Home Αντώνης Πολυδώρου Να βάλουμε τελεία. Του Αντώνη Πολυδώρου

Να βάλουμε τελεία. Του Αντώνη Πολυδώρου

Οφείλουμε επιτέλους να διαβάσουμε σωστά τα δεδομένα και να καταλήξουμε με ειλικρίνεια στο τι επιδιώκουμε στο Κυπριακό. Τι είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε για να φτάσουμε σε λύση και τι όχι. Η Ιστορία δεν περιμένει. Και αυτό φάνηκε στο Κραν Μοντανά.


Το ναυάγιο μετά από εννιά μέρες στο Κραν Μοντανά, μιας προσπάθειας που χαρακτηρίσθηκε από τον ΟΗΕ ως η πιο υποσχόμενη των τελευταίων δεκαετιών, οδήγησε του πολιτικούς αρχηγούς σε αριθμό εκ διαμέτρου αντίθετων συμπερασμάτων. Για το πατριωτικό μέτωπο αποτέλεσε δικαίωση της θέσης ότι η Τουρκία ποτέ δεν ήταν διατεθειμένη να λύσει το Κυπριακό, και επιβεβαίωση της ανάγκης για αλλαγή μιας στρατηγικής που αποδεδειγμένα έχει αποτύχει, (στην οποία η ΕΔΕΚ ενέταξε το ενιαίο κράτος ως επιδιωκόμενη λύση). Από το κυβερνητικό στρατόπεδο λέχθηκε ότι εξέθεσε την Τουρκία, και ότι δεν τέλειωσε το Κυπριακό. Αν κάτι έκανε, όμως, η τελευταία διάσκεψη ήταν να επιβεβαιώσει το πόσο παράδοξα αντιμετωπίζουμε το Κυπριακό, και να θέσει με τρόπο επιτακτικό το ερώτημα πως προχωρούμε, αναδεικνύοντας τρία στοιχεία που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Αντίθετα θα πρέπει να καθορίσουν και τη διαχείριση του.

Το πρώτο είναι ότι το Κυπριακό μετά το Κραν Μοντανά δεν θα είναι ξανά το ίδιο. «Το Κραν Μοντανά δεν είναι το τέλος του δρόμου» δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με τον Ευριπίδη Ευρυβιάδη να γράφει ότι  «στη διπλωματία δεν υπάρχει τελεία, μόνο κόμμα». Είναι όμως ξεκάθαρο πως έστω κι αν ο Νίκος Αναστασιάδης έφυγε από την Ελβετία, αλώβητος (στο παιχνίδι εντυπώσεων), έφυγε ηττημένος. Μαζί και το Κυπριακό. Εμπεδώνεται, πλέον, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη διεθνή κοινότητα η πεποίθηση ότι το Κυπριακό είναι αδύνατόν να επιλυθεί. Γι’ αυτό και η δήλωση Τσαβούσογλου πως «Δεν είναι εφικτή η λύση με βάση της παραμέτρους του ΟΗΕ», απηχεί καλύτερα την επικρατούσα άποψη.  43 χρόνια έξι γ.γ. και εννέα σχέδια, μια απόρριψη σε δημοψήφισμα, διεθνείς διασκέψεις, τριμερείς, πενταμερείς, και οι θέσεις των δύο πλευρών που παραμένουν εκ διαμέτρου αντίθετες, δημιουργούν το αίσθημα του αναπόφευκτου.

