Home Άριστος Τσιάρτας Πόθεν είσαστε; Του Άριστου Τσιάρτα

Πόθεν είσαστε; Του Άριστου Τσιάρτα

photoarthrou τσιαρτ

Πρωι- πρωί κυριακής  οι τέσσερις τους στριμωγμένοι σ’ ένα παγκάκι στην  αποβάθρα του Μόλου στη Λεμεσό.


 Οικογένεια, ένα ζευγάρι με δυο μικρά παιδιά.  Πρόσφυγες. Κρατούν κάτι νάιλον σακούλες υπεραγοράς με κάτι χορτάτους  ροδαλούς Αι Βασίληδες. Ο Σαμίρ και ο Μοχά χαμογελούν στους περαστικούς αλλά παραμένουν αμήχανοι και μαζεμένοι. Είναι από τις πρώτες τους εξόδους από το «Κέντρο Υποδοχής Αιτητών Άσυλο Κοφίνου» μετά τη διάσωσή τους τον περασμένο Σεπτέμβρη ανοικτά της Λάρνακας.  

‘Ένας ηλικιωμένος, αξύριστος, με φόρμες γυμναστικής, με θολό βλέμμα και κατεβασμένους ώμους τους πλησιάζει. Κοντοστέκεται  και ρωτά, περισσότερο  από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον, «Πόθεν είσαστε;». Συρία, Αφγανιστάν; Μετανάστες ή πρόσφυγες;  Δεν έχει σημασία. Ναυαγοί ανυπεράσπιστοι που τους δέρνουν ακόμα τα μποφόρια.   Δίχως μπούσουλα, δίχως κάβο για να δέσουν, δίχως όνομα, δίχως πατρίδα. Σ’ ένα διαρκές και δύσκολο στοίχημα  επιβίωσης.  Άνθρωποι  χωρίς φωνή , αλλά όχι αφανείς. Σάμπως να κινούνται σ’ ένα  παράλληλο σύμπαν.

Σε μια χώρα  πού η μοίρα του πρόσφυγα συμπλέκεται εμμονικά με την ιστορία της. Και σε μια συγκυρία που στροβιλίζεται η ίδια σε μια διαρκή μεταναστευτική περιδίνηση: ενώ γίνεται προορισμός ή αναγκαστικός σταθμός στον δρόμο των προσφύγων προς την Ευρώπη  την ίδια στιγμή αποτελεί την αφετηρία δικών της μεταναστών. Μια κοινωνία που ζορίζεται μέσα στη δίνη της κρίσης, μέσα στην κυνική αλάνα της ανάγκης, της διάψευσης, των αποκλεισμών, δεξιώνεται πλέον νέους, συντοπίτες, μουσαφιραίους.  

Η οικογένεια ακροζυγιάζεται στο  πιο απομακρυσμένο μέρος  της αποβάθρας, στο πιο απόμερο σημείο της πόλης και του κόσμου.  Μακριά  από τα βλέμματα και την προσοχή των περαστικών. Μακριά από απρόβλεπτες διαθέσεις για τους παρασιτικούς ξένους. Κάτι αδέσποτα σκυλιά τους παραστέκουν.  Δίπλα σε μια θάλασσα που είναι τούτες τις τελευταίες μέρες του χειμώνα, τούτες τις πρώτες μέρες της άνοιξης, πιο όμορφη και ήρεμη κι από καλοκαιρινή.

Η σκηνή συμπυκνώνει το δράμα που εξελίσσεται, με πολλές παραλλαγές, δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα. Η στενόμακρη ξύλινη σκεβρωμένη  πλατφόρμα αντηχεί τα βήματα  παππούδων και συγγενών. Δυο γενιές πριν με τσεμπέρια, βράκες και μ’ ένα μπόγο στα χέρια. Στοιβάχτηκαν σαν σαρδέλες σε κάτι αποικιοκρατικές παλιόβαρκες,  για το Πορτ Σαιτ και από κει γραμμή με το EΛΛΑΣ για Σίτνευ και Μελβούρνη . Έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, τη φτώχια, την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους.

Ακόμα και τώρα  η αποβάθρα  διατηρεί ζωντανό  τον απόηχο της αγωνίας του κάθε μετανάστη και του κάθε πρόσφυγα. Το βλέπεις στα μάτια τους τις Κυριακές που συνωστίζονται, ατενίζοντας μελαγχολικά και ενοχικά  την ανοιχτή θάλασσα και τα καράβια που φεύγουν. Με μάτια που συσσωρεύουν  όλη τη θλίψη του διωγμού και της φυγής. Βουτηγμένα στην υγρασία του απατηλού ονείρου και του κορεσμένου συναισθήματος. Δεν υπάρχει πιο σπαραχτική γλώσσα, πιο βαριά και ασήκωτη από αυτή του βλέμματος των προσφύγων και των μεταναστών.

Δυο κόσμοι αντικριστοί  συναντώνται στην αποβάθρα που έτσι όπως αιωρείται στην πρωινή  ομίχλη  μοιάζει  με σκηνή σε  αίθουσα αναχώρησης. Στο διπλανό παγκάκι  μια παρέα εφήβων, με άφιλτρα στα δάχτυλα τους,  καλμάρουν τον πυρετό της νύχτας ρουφώντας τον πρωινό καφέ σε χάρτινα κυπελάκια. Σ’ αυτά τα παγκάκια ξεκινά, γραδάρει και καταλήγει τα σαββατοκυρίακα ο νυχτερινός σφυγμός της πόλης.  Μιλούν φωναχτά. Γελούν δυνατά. Μια  νεαρή με μαλλιά κόκκινα της φωτιάς κάθεται  μόνη λίγο πιο πέρα. Ξεβάφεται. Μια γάτα είναι κουλουριασμένη στα πόδια της. Μόλις τέλειωσε το μισοφαγωμένο σάντουιτς που της πέταξε… και αποζητά ένα χάδι.   

Γράφει: Άριστος Τσιάρτας