Home Αντώνης Πολυδώρου Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη μάχη υπέρ του ρατσισμού. Του Αντώνη Πολυδώρου

Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη μάχη υπέρ του ρατσισμού. Του Αντώνη Πολυδώρου

lgbtcysimfo

Το ελάχιστο που θα ανέμενε κάποιος από ένα άνθρωπο που προεδρεύει της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι πως πρώτος θα έσπευδε να στηρίξει το σύμφωνο συμβίωσης. Αλλά κυρίως να αποκλείσει κάθε προσπάθεια υποκίνησης βίας ή μίσους έναντι ομάδων της κοινωνίας. Αντ’ αυτού όχι μόνο τάσσεται εναντίον του συμφώνου, αλλά ήταν ανάμεσα στους έξι βουλευτές που ψήφισαν κατά της ποινικοποίησης της υποκίνησης βίας εναντίον των ΛΟΑΤ.


Αν κάποιος διερωτάται πως γίνεται να υπάρχει τόσος φανατισμός στην κοινωνία, πως το bulling έχει γίνει μέρος της καθημερινότητας στα σχολεία, γιατί ο ρατσισμός, το αίσθημα υπεροχής, η αλαζονεία χαρακτηρίζουν ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας, δεν έχει παρά να κοιτάξει προς τη μεριά της Βουλής. Διότι αυτή η μισαλλοδοξία, η έλλειψη ανοχής σε οτιδήποτε διαφορετικό, η πεποίθηση της μιας και μόνης αλήθειας δεν εκφράζεται μόνο μέσω του ΕΛΑΜ. Ούτε και περιορίζεται σε επιθέσεις όπως τις πρόσφατες εναντίον των Τ/κ. Βρίσκει- χρόνια τώρα- χώρο έκφρασης και στη Βουλή. Όπου τα κηρύγματα μίσους, αλλοφροσύνης έχουν πάψει- εδώ και καιρό- να αποτελούν τη θλιβερή μειοψηφία. Και είναι αυτό που κάνει και την έκπληξη των κομμάτων αλλά και την καταδίκη τέτοιων φαινομένων από αυτά τόσο ενοχλητική και υποκριτική. 

Στις 26 του μήνα οδηγείται στη Βουλή για ψήφιση το σύμφωνο συμβίωσης. Ένα θέμα που σε μια ευνομούμενη πολιτεία θα αποτελούσε φυσιολογική εξέλιξη μιας πορείας διόρθωσης, αποκατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιας ομάδας ανθρώπων, πάει- μετά από δεκάδες αναβολές- για ρύθμιση, με τεράστιες αντιδράσεις και αβέβαιο αποτέλεσμα. Το χειρότερο έχει-με την ανοχή του συνόλου των βουλευτών- καταστεί για μια ακόμα φορά παιχνίδι στα χέρια του κάθε λαϊκιστή.  

Κι αν για μια κοινωνία, όπως η κυπριακή, η οποία έχει μάθει με τη μεγαλύτερη ένταση να απορρίπτει οτιδήποτε με το οποίο διαφωνεί ή αδυνατεί να ταυτιστεί η ύπαρξη αντιδράσεων- έστω και στην πιο ακραία μορφή- δεν είναι έκπληξη (η Βουλή σχεδόν πάντα άλλωστε αποτελεί το πλέον αντιπροσωπευτικό κομμάτι μιας κοινωνίας),  δεν μπορεί παρά να ξεπερνά τον καθένα το γεγονός ότι αυτή η παντελής έλλειψη ανοχής στη διαφορετικότητα, η προσπάθεια διασφάλισης ότι η πολιτεία να συνεχίσει να καταπατά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες ομάδας πολιτών, προέρχεται (και) από αυτόν, ο οποίος ηγείται της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Βουλή. Διότι το ελάχιστο που θα ανέμενε κάποιος από ένα άνθρωπο που προεδρεύει μιας τέτοιας επιτροπής, η οποία είναι εκεί για να να διασφαλίζει ότι η πολιτεία θα μεταχειρίζεται ισότιμα τον κάθε πολίτη, να αποκρούει κάθε προσπάθεια επιβολής μιας ομάδας ανθρώπων επί μιας άλλης, είναι πως αυτός πρώτος θα έσπευδε να στηρίξει το σύμφωνο συμβίωσης. Αλλά κυρίως να αποκλείσει κάθε προσπάθεια υποκίνησης βίας ή μίσους έναντι ομάδων της κοινωνίας. Αντ’ αυτού όχι μόνο τάσσεται εναντίον του συμφώνου, αλλά ήταν ανάμεσα στους έξι βουλευτές που ψήφισαν κατά της ποινικοποίησης της υποκίνησης βίας εναντίον των ΛΟΑΤ (θεωρώντας την κατάλυση της ελεύθερης έκφρασης). Και είναι να διερωτάται κανείς με ποια κριτήρια επιλέγονται οι βουλευτές στις διάφορες επιτροπές και κυρίως ποιοι θα ηγούνται αυτών.  