Το δεύτερο ήταν η δικαίωση όλων, συμπεριλαμβανομένου του ενδιάμεσου (πριν τελικά υιοθετήσει τη μη λύση ως τη δεύτερη καλύτερη), που δήλωναν ότι ο χρόνος μονομοποιεί και νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της κατοχής. Η Τουρκία όντως έδειξε στο Κραν Μοντανά ότι την υφιστάμενη στιγμή δεν ήθελε λύση, ή δεν ήταν έτοιμη τουλάχιστον για τέτοιους συμβιβασμούς που θα επέτρεπαν να φτάσουμε σε αυτήν. Αυτό όμως δεν δικαιώνει όσους στο εσωτερικό πολέμησαν  κάθε προσπάθεια να πειστεί ή να πιεστεί για το αντίθετο. Ούτε αποτελεί απόδειξη ότι η Τουρκία ποτέ δεν ήθελε λύση.  Υπήρξαν ευκαιρίες στο Κυπριακό τις οποίες κάποιοι επέλεξαν να αφήσουν να περάσουν. Όπως π.χ. την περίοδο 1977-81 όταν το εμπάργκο και η άθλια οικονομική κατάσταση ανάγκαζαν την Τουρκία να είναι πιο διαλλακτική, αλλά απορρίπταμε με τη μεγαλύτερη ευκολία τη μια πρόταση μετά την άλλη.  Ή το 2004 όταν η Τουρκία είχε μπροστά της την ευρωπαϊκή προοπτική αλλά όσοι σήμερα αισθάνονται δικαιωμένοι επέλεξαν να μην συζητήσουν το Σχέδιο για να το απορρίψουν. Μετατρέποντας την προσπάθεια λύσης σ’ ένα συμπαγές και ακλόνητο status quo και επιτρέποντας στην Τουρκία χωρίς πίεση να διατηρεί όσα πήρε το 74. Το γεγονός ότι 43 χρόνια μετά αποδείχθηκε ότι το Κυπριακό ήταν αδύνατον να επιλυθεί σε μια βάση τέτοια δεν δικαιώνει όσους έκαναν τα πάντα αυτά τα 43 χρόνια ώστε να μην λυθεί, αλλά, ακριβώς επιβεβαιώνει τις τεράστιες ευθύνες τους.

Το τρίτο είναι ότι οφείλουμε επιτέλους να διαβάσουμε σωστά τα δεδομένα και να καταλήξουμε με ειλικρίνεια στο τι επιδιώκουμε στο Κυπριακό. Τι είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε για να φτάσουμε σε λύση και τι όχι. Η Ιστορία δεν περιμένει. Και αυτό φάνηκε στο Κραν Μοντανά. Θα πρέπει να δούμε τις πραγματικότητες που βρίσκονται ενώπιον μας. Και να έχουμε το θάρρος, εάν θεωρούμε μη εφικτή ή αρεστή την λύση που συζητούμε, να βάλουμε τελεία εκεί που μπορεί να βολευόμαστε να βάλουμε κόμμα. Εντάσσοντας στο τραπέζι των δαπραγματεύσεων και τις εναλλακτικές, στις οποίες βέβαια δεν μπορούν να συγκαταλέγονται η νέα στρατηγική (για διαιώνιση του status quo) που προτάσσει ο ενδιάμεσος ή η υιοθέτηση του ενιαίου κράτους ως η επιδιωκόμενη λύση που προτείνουν ΕΔΕΚ και άλλοι. Αφού η πλειοψηφία των Ε/κ δεν θέλει να ζήσει με τους Τ/κ ή δεν εμπιστεύεται τη Τουρκία, θα πρέπει όσο επώδυνο κι αν φαντάζει για κάποιους από εμάς να δούμε πως διασφαλίζουμε την ειρήνη και περιορίζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το αίσθημα αδικίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Βάζοντας στο τραπέζι όλες τις επιλογές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του συναινετικού  διαζυγίου. Με την ε/κ πλευρά να μην χρειάζεται να μοιραστεί τη διακυβέρνηση της χώρας που δεν θέλει, να βγάζει εκτός χάρτη στο δικό της κομμάτι την Τουρκία (όσο γίνεται με την Τουρκία δίπλα) και να διεκδικεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιστροφή εδαφών. Και τους Τ/κ ως αντάλλαγμα να παίρνουν την διεθνή αναγνώριση, με ένταξη στην Ε.Ε και διασφάλιση της απαραίτητης συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Από τη στιγμή που το πρώτο σενάριο δείχνει ανέφικτο δεν είναι ανάγκη να οδηγηθούμε στο χειρότερο, της όποιας διχοτόμησης.  

Το νέο ναυάγιο που προφανώς- παρά το τι λέμε- κλείνει ένα μεγάλο κύκλο στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, αποτελεί για όσους πίστεψαν στη λύση μια επώδυνη πραγματικότητα. Για άλλους, όπως και το 2004 αποτελεί λόγο πανηγυρισμών, ίσως και νίκης. Αυτό είναι και το πιο ενοχλητικό. Όσο επώδυνο κι να φαντάζει όμως, οφείλουμε να βάλουμε μια τελεία. Ανοίγοντας το παράθυρο για μια νέα ευκαιρία. Δυστυχώς ηττηθήκαμε.

Δημοσιεύεται και στον Πολίτη της Κυριακής

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου