένης της αναταραχής στην περιοχή (όπως υποστηρίζει πρόσφατη δημοσίευση του Stratfor). Η Μόσχα άλλωστε ψάχνει εδώ και καιρό την ευκαιρία να κάνει την έξοδο της προς την Μεσόγειο αποσκοπώντας να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της καθώς και την επιρροή της στην περιοχή. Παράλληλα, καθώς το καθεστώς του Ασάντ φαίνεται να οδηγείται σε μια πιθανή ανατροπή, και δεδομένου του ότι αποτελεί τον τελευταίο σύμμαχο της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή, η προηγούμενη θέση περί ισχυροποίησης συμφέροντος ίσως να μπορεί να διατυπωθεί και με την μορφή της διατήρησης συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

β) Για τους ίδιους λόγους δεν αποκλείεται η Μόσχα να ζητήσει όπως τύχει ευνοϊκότερων χειρισμών σε σχέση με σύναψη διμερούς συμφωνίας εκμετάλλευσης φυσικών πόρων στην κυπριακή ΑΟΖ. 

Η ικανοποίηση οποιασδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις δε θα με έβρισκε καθόλου αντίθετο, δεδομένου φυσικά ότι δεν θα τις ικανοποιήσουμε αφιλοκερδώς και με την μορφή της απλής παραχώρησης δικαιωμάτων.  Ιδιαίτερα σε σχέση με τη πρώτη προϋπόθεση—την παραχώρηση μιας ναυτικής βάσης—η οποία θα μπορούσε ίσως να ικανοποιηθεί μέσω της σύναψης μιας μακροχρόνιας συμφωνίας χαμηλής ενοικίασης με τη Μόσχα, εξασφαλίζοντας έτσι και την αντίστοιχα μακροχρόνια παρουσία των Ρώσικων δυνάμεων στο νησί. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο για να θίξω το ότι η επιδίωξη τέτοιων οικονομικών δραστηριοτήτων, είτε έχουν τη μορφή επένδυσης είτε αυτήν του δανεισμού από μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχουν επιπρόσθετα να μας προσφέρουν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.

Αποτελούμε μέρος ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου, παγκοσμιοποιημένου, πολυπολικού σκηνικού, του οποίου καταλύτης είναι το συμφέρον. Οι ισορροπίες είναι εύθραυστες, ενώ η οικονομική κρίση που μαστίζει την εποχή που διανύουμε κάνει επιτακτική την ανάγκη για λεπτή διαχείριση των θεμάτων που αφορούν την εξωτερική πολιτική της χώρας μας, καθώς και για ευέλικτη και διπλωματική πολιτική γενικά, και εξηγώ. Μία χώρα όπως η Κύπρος, με μικρή  γεωπολιτική επιρροή και καθόλου αυτάρκης, δε μπορεί παρά απλώς να αντιδρά στις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις ασκώντας, κυρίως, μια εξωτερική πολιτική που πολλές φορές στερείται οράματος. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δε πρέπει να μας εμποδίζει να δρούμε δημιουργικά συνάπτοντας σχέσεις μέσω συνεργασιών και στη βάση αμοιβαίων συμφερόντων, που μπορούν πρωτίστως να εξασφαλίσουν την ακεραιότητα της εθνικής μας κυριαρχίας, και σε δεύτερη φάση να βοηθήσουν στην εκτόνωσή της οικονομικής κρίσης που μαστίζει το νησί.

Απτό παράδειγμα αποτελεί η σύναψη συμφωνίας για την εξόρυξη φυσικού αερίου από κοινού με το Ισραήλ και μέσω της Noble Energy.  Μια συμφωνία που στην ουσία αναγκάζει τους Ισραηλινούς—και  ίσως σε κάποιο βαθμό τους Αμερικανούς μέσω της Noble energy—να προστατεύσουν το νησί μας από τις απειλές της Τουρκίας, προστατεύοντας παράλληλα τα δικά τους συμφέροντα. Οι Ρώσοι, και αυτό είναι ευρέως γνωστό, έχουν επενδύσει εδώ και καιρό—έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990—τεράστια ποσά στην κυπριακή οικονομία, κυρίως λόγω του χαμηλού μας εταιρικού φόρου. Παράλληλα, στη Λεμεσό εδρεύουν ήδη δύο ρώσικα σχολεία, δύο εφημερίδες και ένας ραδιοφωνικός σταθμός, ενώ λειτουργεί στο νησί και ρωσική τράπεζα. Η ύπαρξη ρωσικού συμφέροντος στο νησί μας αποτελεί ήδη ασπίδα για την οικονομία μας, ενώ η σύναψη δανείου με τους Ρώσους θα συμβάλει στην ισχυροποίηση αυτού του  συμφέροντος. Στη βάση αυτή θα μπορέσουμε να δομήσουμε μια αγαστή συνεργασία με την Ρωσική πρωτεύουσα και να προωθήσουμε από κοινού αμοιβαία συμφέροντα.