Όπως δεν μπορεί- όταν βλέπει αυτού του είδους παραληρήματα ομοφοβίας, ερωτήματα του στυλ ποιος θα φορά το νυφικό, να προέρχονται από ανθρώπους που για δεκαετίες υπήρξαν μέρος της δημόσιας εκπαίδευσης- να μην διερωτάται για το πως η πολιτεία επιλέγει αυτούς που αποτελούν μέρος του βασικού πυλώνα διαμόρφωσης της αυριανής κοινωνίας. Ούτε να αντιληφθεί πως τελικά τα κόμματα αντιλαμβάνονται το ρόλο τους. Διότι είναι τουλάχιστον προσβλητικό τη στιγμή που η ηγεσία του ΔΗΣΥ  στέλλει το μήνυμα ότι δεν θα ανεχθεί βουλευτής του να μην στηρίξει την κομματική γραμμή για το εκλογικό όριο, να χαρακτηρίζει θέμα συνείδησης τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας μειοψηφίας έστω ανθρώπων. Με αποτέλεσμα το «κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό κόμμα» να έχει γεμίσει τη Βουλή με «συνειδητοποιημένους» που διερωτώνται ποιος θα φοράει το νυφικό, αν τελικά θα επιβάλλεται να είμαστε ομοφυλόφιλοι, που ανησυχούν για την ελευθερία της έκφρασης!  

Οι ευθύνες της Βουλής για συμβάντα μισαλλοδοξίας όπως αυτά της Δευτέρας είναι τεράστιες. Όταν με τέτοιο τρόπο βουλευτές χλευάζουν οτιδήποτε δεν τους εκφράζει και με το οποίο διαφωνούν, όταν όχι μόνο δικαιολογούν αλλά με τη ρητορική τους προκρίνουν το bulling, καλλιεργούν το μίσος, πως μπορεί κάποιος να αναμένει κάτι διαφορετικό από την κοινωνία; Όταν ο κάθε Θεμιστοκλέους- ως βουλευτής- μπορεί να είναι ρατσιστής, να λέει και να κάνει ό,τι θέλει, τότε γιατί όχι ο ΕΛΑΜίτης; Όταν ο Φυττής- ως ο άνθρωπος που ηγείται της προσπάθειας για προστασία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων- δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων δεν μπορεί να τίθεται υπό όρους ή στη βάση του ποιον αφορά, τάσσεται εναντίον της ποινικοποίησης ενεργειών που προάγουν τη βία, τότε γιατί κάποιος να αναμένει από το μέσο πολίτη να την καταδικάσει; Πόσο λογικό είναι να απαιτούμε από την κοινωνία να αναλύει τα πράγματα σε γόνιμη βάση, να σέβεται την ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητα, όταν η ίδια η Βουλή και η παιδεία δίνουν την εντύπωση πως υπάρχουν για να προάγουν ακριβώς το αντίθετο; 

Οι βουλευτές καλούνται την Πέμπτη να κάνουν το αυτονόητο. Έχοντας κατά νου ότι ο ρατσισμός κτίζεται στον δημόσιο (δια)λόγο και δράση.  Ότι όταν οι ίδιοι καλλιεργούν έναν βαθύ συντηρητισμό, (είτε αφορά το εθνικό είτε τη σφαίρα ελευθεριών) όταν παράγουν διαιρέσεις, επιβάλλουν την έλλειψη ανοχής και ελεύθερης βούλησης, προάγουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, με τη μεγαλύτερη ευκολία αποκόπτουν δικαιώματα, τότε προφανώς και η κοινωνία γίνεται ευάλωτη στο φασισμό. Κυρίως όμως ότι η έλλειψη ανοχής, η καταπάτηση ελευθεριών, δεν έχει επίπεδα. Ούτε συγκεκριμένες περιοχές δράσεις.  

Όσο αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι ο αγώνας για ειρήνη και συμβίωση, η προσπάθεια κατά της μοσαλλοδοξίας δεν μπορεί να είναι ένα αφηρημένο ζήτημα, αλλά βασική αξία και συστατικό της κοινωνίας και της Βουλής, τα επεισόδια στην Τρίπολη και γύρω από το Λήδρα Πάλας μπορεί να έρχονται ως σοκ όμως και αναμενόμενα θα είναι και δεδομένα. Όσο κι αν φωνάζουμε οι πραγματικότητες θα μας αφήνουν εντελώς εκτεθειμένους.

Δημοσιεύθηκε και στον Πολίτη της Κυριακής

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου

Αν κάποιος διερωτάται πως γίνεται να υπάρχει τόσος φανατισμός στην κοινωνία, πως το bulling έχει γίνει μέρος της καθημερινότητας στα σχολεία, γιατί ο ρατσισμός, το αίσθημα υπεροχής, η αλαζονεία χαρακτηρίζουν ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας, δεν έχει παρά να κοιτάξει προς τη μεριά της Βουλής. Διότι αυτή η μισαλλοδοξία, η έλλειψη ανοχής σε οτιδήποτε διαφορετικό, η πεποίθηση της μιας και μόνης αλήθειας δεν εκφράζεται μόνο μέσω του ΕΛΑΜ. Ούτε και περιορίζεται σε επιθέσεις όπως τις πρόσφατες εναντίον των Τ/κ. Βρίσκει- χρόνια τώρα- χώρο έκφρασης και στη Βουλή. Όπου τα κηρύγματα μίσους, αλλοφροσύνης έχουν πάψει- εδώ και καιρό- να αποτελούν τη θλιβερή μειοψηφία. Και είναι αυτό που κάνει και την έκπληξη των κομμάτων αλλά και την καταδίκη τέτοιων φαινομένων από αυτά τόσο ενοχλητική και υποκριτική.

Στις 26 του μήνα οδηγείται στη Βουλή για ψήφιση το σύμφωνο συμβίωσης. Ένα θέμα που σε μια ευνομούμενη πολιτεία θα αποτελούσε φυσιολογική εξέλιξη μιας πορείας διόρθωσης, αποκατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιας ομάδας ανθρώπων, πάει- μετά από δεκάδες αναβολές- για ρύθμιση, με τεράστιες αντιδράσεις και αβέβαιο αποτέλεσμα. Το χειρότερο έχει-με την ανοχή του συνόλου των βουλευτών- καταστεί για μια ακόμα φορά παιχνίδι στα χέρια του κάθε λαϊκιστή.

Κι αν για μια κοινωνία, όπως η κυπριακή, η οποία έχει μάθει με τη μεγαλύτερη ένταση να απορρίπτει οτιδήποτε με το οποίο διαφωνεί ή αδυνατεί να ταυτιστεί η ύπαρξη αντιδράσεων- έστω και στην πιο ακραία μορφή- δεν είναι έκπληξη (η Βουλή σχεδόν πάντα άλλωστε αποτελεί το πλέον αντιπροσωπευτικό κομμάτι μιας κοινωνίας),  δεν μπορεί παρά να ξεπερνά τον καθένα το γεγονός ότι αυτή η παντελής έλλειψη ανοχής στη διαφορετικότητα, η προσπάθεια διασφάλισης ότι η πολιτεία να συνεχίσει να καταπατά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες ομάδας πολιτών, προέρχεται (και) από αυτόν, ο οποίος ηγείται της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Βουλή. Διότι το ελάχιστο που θα ανέμενε κάποιος από ένα άνθρωπο που προεδρεύει μιας τέτοιας επιτροπής, η οποία είναι εκεί για να να διασφαλίζει ότι η πολιτεία θα μεταχειρίζεται ισότιμα τον κάθε πολίτη, να αποκρούει κάθε προσπάθεια επιβολής μιας ομάδας ανθρώπων επί μιας άλλης, είναι πως αυτός πρώτος θα έσπευδε να στηρίξει το σύμφωνο συμβίωσης. Αλλά κυρίως να αποκλείσει κάθε προσπάθεια υποκίνησης βίας ή μίσους έναντι ομάδων της κοινωνίας. Αντ’ αυτού όχι μόνο τάσσεται εναντίον του συμφώνου, αλλά ήταν ανάμεσα στους έξι βουλευτές που ψήφισαν κατά της ποινικοποίησης της υποκίνησης βίας εναντίον των ΛΟΑΤ (θεωρώντας την κατάλυση της ελεύθερης έκφρασης). Και είναι να διερωτάται κανείς με ποια κριτήρια επιλέγονται οι βουλευτές στις διάφορες επιτροπές και κυρίως ποιοι θα ηγούνται αυτών.

