Αυτή η διαπλοκή, η διαφθορά, η παντελής έλλειψη λογικής, δεν είναι- όσο απίστευτο κι αν ακούγεται- το κυριότερο μας πρόβλημα. Μεγαλύτερο- ίσως ανυπέρβλητο- πρόβλημα φαντάζει, αυτή η ξεκάθαρη ανικανότητα της χώρας να λειτουργήσει. Αφού διοικείται από ένα σύστημα που αδυνατεί να πράξει ακόμα και τα βασικά: Να διορίσει, να ελέγξει και να ελεγχθεί, να συνεργαστεί, όπου επιβάλλεται.
«Τι θα γίνει μ’ αυτή της κωλοχώρα;», ήταν ο επίλογος μιας ακόμα πολιτικής συζήτησης. Απ’ αυτές που αρεσκόμαστε να κάνουμε στην παρέα εδώ και χρόνια. Οι οποίες μέχρι πρόσφατα, σχεδόν πάντα, κατέληγαν σε λύσεις. Και τις λίγες φορές που αυτό δεν γινόταν, ξέραμε πως είναι εκεί, και ότι θα τις αναζητούσαμε στην επόμενη συζήτηση. Που όλο και πιο συχνά, όμως, πλέον τελειώνουν με την πιο πάνω ατάκα.
Η πραγματικότητα είναι πως σ’ αυτή την απόλυτη κατάντια που βιώνει η χώρα, όπου τίποτε πλέον δεν εκπλήσσει και τίποτε δεν συγκλονίζει, η πρόταξη λύσεων φαντάζει ό,τι πιο δύσκολο. Όπως και η επίκληση της ελπίδας. Διότι τι θετικό μπορεί να προτάξει κάποιος σε μια χώρα όπου το σύστημα δείχνει διεφθαρμένο από την κορυφή μέχρι τα νύχια και δεν διαφαίνεται το οποιοδήποτε υγιές στοιχείο;
Ένα σύστημα όπου ο βοηθός γενικός εισαγγελέας, ο οποίος καθηκόντως θα έπρεπε να είναι ο θεματοφύλακας των νόμων και των θεσμών, φέρεται να αξιοποιεί τη θέση του κάνοντας συμφωνίες και τράμπες με μεγαλοδικηγόρους; Και ετοιμάζεται να ακολουθήσει στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος, βουλευτές, δημάρχους και προέδρους διοικητικών συμβουλίων ημικρατικών οργανισμών;
Όπου η ικανότητα της διοικητού της Κεντρικής Τράπεζας να λειτουργήσει ως οφείλει- απολύτως φυσιολογικά- αμφισβητείται αφού φέρεται εμμέσως να διατηρεί συμφέροντα στη Λαϊκή την ίδια στιγμή που καθηκόντως θα πρέπει να την κυνηγήσει; Μαζί και η ικανότητα ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, που απαιτεί την απομάκρυνση της, αλλά βρίσκεται στην πλειοψηφία του (στην καλύτερη των περιπτώσεων) στην ίδια με αυτήν θέση;
Όπου τα δύο μεγαλύτερα κόμματα φέρονται να έχουν λάβει 2 εκατομμύρια από μια εταιρία με μη εξασφαλισμένα δάνεια από τη Marfin Λαϊκή 300 εκατομμυρίων, η οποία σύμφωνα με τις έρευνες «διέθεσε» σε νομικά και φυσικά πρόσωπα της χώρας (με εμπλοκή στις αποφάσεις για τη Λαϊκή) πέραν των 50 εκατομμυρίων;
Και ο πρόεδρος τα βάζει με κάθε ανεξάρτητο θεσμό (που διορίζει), αφού μετά που έδωσε οδηγίες στο γενικό εισαγγελέα να βρει παράθυρα για να απομακρύνει την διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ανοίγει τώρα μέτωπο και με τον γενικό εισαγγελέα;
Η επιστολή του Νικόλα Παπαδόπουλου, με την οποία σημειώνει πως, όταν το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος αναλάμβανε να φέρει τα εκατομμύρια Μιλόσεβιτς στην Κύπρο, ο ίδιος βρισκόταν στο εξωτερικό ή πως καμιά σχέση δεν διατηρεί πλέον με το δικηγορικό γραφείο (του οποίου ηγείται η αδελφή του). Το ΑΚΕΛ του Μαρί, της Δρομολαξιάς, των «συλλαλητηρίων» για συμπαράσταση των «πολιτικών κρατουμένων», που παραδίδει σήμερα μαθήματα για την ανάγκη σεβασμού των θεσμών και των αποφάσεων των πορισμάτων. Οι Γιώργος Λιλλήκας και Μαρίνος Σιζόπουλος που έχουν αναλάβει να ηγηθούν της εξυγίανσης, απλά συνοψίζουν τηνεικόνα μιας χώρας που εδώ και καιρό βαδίζει εκτός λογικής.
