Τα Λύμπια βρίσκονται ακριβώς δίπλα από την πράσινη γραμμή και λίγο μετά από αυτή μπορεί κανείς να δει σχεδόν καθαρά τα πρώτα σπίτια του χωριού Λουρουτζίνα.
Το χωριό αυτό επειδή είναι σε απόσταση αναπνοής από τα Λύμπια, πάντα κυριαρχεί στην κουβέντα των κατοίκων των Λυμπιών. Είτε γιατί κάποιοι από αυτούς έζησαν πριν τον πόλεμο και ξέρουν πως είναι η περιοχή δίπλα μας, είτε επειδή στην ουσία πλανιέται μεταξύ μας ως ” χωριό φάντασμα”.
Εγώ γεννημένη στις αρχές τις δεκαετίας του 90’ όπως είναι φυσικό δεν έχω καμιά ανάμνηση από το γειτονικό χωριό. Παρόλα αυτά, η Λουρουτζίνα είναι έντονα στο νου μου ως αστείο ή έστω ως κωμικοτραγικό γεγονός. Ο παππούς μου βλέπετε (πάνε 10 χρόνια που μας έχει αφήσει) πριν φύγει, υπέφερε τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την νόσο του Αλτσχάιμερ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έντονη απώλεια μνήμης που συχνά τον οδηγούσε στο να φωνάζει όλα τα γνωστά του άτομα ως “Λουρουτζιάτες” δηλαδή ως κατοίκους-φίλους που μας γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί ποιοι ακριβώς είμαστε.
Ο παππούς έφυγε χωρίς να δεί την Λουρουτζίνα όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί. Ακόμη και όταν τα οδοφράγματα άνοιξαν λίγοι γνώρισαν το χωριό δίπλα μας, καθώς για να φτάσεις εκεί πρέπει στην ουσία να κάνεις τον γύρο της πράσινης γραμμής (1 ώρα +) για να πας κάπου που αν μπορούσαμε να πάμε από τα Λύμπια θα ήταν 3-4 λεπτά. Πολλοί μάλιστα πίστευαν (όπως και εγώ) ότι το διπλανό χωριό είναι ακατοίκητο και αν βρίσκονται κάποιοι εκεί, είναι λόγω του Τούρκικου στρατού.
Λίγα χρόνια πριν, τυχαία είχα την χαρά να γνωρίσω ένα Τ/κ νεαρό φίλο τον Ibrahim, ο οποίος παρόλο το νεαρό της ηλικίας του μιλά ελληνικά. Όχι πολύ καλά αλλά μιλά κυπριακά με βαριά διάλεκτο. “Του τα έχει μάθει ο παππούς του…” είπε περήφανος (αχ αυτοί οι παππούδες σκέφτομαι εγώ).
Έτσι λοιπόν, επάνω στην συζήτηση των ρωτάω από πού είναι. Μου απαντά αδιάφορα από την Λουρουτζίνα. Σταματάω για λίγο και τον ρωτάω ξανά “μένεις εκεί ή απλά κατάγεσαι από την Λουρουτζίνα;” Μου εξηγεί ότι είναι μόνιμος κάτοικος και, μένει εκεί μαζί με την οικογένεια του και σχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα τον πρώτο «γείτονα» μου από την Λουρουτζίνα.
Μετέπειτα τον είδα αρκετές φορές και πάντα με ρωτούσε πότε θα πάω στο χωριό του. Του εξηγώ ότι δεν έχω πάει ποτέ και τον γνωρίζω στους γονείς μου οι οποίοι αποφασίζουν να επισκεφτούμε επιτέλους την τόσο κοντινή αλλά και παράλληλα μακρινή Λουρουτζίνα.
Φύγαμε από τα Λύμπια το πρωί της Κυριακής και κατευθυνθήκαμε προς το οδόφραγμα του ΑΓ. Δομετίου και αμέσως μετά ξανά προς τα Λύμπια. Αυτή την φορά από την πλευρά της Λουρουτζίνας…
Στο δρόμο ανακαλύπτουμε πως το χωρίο στις ταμπέλες δεν αναγράφεται ως Λουρουτζίνα αλλά ως Akıncılar. Ο δρόμος οδηγεί πλέον με βεβαιότητα σε μια σχεδόν αποκλεισμένη περιοχή.
