Για όσους θυμούνται τους τρόπους με τους οποίους η πλειοψηφία των ΜΜΕ συγκάλυπτε τα προβλήματα και τα σκάνδαλα των τραπεζών μέχρι την άνοιξη του 2012 [όταν τελικά οι δυο μεγάλες τράπεζες ζήτησαν στήριξη από το κράτος] οι πρόσφατες επιθέσεις ενάντια στον κ. Π. Δημητριάδη, δεν είναι έκπληξη.
Τέτοιες επιθέσεις γίνονται συνήθως για να συγκαλύψουν κάτι. Αλλά και η δομή των επιθέσεων είναι από μόνη της αξιοσημείωτη: χαρακτηρίζεται από συνεχόμενες μετατοπίσεις θεμάτων με ελάχιστη ή τουλάχιστον αποσπασματική/επιλεκτική τεκμηρίωση, αποφυγή συγκριτικών αναφορών [ακριβώς γιατί έτσι θα αποκαλυπτόταν η προκατάληψη], και ανάλογη λογοκρισία όταν μια φούσκα αποδειχθεί ψέμα. Το θέμα με τις κάμερες στην Κεντρική Τράπεζα ήταν χαρακτηριστικό: για μια εβδομάδα εφημερίδες και τηλεοράσεις άγχονταν για τον “Big Brother”, υποτίθεται, στην Κεντρική Τράπεζα, και όταν τελικά η έρευνα του επίτροπου για τα προσωπικά δεδομένα έδειξε ότι οι 80 κάμερες υπήρχαν εκεί για χρόνια [φαίνεται ότι επί κ. Ορφανιδη δεν υπήρχαν ανάλογες ευαισθησίες σε μερικούς] και ότι πρόσφατα τοποθετήθηκαν μόνο 4, ξαφνικά το θέμα χάθηκε από την επικαιρότητα. Καμία σύγκριση, καμία αναφορά στο πως και γιατί παραπλανήθηκε το κοινό από ένα γεγονός που θα μπορούσε να ελεγχθεί με τον πιο απλό δημοσιογραφικό τρόπο. Ωστόσο οι εκστρατείες που ξεκινούν με στοχευόμενες διαρροές και μεταμορφώνονται σε δήθεν ειδήσεις/θεάματα δεν έχουν σαν στόχο την πληροφόρηση αλλά ακριβώς την κατασκευή ενός κλίματος. Και αυτό που συμβαίνει εμφανώς είναι μια εκστρατεία με συγκεκριμένους στόχους πέρα από όσα λέγονται. Το ότι σχεδόν κανένα ΜΜΕ δεν αναφέρθηκε π.χ. στο ότι λόγω της εκστρατείας του προεδρικού ενάντια στον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας διπλασιάστηκε το ποσό εκροών τον Σεπτέμβριο [με ένα επιπρόσθετο σχεδόν μισό δις] είναι ενδεικτικό ότι τα πραγματικά γεγονότα δεν είναι το ζητούμενο. Τα πράγματα ευτυχώς δεν είναι απελπιστικά – μια μερίδα δημοσιογράφων έχει έντιμα αποστασιοποιηθεί από την εκστρατεία που φαίνονται να προωθούν μερικοί κυβερνητικοί και οικονομικοί παράγοντες.
Εκστρατείες όπως αυτή εναντίον του κ. Δημητριάδη δεν είναι πρωτοφανείς – δυστυχώς η κοινωνία μας έχει ξαναζήσει αυτό το θλιβερό θέαμα των κατασκευασμένων υστεριών. Αυτές οι υστερίες εμφανίστηκαν από την δεκαετία του 1960 και δεν αφορούν μόνο μια παράταξη – ο ίδιος ο νυν πρόεδρος ήταν στόχος μιας ανάλογης υστερίας το 2004. Δυστυχώς η σημερινή του στάση είναι αποκαλυπτική του ότι μερικοί δεν μαθαίνουν – το άτομο που διαμαρτυρόταν για περιρρέουσα τότε, σήμερα είναι πίσω από την διοργάνωση μιας άλλης. Ίσως και χειρότερης.
