Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο ζωντανός θρύλος του ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού και της τέχνης, η ζώσα Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, ο παγκόσμιος καλλιτέχνης και αγωνιστής που άφησε όσο λίγοι τη σφραγίδα του στον κόσμο του 20ου αιώνα, αποχαιρέτησε πρόσφατα το λαό που αγάπησε και ύμνησε. Τούτο το λαό που με τη σειρά του τον λάτρεψε σαν αρχαιοελληνικό θεό. .
Ήταν ένας αποχαιρετισμός ενός ανθρώπου που βαδίζει πάντοτε με το κεφάλι ψηλά. Ακόμα και στο θάνατο. Με το χαρακτηριστικό, δωρικό του ύφος. Όπως αυτός θα ήθελε. Με τη συμμετοχή σε μια συναυλία. Ως μαέστρος σε μια ορχήστρα. Όπως έζησε. Τις ώρες που ανυψώθηκε όσο ψηλότερα μπορούσε. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, θαρρώ, είναι το μέχρι που μπορεί να φτάσει. Ετούτο τον καταξιώνει. Η ώρα του ψηλότερου άλματος! Και όχι η ώρα που θα κοιμηθεί, θα πιει νερό ή θα φάει.
Αποχαιρέτησε και με ένα κείμενο. Το οποίο κλείνει με το συνταρακτικό «δεν μπορώ να σας καλέσω στην κηδεία μου». Με θάρρος λέει ότι «με το χάρο είμαστε πλέον φίλοι». Αποτύπωμα της ανδρείας του ανδρός, με ύφος καθαρά “Θεοδωρακικό”, με στωικότητα, κείμενο λίγο πολιτικό, λίγο καλλιτεχνικό.
Νιώθω την ανάγκη μια εμπειρία να την πω. Δεν θα γράψω σήμερα για το Μίκη, το έργο του, την προσφορά και το μέγεθος του. Γράφτηκαν τόσα πολλά. Κυρίως από τον ίδιο. Κυρίως μέσα από το έργο του. Δεν θα είχε νόημα. Θέλω όμως να δώσω μια προσωπική μαρτυρία που νομίζω αξίζει να καταγραφεί.
Στο παρελθόν είχα μιλήσει αρκετές φορές με το Μίκη τηλεφωνικά. Δεν ξέρω πόσο αυτό είναι γνωστό, αλλά ο Μίκης Θεοδωράκης έχει ένα πικρό παράπονο. Θεωρεί, και νομίζω πως έτσι είναι, ότι μόνο περίπου ένα ποσοστό του έργου του είναι γνωστό στο πλατύ κοινό. Συμφωνικά έργα, όπερες, έργα για μπαλέτο, εκατοντάδες τραγούδια- αριστουργήματα, επισκιάζονται από τις ανευμεγέθιστες επιτυχίες του. Ήθελε να ακουστεί ολόκληρο το έργο του.
Όταν λοιπόν πριν μερικούς μήνες βρέθηκα στην Αθήνα για το συνέδριο του Economist, ζήτησα να τον δω. Θα ήταν μακάβριο να πω για μια τελευταία φορά. Για μια μετάληψη περισσότερο από ένα άνθρωπο που επηρέασε την ψυχοσύνθεσή μου, την αισθητική μου (πράγμα κρίσιμο για κάθε άνθρωπο και δυστυχώς φοβερά υποτιμημένο), τον τρόπο σκέψης, την ιστορική μου προσέγγιση, τα μουσικά μου ακούσματα, τα πρότυπα της ζωής μου, όσο πολύ λίγοι άνθρωποι. Η διαδικασία ιδιαίτερα δύσκολη. Δεν έβλεπε κόσμο εδώ και καιρό. Για λόγους υγείας.
Επικοινωνία με τη γραμματέα του: “Άστε να δούμε…”, “άστε να δούμε…” έφτασα με τούτα και με τ’ άλλα στην Αθήνα. Πέρασε και η πρώτη μέρα. Έκανα μια τελευταία προσπάθεια: “Θέλω να του πείτε απλά ποιος είμαι. Ότι τηλεφώνησα. Φεύγω Σάββατο πρωί. Θέλω και κάτι να του δώσω. Αν δεν μπορεί καταλαβαίνω. Απλά πείτε του το. Ευχαριστώ.”
