Home Αντώνης Πολυδώρου Να μην υπερεκτιμήσουμε το επίπεδο μας. Του Αντώνη Πολυδώρου

Να μην υπερεκτιμήσουμε το επίπεδο μας. Του Αντώνη Πολυδώρου

1235879890009879767555554

 


Αυτό που γιγάντωσε την ακροδεξιά στην Ελλάδα ήταν το γεγονός ότι πολιτεία και κοινωνία πίστεψαν πως ήταν καλύτεροι και θα νικούσαν ιδεολογικά το φασισμό. Αγνοώντας το γεγονός ότι ένας λαός που για χρόνια βομβαρδίζετο από εθνικισμό, υπερσυντηρητισμό και “ξένες απειλές” δεν μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα σ’ αυτή την ιδεολογία.

Oι εξελίξεις με τη Χρυσή Αυγή (Χ.Α) άνοιξαν εκ νέου το κεφάλαιο διαχείρησης της ακροδεξιάς και εδω στην Κύπρο, με τη μια σχολή σκέψης να υποστηρίζει ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Ελλάδας θέτoντας το ΕΛΑΜ εκτός νόμου ώστε να μην μπορεί με την ίδια ευχέρια να προσελκύει οπαδούς και την άλλη ότι ο εξτρεμισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο δίδοντας οικονομική προοπτική στον κόσμο και επενδύοντας στην πολιτική αλλαγή και μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα αποκλείει τέτοιες αντιλήψεις.  

Αν θέλουμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα θα πρέπει να δούμε την πορεία της Ελλάδας, η οποία έχει πολλά να διδάξει. Όσο αφορά τα αίτια, τη διαχείριση, καθώς και που οδηγεί μια χώρα η κατασκευή για τον εαυτό της μιαςεικόνας βολικής που καμιά σχέση όμως δεν έχει με την πραγματικότητα. Κατ’ αρχήν, ο κύριος λόγος που η ακροδεξιά αναδείχθηκε σε τέτοια δύναμη στην Ελλάδα δεν ήταν η κρίση. Στις τάξεις της κοινωνίας πάντα υπήρχε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας με ακροδεξιά και εθνοκεντρική ιδεολογία- αποτέλεσμα χρόνων λαϊκισμού, δημαγωγίας, εύκολων απαντήσεων. Το μνημόνιο ήταν απλώς η αφορμή που επέτρεψε σε μια μεγάλη μερίδα να εκφραστεί ελεύθερα.

Η διαχείρηση της κρίσης αλλά και της ανόδου της ακροδεξιάς- η ρητορική που έκανε λόγο για μια νέα κατοχή  που απειλούσε τη χώρα, η ανικανότητα του πολιτικού δυναμικού να δώσει ελπίδα, η παραμονή στο προσκήνιο πολιτικών συνυφασμένων με τη σημερινή κατάσταση, η πλήρης διάλυση του κράτους, τα ΜΜΕ, ανέδειξαν τη συγκεκριμένη ιδεολογία. Αυτό όμως που την γιγάντωσε ήταν το γεγονός ότι πολιτεία και κοινωνία υπερεκτίμησαν το επίπεδο τους. Έκαναν το λάθος να πιστέψουν ότι ήταν καλύτεροι και ότι θα νικούσαν ιδεολογικά τo φασισμό, αγνοώντας το γεγονός ότι ένας λαός που για χρόνια βομβαρδίζετο από εθνικισμό, υπερσυντηρητισμό και “ξένες απειλές” δεν μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα σ’ αυτή την ιδεολογία. Υποτιμώντας τους κινδύνους και υιοθετώντας την ατιμωρησία. Το γεγονός ότι οι τραμπούκοι δεν υπόκεινταν σε καμιά απολύτως κύρωση παγίωσε την εικόνα ενός κόμματος που μπορούσε και τιμωρούσε το «κατεστημένο». Mε εύπεπτα ιδεολογήματα (όλοι ένοχοι, όλοι προδότες) και επενδύοντας στο φόβο της απόλυτης φτωχοποίησης, κέρδιζε μέτρα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι  αναλώνονταν σε μια φιλοσοφική συζήτηση για το αν η ακροδεξιά θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί θέτωντας την εκτός νόμου ή με Παιδεία (χωρίς πρώτα να διερωτηθούν αν υπήρχε το υπόβαθρο για πολιτική αντιμετώπιση της).Μέχρι που η βία υποκατέστησε το διάλογο, ο λαϊκισμός τον ορθολογισμό, η Χ.Α. το νόμο. Και η ελληνική κυβέρνηση οδηγήθηκε ενώπιον του διλήμματος είτε να θέσει τη Χ.Α. εκτός νόμου ενώ ήδη βρισκόταν στο 10% παραδεχόμενη μια τεράστια πολιτική ήττα, ρισκάροντας παράλληλα να χάσει και την νομική μάχη, είτε να της δώσει τα κλεδιά της διακυβέρνησης

