Όταν σε περίοδο ειρήνης ένας αρχηγός κράτους απευθύνεται με καθημερινά διαγγέλματα στους πολίτες, τότε κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει στη χώρα αυτή.
Όταν στις 25 Ιανουαρίου, οι κάλπες αναδείκνυαν τον Αλέξη Τσίπρα ως τον νεαρότερο πρωθυπουργό της Ελληνικής Δημοκρατίας, πολλοί ήσαν αυτοί που πίστεψαν ότι έκλεινε οριστικά το κεφάλαιο της ελληνικής μεταπολίτευσης. Νέος και μαχητικός, με ευφράδεια λόγου που συναρπάζει, φάνταζε ως η τέλεια επιλογή για απαλλαγή από τη μιζέρια, τη διαφθορά και την ανικανότητα των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Λίγους μήνες μετά, τα μοναδικά επιτεύγματα του Αλέξη είναι η πλήρης απομόνωση της χώρας, το κλείσιμο των τραπεζών και η παράλυση της οικονομίας, το απόλυτο χάος, ο διχασμός του λαού, η αβεβαιότητα, η χρεοκοπία και η προοπτική της εξόδου της Ελλάδας από τον πυρήνα της Ευρώπης. Και όλα αυτά μέσα από μια πρωτοφανή ασυναρτησία και επιπολαιότητα, επικαλυμμένη με ένα μανδύα νεοφανούς εθνικοσοσιαλισμού που παραπέμπει σε άλλες περιόδους. Η μισή κυβέρνηση υπό την καθοδήγηση του Ναπολέοντα Καμένου – του γνωστού και ως Κούγκι – να παραμιλάει σε ακροδεξιό βηματισμό, με την άλλη μισή να περιμένει με αγωνία την επόμενη ζαριά του Υπουργού – φαινόμενο – Γιάνη Βαρουφάκη, κατηγορώντας την Ευρώπη και την Μέρκελ κάθε φορά που η ζαριά φέρνει άσσους ή δυάρες.
Ο Αλέξης, όμως, δεν είναι ο άτυχος διαχειριστής μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης. Ο ίδιος προκάλεσε πρόωρες εκλογές – με μπαμπέσικο μάλιστα τρόπο – και την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά. Μιας κυβέρνησης, η οποία παρά τα πολλά της προβλήματα – κυρίως λόγω του ιδιόμορφου και αυταρχικού της αρχηγού – είχε κατορθώσει να εφαρμόσει αρκετές από τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις των δανειστών. Να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια σειρά από θετικές αξιολογήσεις και να φέρει την χώρα ένα βήμα πριν την ολοκλήρωση του Μνημονίου που θα άνοιγε και τη συζήτηση για αναδιάρθρωση του χρέους. Υποσχέθηκε πολλά ο Αλέξης. Να τερματίσει την ακραία λιτότητα. Αλλά χωρίς ρήξη με την Ευρώπη. Να αυξήσει μισθούς και συντάξεις. Να διασφαλίσει τα συμφέροντα των συντεχνιών, τα κλειστά επαγγέλματα, να ακυρώσει τις αποκρατικοποιήσεις. Όλα αυτά μέσα από μια απροσδιόριστη διαπραγματευτική ικανότητα – σχεδόν μαγική – η οποία θα έφερνε μια καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές, θα διασφάλιζε την παραμονή της χώρας στο ευρώ και θα έφερνε καλύτερες ημέρες.
Δυστυχώς, η μαγική αυτή διαπραγματευτική τακτική, αντί να βασίζεται στη ορθή προετοιμασία, τη μελέτη και τα οικονομικά δεδομένα, στηριζόταν στην παθολογική εμμονή (ή πάθος) του Γιάνη για τη Θεωρία Παιγνίων. Πίστεψαν ότι η Ελλάδα μπορεί να εκβιάσει, αντί να πείσει τους δανειστές. Δεν θα σχολιάσω την υπεροπτική συμπεριφορά και τα καμώματα του Γιάνη. Η ουσία είναι πως όταν είπε «ALL IN», o κόσμος όλος – αφού γέλασε – απάντησε «CALL!».
Συγχαρητήρια λοιπόν Αλέξη. Έπαιξες την Ελλάδα στα ζάρια και έχασες. Ο Γιάνης πιστεύει θα ρεφάρει, αλλά κατά βάθος όλοι γνωρίζουν ότι το παιχνίδι τελείωσε. Κάποιοι, όπως τον Λαφαζάνη και την Ζωή, χαίρονται. Πιστεύουν ότι η πλήρης κατάρρευση του υφιστάμενου οικονομικού μοντέλου είναι απαραίτητη για την μετάβαση σε αυτό που πάντοτε ήθελαν. Την εθνικοποίηση τραπεζών και κεφαλαίου και την ίδρυση ενός νέο εθνικοσοσιαλιστικού κράτους. Ο Αλέξης δεν τα πολυπιστεύει αυτά, αλλά φοβάται. Φοβάται τις συνέπειες και προσπαθεί να επιμερίσει τις ευθύνες στον ελληνικό λαό μέσα από ένα δημοψήφισμα – παρωδία. Δημοψήφισμα για μια πρόταση που δεν υπάρχει πλέον στο τραπέζι. Χωρίς εναλλακτική επιλογή για την επόμενη ημέρα. Η φράση «στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», δεν είναι αρκετή, αφού δεν υπάρχει βάρκα, ούτε καν σανίδα για την Ελλάδα.
Το δίλλημα λοιπόν είναι ξεκάθαρο. Την Κυριακή οι Έλληνες επιλέγουν:
- Την πολιτική επιβίωση ενός αδύναμου και ανίκανου πρωθυπουργού, του νεαρότερου δεινόσαυρου της Ελλάδας, με παράλληλο θάνατο της χώρας, ή,
- Την επιστροφή της λογικής και την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Με μεγαλύτερες θυσίες, αφού πλέον θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να επανακτηθεί η χαμένη αξιοπιστία.
Το ΝΑΙ θα αναζητήσει τη συμφιλίωση και τη συνεργασία της επομένης ημέρας. Το ΟΧΙ θα αναζητήσει φταίχτες και προδότες για τον Αρμαγεδδών που έπεται. Εγώ ξέρω τι θα έκανα αν ψήφιζα. Θα ψήφιζα να μείνει ο εμφύλιος μια κακή ανάμνηση.
Γράφει: Χαράλαμπος Σταυρίδης