Βλέπουμε τα πρώτα σπίτια. Παλιά με έντονα στοιχεία της δεκαετίας του 1950-60. Προσπαθώ να πάρω τηλέφωνο τον Τ/κ φίλο Ibrahim και ξανφικά στο δρόμο ένας άλλος Τ/κ που με άπταιστα Ελληνικά μας καλωσορίζει και ξεκινά να αναθεματίζει όσους φανατικούς και από τις δύο πλευρές μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Μεγάλη η χαρά του όταν του είπαμε ότι είμαστε από τα Λύμπια. Επιμένει να μας κεράσει καφέ αλλά του λέμε ότι μας περιμένουν.
Βρίσκουμε το Ibrahim και αμέσως μας γνωρίζει την φιλόξενη οικογένεια του. Ο πατέρας του επίσης μιλάει ελληνικά και μας εξηγεί οτι γνωρίζει όλους τους «χωρκανούς του από τα Λύμπια». Έρχονται κι άλλοι εκεί. Ενας γέρος 80 ετών, ένας ξάδελφος τριαντάρης και μια θεία πενηντάρα. Όλοι μιλάνε Ελληνικά. Άλλοι πολύ καλά και άλλοι σπαστά. Αλλά θέλουν έντονα να επικοινωνήσουν μαζί μας.
Το κεντρικό χωριό λίγο καλύτερο αλλά και πάλι με την έντονη αίσθηση ότι όλα είναι σταματημένα σε μια άλλη εποχή. Μας εξηγούν οτι πλέον μένουν 500 κάτοικοι, ενώ παλιά πριν το 1974, ήταν σχεδόν 3000 χιλιάδες. Βλέπετε ο Ντενκτάς είχε δώσει σε αρκετούς Λουρουτζιάτες σπίτια στην Λύση και πολλοί έφυγαν μαζικά. Όσοι έμειναν κράτησαν την γη τους και προσπαθούν μέχρι σήμερα να ζήσουμε σχεδόν στο αποκλεισμό. Δύσκολο να πας στο υπόλοιπο κατεχόμενο μέρος αλλά και στην ελεύθερη πλευρά.
Ο πατέρας μου ο οποίος διατηρεί αρκετές μνήμες από την εποχή πριν το 1974, ψάχνει τον Τ/κ που διατηρούσε παλιά το σινεμά στην Λουρουτζίνα. Η οικογένεια μας επίσης διατηρούσε τον κινηματογράφο στα Λύμπια και πολλές φορές είχαν συνεργαστεί με τον συγκεκριμένο Τ/κ στην προβολή ταινιών. Μαθαίνουμε από τους υπόλοιπους Λουρουτζιάτες ότι ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου πολύ γέρος όπως είναι φυσικό, κατοικεί και αυτός στην Λύση, άρα δύσκολο να τον βρούμε.
Η περιήγηση μας στο χωριό κατάληξε στην γραμμή που σταματά ο δικός τους δρόμος προς τα Λύμπια. Όλα απέναντι φαίνονται ξεκάθαρα. Μας χωρίζουν οι στρατοί, «δικός τους», «ο δικός μας», τα Ηνωμένα Έθνη και η ανύπαρκτη γραμμή.
Πλέον η Λουρουτζίνα δεν είναι το χωριό φάντασμα, υπάρχει δίπλα μας και είναι δύσκολο να διαχειριστούμε το γεγονός ότι κάνουμε τόσο δρόμο για να πάμε ακριβώς απέναντι μας. Είναι δύσκολο να βλέπεις ανθρώπους στην απομόνωση και να μας ζητούν να κάνουμε κάτι. Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι την ζωή μας την διακυβεύονται ανύπαρκτα τείχη, έθνη, το “εσείς” και “εμείς”…
Η θετική σκέψη από την ημέρα αυτή ήταν το γεγονός ότι ΑΝ ζούσαμε μαζί, Λύμπια-Λουρουτζίνα θα ήταν μια περιοχή, ένα χωρίο. Αλλά όλα αυτά αφημένα στο ΑΝ.
Γράφει: Χριστιάνα Μανώλη