Συνεπώς, καθόλου τυχαίες δεν θεωρώ τις πρόσφατες δηλώσεις της Μόσχας σε σχέση με το ότι η Λευκωσία παραμένει ο μόνος δεσμός της ρωσικής πρωτεύουσας με την Ε.Ε. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως η στροφή προς την Μόσχα είναι κάτι που έχει ήδη προταθεί στο πρόσφατο παρελθόν από Ευρωπαίους εταίρους μας—συγκεκριμένα από τους κυρίους Σαρκοζί και Μπερλουσκόνι—και συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί καινοτομία, ή πρόκληση, από μέρους της Κύπρου.  Επιπρόσθετα, η στάση αυτή των Ευρωπαίων εταίρων μας δεν είναι καθόλου τυχαία εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Ρωσία αποτελεί τον σημαντικότερο προμηθευτή ενέργειας της Ε.Ε.

Την ίδια ώρα, και σε σχέση με την τάξη πραγμάτων που αφορά τις σχέσεις των γειτονικών μας κρατών, η Αμερική έχει την πρόθεση να αναθερμάνει τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ. Αυτή η πρόθεση των Αμερικανών είναι πιθανόν να κάνει ακόμα πιο δύσκολη την διαχείριση της εξωτερικής μας πολιτικής. Παράλληλα, όμως, ίσως να συμβάλει θετικά προς την εκτόνωση των εντάσεων στην περιοχή. Παρ’ όλα αυτά η εμπλοκή της Αμερικής κάθε άλλο παρά με αδιαφορία ή εφησυχασμό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Όπως και να ‘χει, χρειάζεται να δράσουμε επιφυλακτικά,  με ιδιαίτερη προσοχή και κυρίως με λεπτότητα, ούτως ώστε να μην διαταράξουμε τις ήδη υπάρχουσες συμμαχίες και προκειμένου να εξασφαλίσουμε καινούριες.

Εν κατακλείδι, οι ραγδαίες μεταβολές στο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό καθώς και η αποδυνάμωση του κυριότερου μας συμμάχου, της Ελλάδας, υπονοεί την αδήριτη ανάγκη για σύναψη πολύπλευρων συμμαχιών από μέρους μας. Κι αυτές μπορούν να δομηθούν μόνο στη βάση αμοιβαίου συμφέροντος καθώς και μέσω συγκροτημένης, και κυρίως σταθερής πολιτικής. Με στήριξη στην κυβέρνηση όταν γίνονται σωστές κινήσεις, με εποικοδομητική αντιπολίτευση, και μακρυά από μικροπολιτικούς διαπληκτισμούς. Χρειάζονται χειρισμοί ακροβατικής δεξιοτεχνίας στην εξωτερική μας διπλωματία και ενότητα στον εσωτερικό πολιτικό χώρο. Το προσεχές μέλλον διαγράφεται ως ιδιαίτερα αβέβαιο. Ο προβληματισμός σε σχέση με τη σύναψη πολύπλευρων συμμαχιών κάθε μορφής είναι επιτακτικός. Καλό είναι, λοιπόν, να προσέχουμε τι λέμε και να περιορίσουμε τις προεκλογικές διενέξεις μακρυά από αντιπαραθέσεις που είναι πιθανόν να βλάψουν την οικονομία μας, καθώς και τις επιδιώξεις μας στην εξωτερική μας πολιτική. 

 

Γράφει: Χρίστος Χατζηνικολή