Την επόμενη μέρα το πρωί κτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Γραμματέας του Μίκη. “Ο κ. Θεοδωράκης λέει αν μπορείτε να είστε εδώ στις πέντε. Αργά το απόγευμα μπορεί”. “Μα βέβαια, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα! Θα είμαι εκεί!”. Υπάρχει ένα αίσθημα απύθμενης ευφορίας, όταν κάτι πολύ σημαντικό πρόκειται να συμβεί, το ξέρετε όλοι. Αποφοιτήσεις, γάμοι, γεννητούρια, ραντεβουδάκι με το αγαπημένο πρόσωπο; Αυτό το συναίσθημα είχα. Ως τις 4 που πήρα το ταξί να ανέβω κάτω από την Ακρόπολη, στο σπίτι του Μίκυ. Στις 4 ένα κόμπος στην κοιλιά. Τι θα πω; Τι θα μου πει; Φαντάζομαι για πολύ λίγο… 20- 30 λεπτά. Πρέπει να είμαι συγκεκριμένος. Πήρα μαζί ένα βιβλίο: Το Χρονικό της τραγωδίας της Κύπρου. Ήξερα είναι κομμάτι της ιστορίας της δικής του. Έγραψα μια αφιέρωση.
Μπήκα στο ταξί. Στο ταξί θυμήθηκα την πρώτη μας συνάντηση. Το Μίκη Θεοδωράκη τον γνώρισα στα 80χρονά του για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά από κοντά. Γιατί ο καλλιτέχνης εκθέτει τη ζωή του καθημερινά στο κοινό. Την ξεγυμνώνει και μπορείς να την αγγίξεις. Όταν δε, μιλούμε για τον άνθρωπο που καθόρισε τι είναι ελληνικός χαρακτήρας στη νεοελληνική μουσική, για τον άνθρωπο που υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους συνθέτες, αυτή η γνωριμία με το κοινό είναι πολύ πιο άμεση. Με ένα τρόπο ο Μίκης είναι κομμάτι της συνείδησης όλων μας.
Βρισκόταν λοιπόν ο Μίκης για μια τιμητική συναυλία στην Κύπρο με διοργανωτή το ΑΚΕΛ. Θυμάμαι ήταν μια ιστορική συναυλία στην παρουσία δώδεκα χιλιάδων ανθρώπων που τον αποθέωσαν και τραγούδησαν με σπάνιο πάθος τα τραγούδια του. Σαν απαγγελία ενός μυστικού όρκου που τους συνέδεε με ένα ηρωικό παρελθόν, σαν ένα όρκο για το μέλλον, σαν μια θεία κοινωνία στην οποία μεταλάμβαναν το «είναι» και το «ποιόν» του πολιτισμού τους. Αυτογνωσία. Αυτοσυνειδητοποίηση. Αυτοκαθορισμός. Μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη.
Όντας στην Κύπρο λοιπόν ζήτησε να καταθέσει στεφάνι στον τάφο του ήρωα Τσικουρή. Ο Τσικουρής υπήρξε θύμα του αντιδικτατορικού αγώνα. Γνωστός του Μίκη. Σύμβολο μεταξύ άλλων των κοινών αγώνων Ελλάδας- Κύπρου. Της Δημοκρατίας. Της Ελευθερίας. Της Αριστεράς.
Εγώ τότε ήμουν στην ΕΔΟΝ και επειδή το μνημείο Τσικουρή είναι στο πάρκο απέναντι από το τέρμα της Ανδροκλέους, όπου ήταν τα γραφεία της ΕΔΟΝ, επειδή οι εκδηλώσεις για τον Τσικουρή διοργανώνονταν από την ΕΔΟΝ, μας ανάθεσαν αυτή την ευθύνη.
Εμφανίστηκε στα μαύρα ντυμένος. Ψηλός, επιβλητικός. Περπατούσε σχεδόν υποβασταζόμενος. Εκδώσαμε τότε μια λιτή ανακοίνωση αλλά μαζεύτηκε πλήθος κόσμου. Κατάθεσε το στεφάνι. Πήρε το λόγο. Δυο λόγια για τη θυσία του Τσικουρή. Ξεκίνησε να μιλά. Ήθελα να δακρύσω. Ήθελα να φωνάξω. Ήθελα να σηκώσω τη γροθιά. Φούσκωσε το στήθος μου και χόρευαν όλες οι αισθήσεις και οι μνήμες. Πάνω από όλα ήθελα να πάω και να του φιλήσω το χέρι. Ένας άνθρωπος που προκαλεί δέος, ενθουσιάζει, συνεπαίρνει, εμπνέει, συγκινεί, προβληματίζει, προκαλεί ευφορία, συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, τη λαλιά μας με τη μουσική, την ποίηση με το λαό.