 

Όπως δεν μπορεί- όταν βλέπει αυτού του είδους παραληρήματα ομοφοβίας, ερωτήματα του στυλ ποιος θα φορά το νυφικό, να προέρχονται από ανθρώπους που για δεκαετίες υπήρξαν μέρος της δημόσιας εκπαίδευσης- να μην διερωτάται για το πως η πολιτεία επιλέγει αυτούς που αποτελούν μέρος του βασικού πυλώνα διαμόρφωσης της αυριανής κοινωνίας. Ούτε να αντιληφθεί πως τελικά τα κόμματα αντιλαμβάνονται το ρόλο τους. Διότι είναι τουλάχιστον προσβλητικό τη στιγμή που η ηγεσία του ΔΗΣΥ  στέλλει το μήνυμα ότι δεν θα ανεχθεί βουλευτής του να μην στηρίξει την κομματική γραμμή για το εκλογικό όριο, να χαρακτηρίζει θέμα συνείδησης τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας μειοψηφίας έστω ανθρώπων. Με αποτέλεσμα το «κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό κόμμα» να έχει γεμίσει τη Βουλή με «συνειδητοποιημένους» που διερωτώνται ποιος θα φοράει το νυφικό, αν τελικά θα επιβάλλεται να είμαστε ομοφυλόφιλοι, που ανησυχούν για την ελευθερία της έκφρασης!

Οι ευθύνες της Βουλής για συμβάντα μισαλλοδοξίας όπως αυτά της Δευτέρας είναι τεράστιες. Όταν με τέτοιο τρόπο βουλευτές χλευάζουν οτιδήποτε δεν τους εκφράζει και με το οποίο διαφωνούν, όταν όχι μόνο δικαιολογούν αλλά με τη ρητορική τους προκρίνουν το bulling, καλλιεργούν το μίσος, πως μπορεί κάποιος να αναμένει κάτι διαφορετικό από την κοινωνία; Όταν ο κάθε Θεμιστοκλέους- ως βουλευτής- μπορεί να είναι ρατσιστής, να λέει και να κάνει ό,τι θέλει, τότε γιατί όχι ο ΕΛΑΜίτης; Όταν ο Φυττής- ως ο άνθρωπος που ηγείται της προσπάθειας για προστασία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων- δεν μπορεί να αντιληφθεί ότιο σεβασμός των δικαιωμάτων δεν μπορεί να τίθεται υπό όρους ή στη βάση του ποιον αφορά, τάσσεται εναντίον της ποινικοποίησης ενεργειών που προάγουν τη βία, τότε γιατί κάποιος να αναμένει από το μέσο πολίτη να την καταδικάσει; Πόσο λογικό είναι να απαιτούμε από την κοινωνία να αναλύει τα πράγματα σε γόνιμη βάση, να σέβεται την ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητα, όταν η ίδια η Βουλή και η παιδεία δίνουν την εντύπωση πως υπάρχουν για να προάγουν ακριβώς το αντίθετο;

Οι βουλευτές καλούνται την Πέμπτη να κάνουν το αυτονόητο. Έχοντας κατά νου ότι ο ρατσισμός κτίζεται στον δημόσιο (δια)λόγο και δράση. Ότι όταν οι ίδιοι καλλιεργούν έναν βαθύ συντηρητισμό, (είτε αφορά το εθνικό είτε τη σφαίρα ελευθεριών) όταν παράγουν διαιρέσεις, επιβάλλουν την έλλειψη ανοχής και ελεύθερης βούλησης, προάγουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, με τη μεγαλύτερη ευκολία αποκόπτουν δικαιώματα, τότε προφανώς και η κοινωνία γίνεται ευάλωτη στο φασισμό. Κυρίως όμως ότι η έλλειψη ανοχής, η καταπάτηση ελευθεριών, δεν έχει επίπεδα. Ούτε συγκεκριμένες περιοχές δράσεις.

Όσο αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι ο αγώνας για ειρήνη και συμβίωση, η προσπάθεια κατά της μοσαλλοδοξίας δεν μπορεί να είναι ένα αφηρημένο ζήτημα, αλλά βασική αξία και συστατικό της κοινωνίας και της Βουλής, τα επεισόδια στην Τρίπολη και γύρω από το Λήδρα Πάλας μπορεί να έρχονται ως σοκ όμως και αναμενόμενα θα είναι και δεδομένα. Όσο κι αν φωνάζουμε οι πραγματικότητες θα μας αφήνουν εντελώς εκτεθειμένους.