Το ζήτημα του διαχωρισμού των εξουσιών και ο Αυταρχισμός: ο Π. Δημητριάδης υπερασπίζεται δικαιώματα και δημοκρατικά κεκτημένα
Όμως ο κ. Δημητριάδης δεν είναι απλά ένας πολίτης στον οποίο εστιάζει μια άδικη επίθεση από μια μερίδα των ΜΜΕ λόγω των απόψεων ή των συμφερόντων των ιδιοκτητών της. Η επίθεση εναντίον του παραπέμπει και σε κάτι άλλο πολύ πιο προβληματικό – στο ότι η εκτελεστική εξουσία κάνει μια δημόσια επίδειξη αυταρχισμού προσπαθώντας να επιβάλει τις απόψεις της σε ένα ανεξάρτητο θεσμό. Και δυστυχώς αυτό δεν φαίνεται να περιορίζεται μόνο στον Διοικητή – είναι λες και κάποιοι έχουν ένα είδος hit list. Αυτό δημιουργεί και ένα ευρύτερο πρόβλημα για τα δικαιώματα των πολιτών σαν συλλογικότητα, αλλά και οδυνηρούς συνειρμούς: με τις ίδιες πρακτικές επιβολής και κατάργησης ανεξάρτητων θεσμών η μετανεξαρτησιακη Κύπρος οδηγήθηκε σε δύσκολους δρόμους την δεκαετία του 1960. Το ευρύτερο ερώτημα παραμένει: είναι άραγε ακόμα τόσο δύσκολο να γίνει κατανοητή από μερικούς η αρχή της σαφούς διάκρισης των εξουσιών, της αρχής της εξισορρόπησης μέσα από το γνωστό «checks and balances» ως ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος; Τίθεται πλέον θέμα αν πρέπει να αρχίσουμε ως πολίτες να αντιλαμβανόμαστε την όλη υπόθεση σαν ζήτημα υπεράσπισης των δημοκρατικών κεκτημένων τα οποία αποκτήθηκαν μετά το 1974. Αν γίνονται τέτοιες επιθέσεις τώρα ενάντια στον Διοικητή, γιατί να μην γίνουν αύριο και σε ένα δικαστή που θα διαφωνεί με την κυβέρνηση, κάποιο επίτροπο που επίσης θα διαφωνεί κλπ; Μήπως ο στόχος είναι ο εκφοβισμός για να υπάρξει υποταγή ωσάν να βρισκόμαστε σε απολυταρχικό καθεστώς; Αν αυτό είναι ο στόχος μερικών, τότε σαφώς δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την αντίσταση και την στήριξη όσων [ατόμων η ανεξάρτητων θεσμών] γίνονται στόχος. Όταν λ.χ. ο Διοικητής της Κεντρικής ζητά παρέμβαση της εισαγγελίας μπροστά σε φαινόμενα παραβίασης του απόρρητου της Κεντρικής και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας παρεμβαίνει δίνοντας την αίσθηση ότι ο στόχος του θα είναι ο διοικητής [για να εξυπηρετηθεί η σχετική κυβερνητική εκστρατεία], είναι πράγματι άξιον απορίας αν μπορεί ο πολίτης να εμπιστευθεί πια μέχρι και την Νομική Υπηρεσία σε θέματα που αφορούν διαφορές με την εκτελεστική εξουσία.
