«Να μιλήσω για ήρωες…»
Αντί Εισαγωγής
Το 2001 έζησα μια από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής μου. Μετά από μια οδυνηρή συναισθηματικά διαδικασία λήψης αίματος, πληροφοριών, εκταφών, ενημερωθήκαμε ότι ανευρέθηκαν τα οστά του πατέρα μου, Χριστάκη Σάββα Χριστοφίδη, στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης, κοντά στο χώρο που θεωρούσαμε ότι είχε ταφεί. Ακολούθησε η ενημέρωση στο ανθρωπολογικό εργαστήρι, με το σκελετό ξαπλωμένο στο τραπέζι και τον εξοικειωμένο ανθρωπολόγο να κραδαίνει πότε το κεφάλι πότε το πόδι («εδώ τα χαμηλά φρύδια, σου έμοιαζε, εδώ το τραύμα του ΄64, εδώ το θανατηφόρο του ΄74») σε σημείο που παραλίγο να λιποθυμήσουμε όλοι. Μετά, η καθαρκτική διαδικασία της κηδείας. Σε μια κασιούα τα άλυτα ρούχα και παπούτσια, σε ένα σακουλάκι τα τέσσερα σφαιρίδια που βρέθηκαν στο χώμα μετά που έλυσε το σώμα, η κυπριακή και η ελληνική σημαία που σκέπαζαν το φέρετρο. Και έξω της πόρτας.
Γράφοντας τον επικήδειο τότε, πέρασα μια δύσκολη εσωτερική δοκιμασία, τι να πω και τι να γράψω. Πολύ πιο δύσκολη δοκιμασία πέρασα τα τελευταία χρόνια όταν φίλοι, γνωστοί, άνθρωποι που θέλουν κάποιο που τους νιώθει, μου ζήτησαν να πω λίγα λόγια στην κηδεία του δικού τους, που μετά από τόσα χρόνια επιστρέφει σε μια κασιούα…
Σπάνια δημοσίευσα κείμενο επικήδειου, το θεωρούσα πάντα κάτι προσωπικό, για το χώρο μόνο της εκκλησίας. Τώρα, ίσως ωριμότερος, νιώθω ότι, συνοψίζοντας όλους αυτούς τους επικήδειους, επιτελώ ένα χρέος έναντι αυτών που επιστρέφουν στις κασιούες, έναντι και στα άγνωστα θύματα του ΄74, αυτούς που έμειναν πίσω. Σε αυτούς που επέστρεψαν, αυτούς που θα επιστρέψουν και αυτούς που δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Σε αυτούς που έφυγαν χωρίς να μάθουν, σε αυτούς που έμαθαν και έμειναν με την απορία, σε αυτούς που δεν θα μάθουν ποτέ…
Λίγα δευτερόλεπτα παρουσίας στην Ιστορία
Η κηδεία των οστών ενός ήρωα είναι πρώτιστα αναγνώριση. Αναγνώριση της θυσίας του. Λίγα λεπτά ή έστω δευτερόλεπτα παρουσίας στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Είναι ταυτόχρονα λίγο βάλσαμο στις πληγές της οικογένειας. Η ικανοποίηση μιας αξιοπρεπούς κηδείας, «να ησυχάσει ο νεκρός». Η μερική έστω διακρίβωση της τύχης ησυχάζει τις οικογένειες των αγνοουμένων και πεσόντων που βασανίστηκαν και βασανίζονται καθημερινά από το μεγαλύτερο μαρτύριο των τελευταίων χρόνων: το μαρτύριο του να περιμένεις χωρίς να ξέρεις. Να γίνεσαι έρμαιο πληροφοριών, ψιθύρων και διαδόσεων. Θύμα εκμετάλλευσης από αγνώστους αλλά και επώνυμους που θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους. Να μην ξέρεις τι σου ξημερώνει η αυριανή μέρα.
Να μιλήσω για ήρωες- Το λαμπρόν τζει που πέφτει κάφκει…
40 χρόνια είναι πολλά ήρωα Αντρέα, Μιχάλη, Χριστάκη, Κώστα, Ανώνυμε ήρωα. Σαράντα χρόνια προσμονής και κακουχιών. Το λαμπρόν τζει που πέφτει κάφκει. Τζείνος που δεν τα ζει δύσκολα μπορεί να καταλάβει.
Να μιλήσω για τον ήρωα Αντρέα, Μιχάλη, Χριστάκη, Κώστα, τον Ανώνυμο ήρωα.