Είναι ξεκάθαρο ότι ως χώρα ακολουθούμε ίδια πορεία. Ο ανορθολογισμός και ο λαϊκισμός περισσεύουν, η κατασκευή εχθρών έχει μεγάλη παράδοση, η ανοχή της διαφορετικότητας είναι χαμηλή, το ίδιο και η ποιότητα των ΜΜΕ, η πολιτική ηγεσία παραμένει η ίδια και ανίκανη να δώσει λύσεις, πολιτεία και κοινωνία επιλέγουν μέχρι στιγμής απέναντι στα φαινόμενα βίας τη σιωπηρή ανοχή.

Σε μια κοινωνία που ιδεολογικά εκφασίζεται ραγδαία και ο εθνικισμός ουδέποτε είχε πρόσημο μονάχα ακροδεξιό, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να μπούμε σε μια συζήτηση του στυλ αν “η απάντηση στην ακροδεξιά είναι νομική κατάργηση της ή Παιδεία” ή “αν οι πολιτικές διαφορές στις δημοκρατίες λύνονται πολιτικά, με επιχειρήματα”. Πολιτικά και με επιχειρήματα λύνονται σε χώρες που έχουν μάθει σε πολιτικά επιχειρήματα. Όπου η κοινωνία χαρακτηρίζεται από κριτική σκέψη, το πολιτικό προσωπικό δεν λαϊκίζει μόνο αλλά δίνει και λύσεις, η εκκλησία δεν λειτουργεί ως Ταλιμπάν καλλιεργώντας το φυλετικό μίσος. Ποια Παιδεία θα δώσει την απάντηση στην ακροδεξιά; Αυτή που την άνδρωσε;

Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν διαθέτουμε ούτε την ηγεσία, ούτε την πολιτική κουλτούρα που θα αφοπλίσουν το φασισμό ιδεολογικά. Δεν χρειάζεται να κληθούμε και εμείς να απαντήσουμε στο ίδιο ακραίο δίλημμα- ακροδεξιά εκτός νόμου καθιστώντας την πολιτικό επαναστάτη ή ανομία. Να παραδεχθούμε ότι το επίπεδο μας (τουλάχιστον σήμερα) μόνο ποινικά μας επιτρέπει να την αντιμετωπίσουμε και να στείλουμε το μήνυμα ότι το κράτος δεν ανέχεται συμπεριφορές βίας και εγκληματικότητας.

Σε διαφορετική περίπτωση χρωστάμε πολλούς φασίστες στην ακροδεξιά. Και θα θυσιάσουμε πολλούς Φύσσες. Και δικαιολογημένα θα βρεθούμε υπόλογοι στην ιστορία. Διότι για μια ακόμα φορά η δική μας εικόνα θα καλύψει την πραγματική και οι πραγματικότητες θα μας έχει ξεπεράσει. 

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου