Από… ρύθμιση
Αυτό… ρύθμιση
Αυτό… καταστροφή
Η αναδοχή της έκδοσης κεφαλαίου της Λαϊκής Τράπεζας από το κράτος σηματοδότησε μια νέα εποχή για την Κυπριακή Οικονομία.
Μια εποχή στην οποία κεντρικό σημείο είναι η παραδοχή ότι η αγορά δεν αυτορυθμίζεται, δεν μπορεί να λειτουργήσει υπό το καθεστώς πλήρους αναρχίας.
Η πορεία που ακολούθησε η τράπεζα δεν μπορεί απλά και μόνο να αποδοθεί σε ατομικές ευθύνες. Σε ατομικό επίπεδο, οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν λάβει επιχειρηματικές αποφάσεις, κάτω από συγκεκριμένο σκεπτικό το οποίο εκ του αποτελέσματος έχει κριθεί εσφαλμένο ενώ ταυτόχρονα η εποπτική αρχή ενώ είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει αρνητικά αυτές τις αποφάσεις και να καλέσει τα ιδρύματα σε επαρκή μέτρα το έπραξε πλημμελώς.
Ωστόσο, αυτή η λειτουργία δεν είναι το όλο αλλά το μερικό. Διότι το όλο έγκειται στην ευρύτερη πολιτική κατεύθυνση που έχει δοθεί στο τραπεζικό σύστημα αλλά και ευρύτερα στην οικονομία. Την πολιτική της απορρύθμισης, την αφαίρεσης δυνατότητας επαρκούς ελέγχου από το κράτος και εν τέλει τη φιλοσοφία της αυτορύθμισης των αγορών.
Αν συμφωνήσουμε ότι αυτό το πρόβλημα είναι κυρίαρχο συστατικό της κρίσης του τραπεζικού τομέα τότε οι λύσεις που θα επιδιώξουμε να βρούμε θα αντιμετωπίζουν γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος.
Θα σημειώσω ότι κατά την παρούσα κρίση υπήρχε εποπτικό πλαίσιο το οποίο δεν τηρήθηκε. Όχι μόνο γιατί υπήρξε παράλειψη αλλά θα υποστηρίξω ότι αυτό συνέβη γιατί το επέβαλλαν οι συνθήκες, όχι τυχαία αλλά δεν θα συνέβαινε διαφορετικά. Εάν το πλαίσιο στο οποίο έχουν λειτουργήσει τα τραπεζικά ιδρύματα τα αναγκάζει να κινηθούν με μόνο λογική την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους, οι πολιτικές επιλογές δεν μπορεί να είναι διαφορετικές.
Βεβαίως και θα επενδύσουν για παράδειγμα στα ελληνικά ομόλογα γιατί πολύ απλά το κριτήριο επιλογής είναι αν η απόδοση τους θα συμφέρει στη κερδοφορία του ιδρύματος. Αυτό που λείπει από την εξίσωση είναι η κατεύθυνση που δίνεται στη λειτουργία των τραπεζικών ιδρυμάτων. Αυτή η κατεύθυνση δεν περιέχει το στοιχείο της εξυπηρέτησης των αναγκών της κοινωνίας και της οικονομίας ευρύτερα. Δεν λαμβάνονται δηλαδή αποφάσεις για να ενισχυθεί το κοινωνικό σύνολο αλλά για να κερδοφορει το εκάστοτε ίδρυμα.
Κάποιος βέβαια μπορεί να υποστηρίξει ότι οι τράπεζες είναι μετοχικά ιδρύματα και ενεργούν ως τέτοια και δεν μπορούν να θέτουν το παράγοντα κοινωνικό σύνολο στην εξίσωση. Ευθύνη έχουν απέναντι στους μετόχους τους και ενεργούν με βάση τα συμφέροντα αυτών. Και θα έχει δίκαιο να το υποστηρίξει. Η προβληματική έγκειται όμως στο γεγονός ότι αυτά τα ιδρύματα διαδραματίζουν μια τέτοια λειτουργία στην οικονομία που ξεπερνά η δράση τους τα όρια των αποφάσεων των μετόχων. Είναι ιδρύματα συστημικά στο παρών οικονομικό σύστημα και ως τέτοια είναι εξ ορισμού υπόλογα στην κοινωνία. Αλλιώς δεν έχουν καμιά ηθική νομιμοποίηση να αποτείνονται σε αυτή όταν είναι υπό το καθεστώς κατάρρευσης. Και αυτό αφορά όχι μόνο αυτά που το πράττουν αλλά και αυτά που δεν το έχουν πράξει.
Συνεπώς όταν αναλύουμε αιτίες και επιλογές αντιμετώπισης των προβλημάτων οφείλουμε να τοποθετούμαστε σε αυτό τον άξονα δράσης, αν δηλαδή θα αποδεχόμαστε την αυτορρύθμιση ως κανόνα λειτουργίας ή αν θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις αλλού. Αλλιώς απλά δίνουμε βραχύβιες λύσεις. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις τράπεζες αλλά επεκτείνεται και στο σύνολο της οικονομίας.
Γράφει: Χάρης Πολυκάρπου