Στο υπόστρωμα αυτής της υπόθεσης υπάρχει μια σαφής οικονομική διάσταση. Ο κ. Δημητριάδης είναι ένας Διοικητής που δεν έχει σχέσεις και πάρε-δώσε με τις ιστορικές οικογένειες που ελέγχουν τις τράπεζες – και άρα με το ευρύτερο κατεστημένο των τραπεζών. Το ότι τόλμησε να προχωρήσει στην διερεύνηση και την δημοσιοποίηση των αιτιών που οδήγησαν την οικονομία στην κρίση και στο μνημόνιο ήταν μια γενναία και έντιμη πράξη – την οποία βέβαια το τραπεζιτικό κατεστημένο και τα δίκτυα του στα ΜΜΕ δεν συγχώρεσαν. Ενδεχομένως βέβαια και κάποιοι στο προεδρικό να μην συγχώρεσαν ότι ο νυν Διοικητής δεν συγκάλυψε το θέμα των εκροών κεφαλαίων από «συγγενείς» πριν το κούρεμα. Η πολιτική ελίτ, ή μέρος της, είχε μάθει σε αυτήν την συγκάλυψη. Αλλά όταν η συγκάλυψη, μετατρέπεται και σε απόπειρα να λογοκριθούν και όσοι λένε την αλήθεια στο εσωτερικό, τότε το ζήτημα αποκτά νέες διαστάσεις – και σαν ζήτημα δημοκρατικής διαφάνειας αλλα και σαν ζήτημα ισονομίας.
Τι πέτυχε μέχρι τώρα ο κ. Δημητριάδης και γιατί μερικοί τον φοβούνται σαν φορέα μιας άλλης νοοτροπίας: η αποκάλυψη των σκανδάλων των τραπεζών, η ομαλοποίηση της οικονομίας μετά το σοκ του κουρέματος, και η επιμονή του στην εποπτεία και στην μη σύγκρουση συμφερόντων
Πέρα όμως από τους λόγους για τους οποίους πρέπει να στηριχθεί ο κ. Δημητριάδης διότι κάποιοι του επιτίθενται αδίκως και μανιωδώς, υπάρχουν και μια σειρά άλλοι λόγοι για τους οποίους είναι καλό, ορθό και αναγκαίο να στηριχθεί. Το λογικά ερωτήματα το οποία θα έπρεπε να διατυπωθούν και να απαντηθούν, είναι αν ο κ. Δημητριάδης απέδειξε ότι μπορεί να διαχειριστεί την θέση που κατέχει, αν συμπεριφέρεται όντως σαν ανεξάρτητος αξιωματούχος, και αν η θέση του εκφράζει το κοινό καλό.
Ο κ. Δημητριάδης είναι ένας ακαδημαϊκός ο οποίος σαφώς γνωρίζει το αντικείμενο του – και έχει μια θέση η οποία όχι μόνο τεκμηριώθηκε από την κυπριακή κρίση αλλά φαίνεται να είναι και η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί η Ε.Ε. ευρύτερα: ότι δηλαδή ο τραπεζιτικός τομέας πρέπει να είναι υπό έλεγχο και δεν πρέπει να αφήνεται να ξεπερνά ένα όριο σε σχέση με τον Εθνικό Εισόδημα.[1] Όταν όμως ανέλαβε την συγκεκριμένη θέση, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε ένα κυκεώνα που επιβεβαίωνε μεν την θεωρητική του στάση, αλλά πρωτίστως απαιτούσε άμεσο πρακτικό χειρισμό: η προηγούμενη διεύθυνση της εποπτικής αρχής είχε όχι μόνο αφήσει τον τραπεζιτικό τομέα ανεξέλεγκτο, αλλά ουσιαστικά συγκάλυπτε τα προβλήματα τα οποία ήρθαν στην επιφάνεια όταν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί για την ανακεφαλαιοποιηση έθεσαν το καθεστώς των κυπριακών τραπεζών μπροστά στην αλήθεια – και είχαμε την προσφυγή της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου σε κρατική στήριξη. Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Δημητριάδης χειρίστηκε μια κρίση που άλλοι δημιούργησαν. Η όλη στάση του δείχνει ένα επαγγελματία με σαφή αίσθημα δημοκρατικής ευθύνης. Σε αντίθεση με την πρακτική της συστηματικής συγκάλυψης της προηγούμενης περιόδου που διήρκεσε δεκαετίες πριν, προχώρησε αποφασιστικά σε διερεύνηση των προβλημάτων. Ακολούθως διαπραγματεύτηκε με την τρόικα ένα καθεστώς στήριξης των τραπεζών και κατά την διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης απέδειξε ξεκάθαρα την ανεξαρτησία του. Ναι μεν διορίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και συνεργάστηκε μαζί της, ωστόσο όταν έκρινε [με βάση τα κριτήρια που είχε μπροστά του] ότι υπήρχε κίνδυνος εκροών [το οποίο ήταν ο τομέας αρμοδιότητας του] δεν δίστασε να απευθυνθεί και στην τότε αντιπολίτευση. Το ότι ο νυν πρόεδρος κάνει ότι ξεχνά την επιστολή που έστειλε τον Νοέμβριο του 2012 στον τότε πρόεδρο, δεν τον τιμά. Σε εκείνη την επιστολή υπήρχε σαφής αναφορά στους κίνδυνους από τις εκροές, αλλά και στο κίνδυνο να διακοπεί ο ΕΛΑ. Ήξερε από τότε ο κ. Αναστασιαδης και για τον ΕΛΑ και για τον κίνδυνο των εκροών – και ζητούσε μάλιστα να επισπευσθούν [και άρα με ανάλογες υποχωρήσεις] οι διαπραγματεύσεις, για να σωθεί η Λαϊκή. Αυτά που έλεγε μετά ήταν απλά αποφυγή ευθυνών για τις αποφάσεις του Μαρτίου του 2013.
Τον Μάρτιο ο νυν πρόεδρος έκανε μια σειρά από ολέθρια λάθη ανάμεσα στα οποία ήταν η εισηγηση/αποδοχη του κούρεμα των ασφαλισμένων καταθέσεων κάτω από 100,000 [το οποίο από μόνο του προκάλεσε κρίση εμπιστοσύνης] και η μη διαβούλευση με τους αρμόδιους – όπως ο Διοικητής και οι ηγέτες των κομμάτων τα οποία έπρεπε να εγκρίνουν την συμφωνία στην Βουλή. Η προσπάθεια να μετατοπιστεί μετά η ευθύνη σε άλλους, όπως στο Διοικητή για παράδειγμα, ήταν εξόφθαλμη. Η πραγματικότητα όμως είναι εκεί: ο κ. Δημητριάδης παρέλαβε μια κατάσταση, μετά από τις αποφάσεις της κυβέρνησης, η οποία ήταν πρωτόγνωρη για τα κυπριακά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ο σχεδιασμός για ανακεφαλαιοποιηση μέσω bail out, μεταμορφώθηκε σε bail in και έπρεπε να γίνει χειρισμός μιας εντελώς νέας κατάστασης. Το ότι μέχρι το τέλος του καλοκαιριού η κατάσταση στον τραπεζιτικό τομέα άρχισε να ομαλοποιείται κάπως οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην ικανότητα του κ. Δημητριάδη, και στα άτομα που συνεργάστηκαν μαζί του.[2] Είναι πραγματικά αστείο να έχουμε μπροστά μας ένα άτομο που έπρεπε να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση και αντί να του αναγνωριστεί η επιτυχία να γίνεται στόχος επίθεσης.
Η επίθεση πέρα από την μικροπρέπεια της μη αναγνώρισης μιας έστω αρχικής επιτυχίας, κρύβει και ουσιαστικά ζητήματα που πάνε πίσω στα προβλήματα των τραπεζών τα οποία οδήγησαν στην κρίση. Η θέση του κ. Δημητριάδη όπως και της Ε.Ε. είναι ότι ο τραπεζιτικός τομέας πρέπει να ελέγχεται και να μην λειτουργεί σαν μια υπερδιογκωμενη φούσκα που θα απειλεί την κοινωνία. Αυτό το οποίο ανησυχεί μερικούς είναι η επιμονή του κ. Δημητριάδη να επιβάλει τους κανόνες για το ασυμβίβαστο και την σύγκρουση συμφερόντων, αλλά και η ευαισθησία του για τις ανάγκες των πολλών, οι οποίες δεν πρέπει να θυσιάζονται για χάριν των συμφερόντων των λίγων. Τα δυο επίμαχα ζητήματα του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου τα οποία οδήγησαν σε νέες επιθέσεις είναι παραστατικά: το Ιούλιο πίσω από τις συζητήσεις για το ποσοστό της ανακεφαλαιοποιησης ήταν και η διαμάχη για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι μεγάλες επιχειρήσεις ανάπτυξης γης – και όχι μόνο. Το ερώτημα είναι καίριο: θα διαχωριστούν ή θα μείνουν σαν βαρίδι στην τράπεζα για να φορτωθούν σε κάποιο στάδιο στο δημόσιο. Η συνέχεια ήρθε τον Σεπτέμβριο όταν χωρίς αιδώ μερικά ΜΜΕ εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον του Διοικητή γιατί επιμένει να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι για τα νέα μέλη του ΔΣ της τράπεζας Κύπρου. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος πιο κραυγαλέα δημόσια έκκληση για παραβίαση κανονισμών. Και όμως ο κατηγορούμενος δεν ήταν αυτός που ήθελε παρανομία αλλά αυτός που ήθελε να εφαρμόσει την ισονομία και να εμποδίσει τις όποιες παραβιάσεις των κανονισμών. Το αποκορύφωμα ήρθε όταν η κυβέρνηση εν μέσω λιτότητας αποφάσισε να δώσει μια εντυπωσιακή αύξηση [από 1700 ευρω σε 30,000] στα μέλη του ΔΣ – και, τι έκπληξη, ξαφνικά είχαμε μια επίθεση τους ενάντια στον Διοικητή. Πρόκειται για μια αστρονομική αύξηση της αντιμισθίας! Και τα οι δυο εκτελεστικοί σύμβουλοι θα έχουν απολαβές άνω των 100,000 – και με δωρεάν αυτοκίνητο πολυτελείας. Ήταν μια θλιβερή στιγμή δημόσιας συνδιαλλαγής και κατάφορης παραβίασης της διάκρισης εξουσιών. Και ανάλογα φαιδρό και θλιβερό μαζί ήταν ότι, όπως αποκαλύφθηκε, είχε διοριστεί και άτομο το οποίο είχε ήδη βεβαρημένο παρελθόν όσον αφορά την φερεγγυότητα από την εποχή του ΧΑΚ.[3] Αποκαλυπτική επίσης υπήρξε η σιωπή των υπόλοιπων ΜΜΕ.
[1] Το σχετικό αφιέρωμα του Economist για την ευρωπαϊκή κρίση ιδιωτικού χρέους και την διαδικασία αναδιάρθρωσης των τραπεζών [τεύχος 26 Οκτωβρίου – 1 Νοέμβριου 2013] επιβεβαιώνει αυτήν την τάση, η οποία φαίνεται να είναι και στο επίκεντρο της ΕΚΤ.
[2] Και στην βοήθεια προφανώς της Αλβαρέζ και Μάρσαλ την οποία μερικοί προσπάθησαν να δαιμονοποιησουν από την μια [λόγω της έρευνας της για τις αιτίες της κρίσης του τραπεζιτικού τομέα] ενώ από την άλλη διέρρεαν, σαν δικηγόροι της, διεκδικήσεις προσπαθώντας να πλήξουν τον διοικητή. Όταν τελικά οι απαιτήσεις της φάνηκαν να είναι στην διάθεση του Συμβουλίου, το θέμα και πάλι υποβαθμίστηκε. Όπως όμως σχολιάστηκε και στον Πολίτη, της Κυριακής 27/10 όπου καταγράφηκε το όλο της αστείας εκστρατείας, «..δια των διαρροών που κάνουν [και τις σημειώνει ο κ. Hat Hirsch στο μεϊλ του] θα φάμε ακόμα μια καμπάνα στο διαιτητικό δικαστήριο του Λονδίνου για παραβίαση εμπιστευτικότητας…»
[3] Πολίτης, 27/10/2013, σελ. 12. «Ζήτημα καταλληλότητας φαίνεται να προκύπτει για τον κ. Μ. Πολυδωριδη
Γράφει: Αντρέας Παναγιώτου