Γράφει ο Σεφέρης στον Τελευταίο Σταθμό: «Να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης που έφυγε μ΄ ανοιχτές πληγές από το νοσοκομείο ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία, ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»
Στα σκοτεινά προχωρούν Αντρέα, Μιχάλη, Χριστάκη, Κώστα, Ανώνυμε ήρωα, όπως στα σκοτεινά σταλθήκατε και σεις στο μέτωπο της μάχης . Στα σκοτεινά. Εκεί που βρίσκεσαι και εσύ εδώ και 40 χρόνια, στο σκότος της ιστορίας. Εκεί που πιθανόν μαζί με τόσους πραγματικούς ήρωες θα βρίσκεσαι και από αύριο. Ίσως δεν θα σας γράψει κανένας βιβλίο, κανένας «ιστορικός» δεν δικαιώσει τη θυσία σας, μπορεί αύριο να αλλάξει και η πραγματικότητα για να μην ξυπνούν για κάποιους οι ερινύες, ούτως ή άλλως η αναφορά στη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή που έζησε ο τόπος μας εδώ και αιώνες θεωρείται ήδη λιγάκι ντεμοντέ! Μπανάλ!
Να μιλήσω για ήρωες.
Η Θέκλα. Η μάνα. Η σιηράτη. Μόνη με ένα βρέφος στα χέρια, να παλεύει χρόνια και χρόνια να κρατηθεί, να μεγαλώσει το παιδί της, το παιδί του Αντρέα της, να το κάμει Άνθρωπο στην κοινωνία, να προσπαθεί να επιβιώσει, εκείνη και το παιδί της και να ανεβαίνει κάθε μέρα το γολγοθά. Κάθε μέρα. Σαράντα χρόνια ανάφκουν μέσα σου λαμπρά. Σε ούλλες τις χαρές, σε ούλλες τις λύπες, τις δοκιμασίες να είσαι μόνη σου. Κάποτε με τη στήριξη κάποτε με τον οίκτο του κόσμου.
Να μιλήσω για ήρωες. Ο Μάριος. Το παιδί που μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Που δεν ένιωσε το πατρικό χάδι. Μόνος να σταθεί στα πόδια του μόνος του να παλέψει. Το ορφανό. Κάποτε το ορφανό συναφέρνεται μειωτικά, κάποτε με οίκτο. Ποιος σας ζήτησε τον οίκτο σας κύριοι; Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Αν έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε, έχει λάθος. Ανώνυμοι μεν, αλλά εδώ! Με δύο παιδιά και μια άξια σύζυγο. Χωρίς όμως το πατρικό φιλί σε λύπες και χαρές.
Να μιλήσω για ήρωες. Η Κατερίνα. Το παιδί που μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Που δεν ένιωσε το πατρικό χάδι. Μόνη να σταθεί στα πόδια της μόνη της να παλέψει. Το ορφανό. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Αν έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε, έχει λάθος. Ανώνυμοι αλλά εδώ! Με δύο λεβέντες και ένα άξιο σύζυγο. Χωρίς όμως το πατρικό φιλί σε λύπες και χαρές. Ένιωθες όμως είμαι σίγουρος Κατερίνα τόσα χρόνια μια αόρατη, αλλά υπαρκτή στοργή. Γράφει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης στο ποίημά του, «Στα στέφανα της Κόρης του»:
«Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί
Κατά την τελετή του μυστηρίου
Δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της
Μπήκε απ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
Πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
Το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
Και τον αφήκανε στην ησυχία του
Τελειώνει ο γάμος και να χαίρεστε τα στέφανα
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
Καθένας στο αυτοκίνητό του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει και αυτός
Στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
Παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.»
Αόρατη παρουσία και μια ηρωίδα κόρη που στερήθηκε τον πατέρα στα σημαντικότερά της χρόνια.
Η κυρά Σοφία. Η μάνα. Να περιμένει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, νέα για το σπλάχνο της, τον αγαπημένο της γιο. Να αγνοεί τη χαρά της ζωής μέχρι το τέλος της ζωής της, Πάσκα μπαίνει Πάσκα φκαίνει, γάμοι και χαρές, γιατί πάντα κάποιος λείπει. Σιηφτή τζαι λιγομίλητη. Να μιλά στο παιδί της με στίχους γραμμένους τις νύχτες του αβάσταχτου πόνου και να μην βρίσκει αναπαμό. Και να ανεβαίνει κάθε μέρα το γολγοθά. Κάθε μέρα. Χρόνια και χρόνια ανάφκουν μέσα σου λαμπρά. Σε ούλλες τις χαρές, σε ούλλες τις λύπες, τις δοκιμασίες. Κάποτε με τη στήριξη κάποτε με τον οίκτο του κόσμου. Και την ώρα τούτη του αποχαιρετισμού, να μην είσαι εδώ να πεις στο γιο σου τα λόγια, τους στίχους που του έγραφες για τούτη την ώρα την μαύρη, για τούτη την ώρα τη στερνή.
