*Oscar Wilde.
Τον δημόσιο διάλογο μονοπωλεί τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για αύξηση του εκλογικού μέτρου εισδοχής ενός πολιτικού κόμματος στο κοινοβούλιο. Πέραν των βαρύτατων αφορισμών και χαρακτηρισμών που ακούγονται, τα κυριότερα επιχειρήματα εναντίον της πρότασης συνοψίζονται ως ακολούθως:
- Στην Κύπρο δεν έχουμε κοινοβουλευτικό σύστημα και άρα δεν επηρεάζεται η πολιτική σταθερότητα από το κοινοβούλιο. Άρα δεν μας ενδιαφέρει αν όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. διατηρούν όριο εισδοχής πολύ υψηλότερο του δικού μας.
- Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών διαφωνεί με μια τέτοια αλλαγή.
- Η αλλαγή επιχειρείται παραμονές εκλογών.
- Η αύξηση του ορίου εισδοχής πλήττει την δημοκρατία.
Την περασμένη βδομάδα, όμως, το Ευρωκοινοβούλιο – ένα νομοθετικό σώμα από το οποίο δεν εξαρτάται η πολιτική σταθερότητα των μελών κρατών – υιοθέτησε με συντριπτική πλειοψηφία έκθεση με τίτλο, «Εκσυγχρονισμός του Εκλογικού Νόμου της Ε.Ε.», που στοχεύει στην ομογενοποίηση των διάφορων εκλογικών συστημάτων που υπάρχουν σήμερα στα κράτη-μέλη για τις ευρωεκλογές. Η έκθεση που αποτελεί κοινή εισήγηση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλιστών, μεταξύ άλλων, καλεί τα κράτη μέλη που διαθέτουν πέραν των 26 εδρών – αφού για τα υπόλοιπα ισχύει defacto όριο μεγαλύτερο του 3% – να υιοθετήσουν ένα ελάχιστο εκλογικό μέτρο εισδοχής στο Ευρωκοινοβούλιο που να κυμαίνεται μεταξύ του 3-5%. Ως κύριο επιχείρημα προβάλλεται η ενίσχυση της δημοκρατίας και της λειτουργικότητας του Ευρωκοινοβουλίου που επιτυγχάνεται μέσα από την αποφυγή του περαιτέρω κατατεμαχισμού των πολιτικών δυνάμεων που εισέρχονται στο Ευρωκοινοβούλιο.
Σε ότι αφορά την υποτιθέμενη πλειοψηφία των πολιτών που αντιτίθενται στην αύξηση του εκλογικού μέτρου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση πρόσφατης δημοσκόπησης καθημερινής εφημερίδας για το θέμα. Στο ερώτημα πόσοι πολίτες συμφωνούν με την πρόταση του ΔΗΣΥ για αύξηση του εκλογικού μέτρου στο 5%, το 30% δηλώνει ότι συμφωνεί και το 70% ότι διαφωνεί. Σε επόμενη ερώτηση της συγκεκριμένης έρευνας, οι ερωτώμενοι καλούνται να απαντήσουν κατά πόσον συμφωνούν με την πρόταση του ΑΚΕΛ για αύξηση του ορίου εισδοχής στο 3,6%. Εδώ, το 38% από το 70% που δήλωσαν ότι διαφωνούν με την πρόταση του ΔΗΣΥ για αύξηση στο 5% (δηλαδή το 26,6% του συνόλου), απαντάει ότι συμφωνεί με την αύξηση του μέτρου στο 3,6%. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι απλό και ξεκάθαρο: Το 56,6% των πολιτών, πιστεύει ότι το σημερινό εκλογικό μέτρο είναι υπερβολικά χαμηλό και ότι δημιουργεί προβλήματα και στρεβλώσεις στην λειτουργία του κοινοβουλίου ενώ θεωρούν ότι το όριο εισδοχής θα πρέπει να είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το 3,6%.
Εξετάζοντας το επιχείρημα ότι θα πρέπει να αποφεύγονται αλλαγές στον εκλογικό νόμο που επηρεάζουν τις αμέσως επόμενες εκλογές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η Κύπρος είναι μια χώρα στην οποία έχουμε εκλογές περίπου κάθε ένα χρόνο. Ο ΔΗΣΥ έχει καταθέσει δημόσια την συγκεκριμένη εισήγηση εδώ και ενάμιση χρόνο, έγιναν διαβουλεύσεις, ενώ ακόμη και σήμερα απέχουμε πέραν των 7 μηνών από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει η πρόσφατη καταστατική αλλαγή πολιτικού κόμματος, το οποίο αφαίρεσε το δικαίωμα υφιστάμενων βουλευτών να διεκδικήσουν την επανεκλογή τους στις επόμενες εκλογές, ενώ την ίδια ώρα νυχθημερόν διακηρύττει, ότι, οι όποιες εκλογικές αλλαγές θα πρέπει να εφαρμόζονται από τις επόμενες εκλογές. Δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Τέλος, εμείς πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη εισήγηση ενδυναμώνει την δημοκρατία. Ένα πολιτικό κόμμα για να μπορεί να μετέχει ουσιαστικά και ικανοποιητικά στο κοινοβουλευτικό έργο θα πρέπει να διαθέτει ένα ελάχιστο αριθμό αντιπροσώπων, έτσι ώστε να εκπροσωπείται σε αριθμό επιτροπών ικανοποιητικά και να έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί και να συμμετέχει παραγωγικά στην μελέτη και διαμόρφωση του νομοθετικού έργου. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι πολύ πιθανό ένας βουλευτής να περιφέρεται από την μια επιτροπή στην άλλη, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής συνεισφοράς, απλά και μόνο για να προβαίνει σε δηλώσεις εντυπωσιασμού που μάλλον δυσχεραίνουν αντί να διευκολύνουν το κοινοβουλευτικό έργο.
Όπως είναι αναμενόμενο, σε κάθε προτεινόμενη αλλαγή υπάρχουν επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Οι αφορισμοί και οι βαρύγδουποι χαρακτηρισμοί, όμως, δεν αποτελούν επιχείρημα και δεν πρόκειται να μας τρομοκρατήσουν.
Γράφει: Χαράλαμπος Σταυρίδης