Έφτασα στην οικία Θεοδωράκη πιο νωρίς. Φωτογράφησα το σπίτι. Δεν είναι αρχοντικό. Αλλά κατάλαβα αμέσως γιατί το διάλεξε. Κάτω από την Ακρόπολη. Το πόσο το περιβάλλον, ο περιβάλλοντας χώρος, επηρεάζει ένα δημιουργό το κατάλαβα όταν για πρώτη φορά στάθηκα έξω από το σπίτι του Ρίτσου στην Μονεμβασιά. Μπήκα στην Καστρούπολη. Ανέβηκα τα δρομάκια. Έφτασα έξω από το σπίτι του Ρίτσου. Έστρεψα τη ματιά προς το απέραντο γαλαζοπράσινο πέλαγο… “Τι άλλο από ποιητής θα μπορούσε να γίνει ένας άνθρωπος που μεγαλώνει σε τούτο εδώ το σπίτι;” αναρωτήθηκα. Πού αλλού θα μπορούσε να ζήσει ο υμνητής του ελληνικού, ο λάτρης του ελληνικού λαού, αυτός που οριοθέτησε τι είναι ελληνική τέχνη στο σύγχρονο κόσμο, αν όχι κάτω από την Ακρόπολη; Να την βλέπει συνεχώς. Να διαλέγεται μαζί της. Να μιλά με την υπεραιωνόβια ιστορία. Την οικουμενική ιστορία. Να της δίνει αναφορά. Να κάνουν μαζί τον απολογισμό. Να αντλεί δύναμη.
Στον τοίχο του σπιτιού ένα γκράφιτι. Ένα στίχος από το Στρατή Τσίρκα. “Σαν αηδόνια βουβά και περίλυπα οι ποιητές σου”. Δεν ξέρω αν αυτός που το έγραψε ήξερε σε ποιον τοίχο έγραφε τούτ εδώ τα λόγια ή όχι. Τυχαία ή όχι, κάποιος έβαλε τη σφραγίδα της Ελλάδας του σήμερα, στην είσοδο του σπιτιού του Μίκη.
Ανέβηκα τη σκάλα. Κτύπησα το κουδούνι. Ταχυπαλμία. Θα μπορούσα να πιω δυο- τρεις γουλιές νερό τώρα. Άνοιξε μια κυρία σε ρόλο οικονόμου. Μπορεί και να ήταν και η γραμματέας, δεν κατάλαβα. “Πρέπει να βάλετε μάσκα. Είναι εύθραυστη η υγεία του”. Έβαλα μια μάσκα για τα μικρόβια. “Θα ανεβείτε πάνω στο δεύτερο όροφο με το ανσανσέρ”. Ένα εξωτερικό ανσανσέρ που εμφανώς τοποθετήθηκε πρόσφατα. Μπήκα μέσα στο ανσανσέρ. Πάτησα το κουμπάκι. Πήρα βαθειά ανάσα. Έφτασε. Βγήκα.
Κοίταξα τη γυάλινη πόρτα. Ο Μίκης καθόταν μόνος σε ένα δωμάτιο με πολλά βιβλία. Με χαμηλό φωτισμό. Στο τραπεζάκι μπροστά λίγα δισκάκια και χαρτιά. Έβλεπε τηλεόραση αλλάζοντας κάθε τόσο κανάλια και με ένα σαρδόνιο ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο. Μια κουβέρτα καλύπτει τα πόδια σου. Ακόμη και καθήμενος φαντάζει ψηλός. Η άσπρη κόμη του πλούσια, σαν χαίτη αλόγου, θα διανύσουν μαζί όλη την απόσταση πάνω στη γης. Αριστερά του, ακριβώς απέναντι μου όπως κοντοστάθηκα, από το παράθυρο, λουσμένη σε ένα φως που χαμήλωνε, έλαμπε η Ακρόπολη.