Να μιλήσω για ήρωες. Ο πατέρας ο Παύλος. Τόσοι και τόσοι κόποι, να αναγιώσει τα παιθκιά του, να γίνουν άνθρωποι στην κοινωνία, τον ένα τον έχασε στην καλύτερη φάση της ζωής του. Άδικα των αδίκων. Το απουσιολόγιο γράφει δυστυχώς «απών» την κρίσιμη τούτη ώρα.
Να μιλήσω για ήρωες. Τα αδέλφια σου, η Άννα, η Θέκλα, ο Τάκης. Μεγάλωσαν προόδευσαν στην κοινωνία, με το αίσθημα στη χαρά και στη λύπη, εκείνο το ημιτελές. Εκείνο το ημιτελές γιατί πάντοτε κάτι λείπει. Κάποιος λείπει. Μείναμε με τις φωτογραφίες.
Γράφει ο Μόντης και είναι σαν να βλέπουμε μπροστά μας αυτές τις φωτογραφίες που σήμερα κοσμούν τα φέρετρα:
«Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς
για να βγει το διαβατήριό τους
τότε που θα ‘φευγαν για σπουδές.
Πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της μάνας τους,
πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,
τα χέρια της γυναίκας τους,
νάν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;
Πού να φανταζόντουσαν να μην έβαζαν τουλάχιστο
έτσι στραβά το σκουφί να επιτείνει,
να μη χαμογελούσαν αυτό το χαμόγελο
να επιτείνει;»
Και εάν επέστρεφαν;
Κάποτε σκέφτομαι Αντρέα, Μιχάλη, Χριστάκη, Κώστα, Ανώνυμε ήρωα, αν όντως αύριο επιστρέψει ένας αγνοούμενος μας πίσω, από σαράντα χρόνια αιχμαλωσίας, τι πραγματικά θα του πούμε; Ότι ενώ ο ίδιος απάντησε παρόν στο πιο σημαντικό κάλεσμα της πατρίδας, οι πλείστοι από εμάς δηλώνουμε απών από όλες τις μικρές και μεγάλες μάχες; Ακόμη και τις πιο απλές; Ότι εσύ θυσίασες για τις αρχές σου ότι πολυτιμότερο είχες αλλά εμείς έχουμε νέες αρχές και ιδεολογία, τον καναπέ;
«Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσες του ο Ονήσιλλος, -γράφει ο Παντελής Μηχανικός- , να μας κεντρίσουν, να μας ξυπνήσουν, να μας φέρουν ένα μήνυμα. Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος και όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα, χωρίς τίποτα να νιώσουμε». Δέκα χρόνια… Σαράντα χρόνια…
Τι να σου πούμε;
Ότι εσύ θυσιάστηκες, αλλά τώρα πέρασαν αυτά, τώρα είναι ο καθένας για τον εαυτό του; Ότι περιμένουμε ακόμα 40 χρόνια να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση; Ότι το κυπριακό είναι ακόμα άλυτο και η θυσία σου αδικαίωτη; Ότι η ιστορία γράφεται πλέον ανάποδα και προδομένοι και προδότες έγιναν ένα; Ότι αποκτήσαμε εσχάτως και νέους αφεντάδες;
Να μιλήσω για ήρωες. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Στο καλό ήρωα Αντρέα, Μιχάλη, Χριστάκη, Κώστα, Ανώνυμε ήρωα. «Ας μη βρέξει ποτέ το σύννεφον, και ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριον που σας σκεπάζει». Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Αθάνατος ήρωες στις καρδιές μας. Αιωνία σου η μνήμη!
Υ.Γ.: «Κανεί ήρωες σε τούτον τον τόπο. Τα εγκλήματά τους εγεμώσαν τον τόπο ήρωες. Δεν θέλουμε άλλους ήρωες. Θέλουμε τον άντρα μας, το γιο μας, τον παπά μας, τον αρφό μας, το λεβέντη μας…». Οι συγγενείς…
Γράφει: Χρίστος Χριστοφίδης