Ασπρισμένα κόκαλα.
Από τον ήλιο του καλοκαιριού και τις βροχές του χειμώνα. Αυτά είναι τα «δείγματα» με το χαμηλότερο ποσοστό επιτυχούς ταυτοποίησης, μας εξήγησε το επιστημονικό προσωπικό που μας υποδέχθηκε και μας ξενάγησε στις εγκαταστάσεις της ΔΕΑ. Η πολύχρονη τους έκθεση στις δύσκολες καιρικές συνθήκες της Κύπρου, το γεγονός δηλαδή ότι παρέμειναν άταφα ή πολύ πρόχειρα θαμμένα, οδηγεί με το πέρασμα του χρόνου στην αλλοίωση του γενετικού κώδικα. Και δυστυχώς υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις. Τι λαός είμαστε τελικά; Μπορείτε να φανταστείτε τα κόκαλα εκατοντάδων ανθρώπων, σκορπισμένα σε όλη την επικράτεια της Κύπρου; Αφημένα στο έλεος των αγριμιών και των καιρικών συνθηκών; Χωρίς κανένας να τα προσέξει; Nα ενδιαφερθεί; Ρε, άνθρωποι είναι αυτοί. Μπορεί να ήταν η μάνα μας, ο πατέρας μας, ο συμμαθητής μας, ο γείτονας. Τι είδους αγρίμια μεγάλωσαν, ή, μας κουβάλησαν σε αυτό τον τόπο; Μερικές φορές αναρωτιέμαι, εάν την ταραγμένη περίοδο των διακοινοτικών ταραχών και μετέπειτα, της βάρβαρης τούρκικης εισβολής, υπήρχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το youtube, το twitter, αν θα βλέπαμε και τότε την ανάρτηση ενός αλλόφρονα στρατιώτη ή παραστρατιωτικού, να χορεύει σαν τρελός πάνω από τα πτώματα γυναικόπαιδων που μόλις εκτέλεσε.
Στους μεγάλους, άσπρους πάγκους των εργαστηρίων της ΔΕΑ, λοιπόν, βρίσκεται απλωμένη η σύγχρονη μας ιστορία. Χιλιάδες γυμνά κόκαλα, ασπρισμένα που περιμένουν να σπάσουν τη σιωπή τους και να μιλήσουν. Να μας πουν το όνομα τους, πως σκοτώθηκαν, ποιό όνομα σιγοψιθύρισαν όταν σωριάζονταν άψυχα στο χώμα, ποιοί είναι οι αγαπημένοι τους που περιμένουν ακόμη.
Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Όπως για μια τουρκοκύπρια γριούλα, 95 ετών τώρα, βοσκός. Για σαράντα τόσα χρόνια έβοσκε μέρα-νύκτα τα ζωντανά της με την ψυχή της να βαραίνει το φοβερό μυστικό. Φοβόταν για τη ζωή της. Για αυτό και δεν είχε μιλήσει μέχρι πρόσφατα, τώρα που έπαψε πια να ανησυχεί τόσο πολύ για αυτό τον κόσμο και την απασχολεί πολύ περισσότερο ο επόμενος. Μαρτύρησε λοιπόν το μυστικό που της μαύριζε τόσα χρόνια τη ψυχή. Οι πληροφορίες της οδήγησαν πρόσφατα στην ανακάλυψη μεγάλου αριθμού οστών. Κάποια από αυτά μπορεί να τα είδαμε σήμερα στους μεγάλους, άσπρους πάγκους και πολύ σύντομα εύχομαι να λύσουν τη σιωπή τους.
Η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων δεν είναι πολιτικό ζήτημα. Ή καλύτερα δεν θα έπρεπε να είναι. Είτε λυθεί το κυπριακό είτε όχι, ε/κ και τ/κ πρέπει να βρουν το θάρρος να κοιτάξουν κατάματα το παρελθόν τους. Να δώσουν οριστικό τέλος στην ανοικτή πληγή των αγνοουμένων. Μπορεί η Τουρκία να έχει την κύρια ευθύνη, να φέρνει προσκόμματα, να μετακίνησε ομαδικούς τάφους. Μπορεί και εμείς να μπορούσαμε να κάναμε περισσότερα, πιο γρήγορα. Ευθύνη όμως έχουν και όσοι γνωρίζουν αλλά επιλέγουν τη σιωπή.
Κάθε κρανίο στον εξεταστικό πάγκο και ένα ατέλειωτο όνειρο. Κάθε κοκαλάκι και μια σιωπηλή, άγνωστη ιστορία. Πίσω από κάθε “serialnumber” μια μάνα, μια σύζυγος, ένα παιδί που ακόμη περιμένει και αναρωτιέται πως, πότε, γιατί. Αυτή είναι η σύγχρονη μας ιστορία. Ένα μισοτέλειωτο δράμα που αναζητάει απεγνωσμένα συγγραφέα για να γράψει το τέλος. Ένα τέλος που θα μας επιτρέψει να γυρίσουμε σελίδα και να γράψουμε μια καινούρια, ελπίζω καλύτερη. Αυτή την τρέλα, το έγκλημα του πολέμου, αυτή την τραγωδία δεν πρέπει να την ξαναζήσει κανένας στον τόπο μας. Δεν θα το επιτρέψουμε.
Πάντοτε ήθελα να πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όσο σκληροί και αν είναι, όσα και αν έχουν περάσει και ότι και αν έχουν κάνει, διατηρούν βαθιά μέσα τους μια σπίθα καλοσύνης. Μια σταλιά ανθρωπιάς. Ας βοηθήσουν, όσοι γνωρίζουν, να γραφτεί αυτό το τελευταίο κεφάλαιο. Όσοι κατέχουν πληροφορίες που μπορούν να οδηγήσουν στη διακρίβωση της τύχης κάποιου αγνοούμενου, ε/κ ή τ/κ, ας μην τις πάρουν στον τάφο τους. Ας επικοινωνήσουν με την ΔΕΑ όπως αυτοί επιθυμούν.
ΥΓ 1. Από τους 2001 αγνοούμενους που συμπεριλαμβάνονται στην επίσημη λίστα αγνοουμένων, οι 1508 είναι ελληνοκύπριοι και οι 493 τουρκοκύπριοι. Μέχρι σήμερα έχουν αναγνωριστεί τα οστά 469 ε/κ και 145 τ/κ.
ΥΓ 2. Στους μεγάλους, άσπρους πάγκους της ΔΕΑ, τα χιλιάδες απλωμένα οστά έχουν όλα το ίδιο χρώμα. Το κίτρινο-γκρίζο χρώμα της κυπριακής τραγωδίας.
Γράφει: Χαράλαμπος Σταυρίδης