Άνοιξα την πόρτα. Μπήκα μέσα. Περίμενα να υπάρχουν και άλλοι στο δωμάτιο. Δεν υπήρχε κανένας. Συστήθηκα. Με κοίταζε εξεταστικά. Δεν μίλησε. Εξήγησα ποιος είμαι. Έδωσα το βιβλίο που έφερα πεσκέσι. Το πήρε και στην αρχή το ζύγισε με τα χέρια του. Το μετροφύλλησε αφηρημένα. Άνοιξε στην πρώτη σελίδα, διάβασε την αφιέρωση. Συλλογίστηκε για μερικές στιγμές. Για να πω την αλήθεια ανησύχησα. Μήπως δεν έχει ιδέα ποιος είμαι, δεν με θυμήθηκε; Βαριέται; Δεν έχει όρεξη; Το γήρας ουκ έρχεται μόνο;
Χαμογέλασε. “Ωραία έκδοση αλλά βάλατε βαρετό χαρτί. Δυσκολεύει την ανάγνωση το βάρος. Ωραίο εξώφυλλο. Θυμάμαι την πρώτη έκδοση. Θυμάσαι την κουβέντα που κάναμε για τη σημασία της διατήρησης της μνήμης στην Κύπρο;”. Αργότερα τη θυμήθηκα. Τότε τα ξέχασα όλα.
Δεν ήταν εικοσάλεπτη τελικά η κουβέντα. Πέρασε τις δύο ώρες. Οι δυο μας. Χείμμαρος. Χείμμαρος ορμητικός. Άνοιξε το στόμα του. Και εκείνο το μισοσκότεινο δωμάτιο, με το χαμηλό φωτισμό, γέμισε ξαφνικά από την παρουσία του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και του Καβάφη. Του Αναγνωστάκη και του Λειβαδίτη. Για πότε ήρθε στην κουβέντα μας ο Άρης Βελουχιώτης, οι αντάρτες του ΕΑΜ, οι δωσίλογοι, η κατοχή και η πείνα; Στρογγυλοκάθισαν στη συνέχεια μαζί μας ο Καραμανλής, ο Γ.Παπανδρέου, ο Λαμπράκης, ο Πέτρουλας ο Κύρκος, ο Ζαχαριάδης, οι κρατούμενοι του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Η Χούντα, ο Αντρέας ο Λεντάκης, ο Τσικουρής, χιλιάδες κρατούμενοι, βασανισμένοι και οι άλλοι, οι βασανιστές. Για πότε έγινε το δωμάτιο ολόκληρη Κύπρος; Με τη φλογισμένη αγία Τηλλυρία, το καμένο προεδρικό, θάνατους και φωτιές, μαυροφορεμένες μάνες και τσαντήρια; Πως συνέδραμαν τούτο το μαγεμένο ταξίδι στην ιστορία με τα λεγόμενα τους διά στόματος Μίκη, ο Μακάριος, ο Εζεκίας Παπαιωάννου, ο Σαμψών, ο Δώνης ο Χριστοφίνης, ο Λυσσαρίδης και τόσοι άλλοι;
Πως γέμισε τόσες μελωδίες τούτο το μικρό δωμάτιο με το εκκλησιαστικό φως κάτω από την Ακρόπολη με τόσο Χατζιδάκι, τόσο Τσιτσάνη, Μαρία Φαραντούρη, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Κακογιάννη; Πως έγινε πύλη για τον κόσμο, με τον ερχομό του Πάμπλο Νερούδα, του Αλιέντε, του Λόρκα, το Παρίσι του ’70, την Παλαιστίνη, τη Σερβία, ολόκληρη τη Λατινική Αμερική;
Κυρίως όμως γέμισε το δωμάτιο Μίκη! Όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά. Η ιστορία του Άξιον Εστί. Η παρουσίαση του έργου στην Κύπρο. Η συναυλία στην Κύπρο μετά το ’74. Η παρουσία μετά τους βομβαρδισμούς στην Τηλλυρία. Οι συναυλίες στο εξωτερικό.