Κι όμως όλη αυτή η διαπλοκή, η διαφθορά, η παντελής έλλειψη ορθολογισμού, δεν είναι- όσο απίστευτο κι αν ακούγεται- το κυριότερο μας πρόβλημα. Μεγαλύτερο- ίσως ανυπέρβλητο- πρόβλημα φαντάζει, αυτή η ξεκάθαρη ανικανότητα της χώρας να λειτουργήσει. Αφού, πέραν της παντελούς έλλειψης ηθικής και μπέσας από μέρους του κατεστημένου, βλέπουμε ένα σύστημα- χωρίς ισορροπίες και ασφαλιστικές δικλίδες- που αδυνατεί να πράξει ακόμα και τα βασικά: Να διορίσει, να ελέγξει και να ελεγχθεί, να συνεργαστεί, όπου επιβάλλεται (εκτός όταν αφορά σε διαμοιρασμό εξουσίας ή «λαφύρων»). Που δημιουργεί τη βεβαιότητα πως ακόμα κι αν οι λύσεις ήταν εκεί, αυτό δεν θα μπορούσε να τις εφαρμόσει.
Σήμερα, η χώρα διοικείται από θεσμούς που όχι μόνο δεν έχουν συναίσθηση των αρμοδιοτήτων, του ρόλου και των ευθυνών τους, αλλά δεν έχουν και καμιά επικοινωνία μεταξύ τους. Ο βοηθός γενικός εισαγγελέας δεν μιλιέται με τον γενικό εισαγγελέα, ο γενικός εισαγγελέας με τον πρόεδρο, ο πρόεδρος με τη διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, και η διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας με το διοικητικό της συμβούλιο. Και αυτό σε μια χώρα η οποία υποτίθεται πως βρίσκεται στο μέσο διερεύνησης των όσων οδήγησαν στην κατάρρευση της (που αποτελεί προϋπόθεση ώστε να γυρίσουμε σελίδα) και η οποία αναζητεί τρόπους που θα επιτρέψουν στο τραπεζικό της σύστημα και την οικονομία γενικότερα να ξεπεράσει τον κίνδυνο της ολικής καταστροφής, να σταθεροποιηθεί και να κάνει το επόμενο βήμα.
Με ποια, όμως, αξιοπιστία μπορεί να προχωρήσει με τις υποθέσεις η γενική εισαγγελία, όταν ο δεύτερος τη τάξει της νομικής υπηρεσίας ετοιμάζεται να οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη κατηγορούμενος για δωροληψία, και ο πρώτος κατηγορείται από τον βοηθό του για δεκασμό;
Με ποιo στόχο όταν ο ίδιος ο εισαγγελέαςδηλώνει ότι η αστυνομία η οποία έχει την ευθύνη της διερεύνησης, είναι ανίκανη να διαχειριστεί τέτοιες περίπλοκες υποθέσεις;
Με ποια προοπτική, όταν πρόεδρος και γεν. εισαγγελέας ανταλλάζουν δημοσίως επιστολές, λες και πρόκειται για αντίδικους; Όταν ο γεν. εισαγγελέας θεωρεί τον πρόεδρο επικίνδυνο για το θεσμό που υπηρετεί και ο πρόεδρος, (τουλάχιστον) αμφισβητεί την ικανότητα του γεν. εισαγγελέα να φέρει αποτελέσματα;
Όταν η διοικητής τελεί υπό διωγμό;
Πως μπορεί να λειτουργήσει μια χώρα της οποίας η κοινωνία, ενώ για χρόνια αυτοπροσδιοριζόταν ως χρυσοπράσινο φύλλο, με τα όσα βλέπει έχει κατακλυστεί από το αίσθημα της ήττας, της παραίτησης; Βιώνει, ως μόνη πραγματικότητα, το μέγεθος της αδυναμίας της χώρας να δείξει τα οποιαδήποτε χαρακτηριστικά που είναι απολύτως αναγκαία σε μια Δημοκρατία; Και κυρίως το μέγεθος της αδυναμίας της να γυρίσει σελίδα; Σε βαθμό που να δημιουργείται- στη συντριπτική πλειοψηφία της- η πεποίθηση ότι όλο το σύστημα είναι διεφθαρμένο και η βεβαιότητα πως τα χειρότερα έπονται;
Μη αφήνοντας καμιά αμφιβολία όσον αφορά την ορθότητα του ποιητή όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του στίχου, κάνοντας όμως τον καθένα να ψάχνει απεγνωσμένα για οτιδήποτε μπορεί να παραπέμψει σε χρυσό;
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου