Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών, μετά την μη επίτευξη συμφωνίας προ της λήξης του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας, οδήγησαν σε ανακίνηση του ζητήματος κατά πόσον το Grexit αποτελεί ζήτημα που βρίσκεται στην ατζέντα κάποιων Ευρωπαίων.
Η σύγκλιση του πρώτου Eurogroup μετά το ιστορικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και η επακόλουθη Σύνοδος Κορυφής των Κρατών της Ευρωζώνης, κατέληξαν σε ένα απαιτητικό τελεσίγραφο προς την Ελλάδα. Κατά την διάρκεια των δηλώσεων των Ευρωπαίων αξιωματούχων και ηγετών, αλλά και κατά την συζήτηση του θέματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την 8η Ιουλίου, ο όρος “Grexit” χρησιμοποιήθηκε πολλάκις, κυρίως ως προς την αποφυγή του.
Τι εννοείται όμως με τον όρο Grexit; Και μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει; Το παρόν κείμενο αναφέρεται περιληπτικά στα δυο αυτά καίρια ερωτήματα και τα εξετάζει από την ευρύτερη νομική τους σκοπιά, χωρίς να επειςέρχεται στις οικονομικές παραμέτρους του όρου. Είναι σαφές ότι ο όρος δεν έχει καμία νομική βαςή, αφου δεν αναφέρεται σε κανένα νομικό κείμενο (πρωτιστώς στις Συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποτελούν και το θεμελιακό δίκαιο του ευρωπαϊκού δικαιώματος). Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι ο όρος αυτός είναι πλέον δόκιμος και παραπέμπει στο σενάριο όπου η Ελλάδα αποχωρεί, με τον ένα ή άλλο τρόπο, από την ζώνη του Ευρώ. Στη βάση των πιο πάνω, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα – τι εννοείται με τον όρο Grexit – είναι σαφής.
Η μεγάλη αςάφεια έγκειται στο δεύτερο ερώτημα – κατά ποσον, δηλαδή, μπορεί νομικά να γίνει κάτι τέτοιο. Τονίζεται ότι στο παρόν κείμενο δεν εξετάζονται οι οικονομικές παράμετροι του ζητήματος, αν και αναγνώριζεται ότι αυτές διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.
Εις απάντηση του δύσκολου αυτού ερωτήματος, υπάρχουν δυο σχολές νομικής σκέψης – αυτή που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει νομική βάση για την έξοδο κράτους-μέλους της ζώνης του ευρώ από αυτήν και εκείνη που θεωρεί ότι υπάρχει η δυνατότητα εξόδου. Και οι δυο σχολές σκέψης περιλαμβάνουν ως κοινή παράμετρο το ότι χρειάζονται να ληφθούν υπόψη τα ‘δεδομένα’ εξόδου, ήτοι η νομική βάση σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο αλλά και τα πραγματικά στοιχεία επί του εδάφους, ήτοι η αδυναμία πληρωμών ενός κράτους προς τους δανειστές του, ο έλεγχος κεφαλαίων, η στάση πληρωμών κ.ο.κ. Αυτά όμως είναι τα οικονομικά δεδομένα που δεν εξετάζονται στο παρόν κείμενο.
Το κοινό νομικό σημείο που υπάρχει μεταξύ των δυο απόψεων είναι ότι η έξοδος από την ζώνη του ευρώ νομικά υποτίθεται ότι δεν πρέπει να γίνει, αφού το ευρώ αποτελεί το νόμισμα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και υποτίθεται ότι κανείς δεν μπορεί να φύγει αφ’ ης στιγμής ενταχθεί σε αυτό. Σε σχέση με αυτό, το ακόλουθο νομικό δεδομένο είναι σχετικό: Αν και για τα κράτη-μέλη της Ένωσης, η ένταξη στο ευρώ είναι υποχρεωτική, όταν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, για δυο συγκεκριμένες χώρες (Μ. Βρετανία και Δανία) αυτό δεν είναι υποχρεωτικό, αφού έχουν πάρει το καθεστώς εξαίρεσης από την ένταξή τους με συγκεκριμένη ρήτρα opt-out. Στη βάση αυτού του νομικού επιχειρήματος, η μόνη βάση εξόδου από το ευρώ είναι η έξοδος απο την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία πλέον επιτρέπεται μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης της Λισαβόνας, η οποία στο άρθρο 50 περιλαμβάνει για πρώτη φορά την ρήτρα αποχώρησης από την Ένωση (κάτι που δεν προβλεπόταν στη βάση των προηγούμενων Συνθηκών της ΄Ενωσης).
Η άποψη που ισχυρίζεται ότι νομικά θα μπορούσε να φύγει κάποιος από την ζωνή του Ευρώ, χωρίς να φύγει από την Ένωση στηρίζεται στο ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει αρκετά ‘παραθυράκια’, που θα επέτρεπαν, με την ανάλογη ερμηνευτική προςέγγιση και επεξήγηση την έξοδο από το Ευρώ. Προς τούτο, δυο επιχειρήματα προτείνονται: η υιοθέτηση ενός παράλληλου νομισμάτος ή η έξοδος από την Ένωση και επανένταξη σε αυτήν.
Ως έχει τονιστεί, οι πιο πάνω αναφορές δεν λαμβάνουν υπόψη τρεις συγκεκριμένες παραμέτρους ύψιστης σημασίας: Πρώτον, τις οικονομικές επιπτώσεις μιας εξόδου. Δεύτερον, την γεωπολιτική πτυχή του θέματος. Τρίτον, και ίσως το πιο σημαντικό για την ίδια την Ευρώπη, τις πραγματικές αξίες και αρχές του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, και κυρίως την αρχή της αλληλεγγύης.
Γράφει: Αντώνης Στ. Στυλιανού