Τέλος, εκείνη η αίθουσα του λυκόφωτος, έγινε αίθουσα του καλύτερου πανεπιστημίου με αναλύσεις γεωστρατηγικής, φυσικών πόρων, κυπριακού, ελλαδοτουρκικών σχέσεων. Ελλάδος υπό την Τρόικα. Κυριαρχίας του ελληνικού λαού. Ορισμού και περιεχομένου εθνικής ανεξαρτησίας και ανόθευτης ελευθερίας. Ιμπεριαλισμού και επεκτατισμού.
Ροδάνι η γλώσσα, τα χέρια να αιωρούνται σαν σπαθιά σε αδιάκοπη μάχη, η ματιά να καίει σαν λάβα πυρούμενη, και όταν κουραζόταν να στρέφει το κεφάλι λοξά, να βλέπει την Ακρόπολη, σαν να και λαμβάνει μια μυστηριακή δύναμη και συνεχίζει. Μίλησα πολύ λίγο. Κυρίως ρώτησα. Σε μια ιεροτελεστία όπου ανακαλείται ένα ένδοξο παρελθόν και σκιαγραφείται ένα ελπιδοφόρο μέλλον, είναι έλλειψη σεβασμού οι πολλές ομιλίες.
Κατανόησα εκείνη την ημέρα γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης είναι το πρότυπο ενός ανθρώπου που είναι πλήρης. Δεν είναι μόνο ότι πολλοί φιλόσοφοι ανέλυσαν πως ένας άνθρωπος μέσα από την τέχνη μπορεί να φτάσει στο ψηλότερο επίπεδο τελείωσης. Ούτε γιατί τόσοι άλλοι υποστήριξαν ότι ο αγώνας για ένα καλύτερο μέλλον είναι το αλατοπίπερο της ζωής. Ότι ο λαός κινεί τα νήματα της ιστορίας και πρωταγωνιστές όσοι πορεύονται μαζί του. Μπροστά του. Ότι ευλογημένος ο άνθρωπος που αγαπά και αγαπιέται τόσο πολύ από το λαό. Ότι το σημαντικότερο για ένα άνθρωπο που θέλει η ζωή του να αξίζει είναι να σφραγίσει την πατρίδα και το λαό του με την παρουσία και την προσφορά του. Όχι μόνο γιατί εξήγησαν τόσοι σοφοί ότι υπέρτατη καταξίωση είναι να αφήσεις το παγκόσμιο αποτύπωμά σου.
Είναι γιατί υπέρτερο όλων τούτων είναι ένα: να ισχύουν όλα τούτα μαζί. Η αποθέωση. Η πληρότητα. Το τέλειο ή σχεδόν το τέλειο. Το μέτρο του ανθρωπίνου άλματος όπως το οραματίστηκε ο Καζαντζάκης. Το μέτρο του άλματος. Το ύψος του ανθρώπινου στόχου. Η ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
Έκατσα και θυμήθηκα και αναλογίζομαι τούτα όλα εδώ, τα μοιράζομαι μαζί σου αγαπητέ αναγνώστη, τώρα που τα εφήμερα, επίκαιρα και πολλά μπορούν να περιμένουν.
Ως μια ένδειξη τιμής στο Μίκη. Σαν μια εσωτερική ανάγκη από ένα κομμάτι της ψυχής που φέρει ούτως ή άλλως τη σφραγίδα του. Ιστορία, πολιτισμός, τέχνη, ανθρωπισμός, αγώνας, μουσική, πολιτική, προσφορά στο λαό, στην κοινωνία, αξιοπρέπεια, λευτεριά, δικαιοσύνη, αυτογνωσία, αγάπη, έρωτας, αδελφοσύνη, αλληλεγγύη… Τι πιο ωραίο, πιο όμορφο, πιο ολοκληρωμένο μπορεί δηλαδή να είμαστε;
Παραπλανητικός ο τίτλος αγαπητέ αναγνώστη. Δεν ήταν μια μέρα με το Μίκη. Δεν μπορεί να είναι μια μέρα με το Μίκη. Με το Μίκη είναι μια μέρα και μια ολάκερη ζωή. Με τη μουσική και το όραμα που αγαπήσαμε.
Μια ζωή δώρο. Το δώρο μιας ζωής.
Άξιος εστί!
- Γράφει: Χρίστος Χριστοφίδης
- Ημερομηνία Πρώτης Δημοσίευσης: 20 Αυγούστου 2017