Home Αντώνης Πολυδώρου Η διαχείριση της ελπίδας. Του Αντώνη Πολυδώρου

Η διαχείριση της ελπίδας. Του Αντώνη Πολυδώρου

antooimage1

Τώρα περισσότερο από ποτέ η κοινωνία έχει ανάγκη έμπνευσης. Ενός νέου αφηγήματος. Διότι δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από μια ηγεσία που ζητά από τον πολίτη να αποποιηθεί το μέλλον. Και τίποτε πιο εξωφρενικό από ένα πολίτη που, πανηγυρίζοντας, το αποδέχεται.  


 

«Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε» (επιγραφή στην είσοδο της κολάσεως). Από τη «Θεία Κωμωδία», Δάντης, Ιταλός ποιητής

 

Φίλοι με ρωτούν ποιο πιστεύω είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πορεία για λύση. Αν είναι το πολιτικό δυναμικό, τα μ.μ.ε., εκείνο το 76% που το 2004 απέρριψε το τελευταίο σχέδιο λύσης, οι εγγυήσεις, το εδαφικό, η έλλειψη εμπιστοσύνης. Απαντώ ότι αυτό που θα κρίνει (και) την νέα προσπάθεια θα είναι η διαχείριση της ελπίδας.

 

Είναι εμφανές ότι από κάποιους στήνεται εκ νέου σκηνικό 2004. Σκηνικό που δείχνει να αγκαλιάζει για μια ακόμα φορά ένα μέρος της κοινωνίας. Δεν είναι όμως αυτό το πολιτικό δυναμικό ή εκείνο το κομμάτι των μ.μ.ε. που έχει για μια ακόμα φορά φορέσει τη μάσκα του λαϊκού σωτήρα και ετοιμάζεται να ανασύρει κάθε δυνατό επιχείρημα για να πείσει ότι δεν θα πρέπει να γίνει τίποτε, που δημιουργεί τη μεγαλύτερη αμηχανία. Ούτε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, για το οποίο οι όποιες πρωτοβουλίες για τερματισμό του status quo αποτελούν απόδειξη για την πλήρη παράδοση της Κύπρου στην Τουρκία, το κύριο πρόβλημα. Πιο ανησυχητική και επώδυνη είναι αυτή η επιβεβαίωση της αδυναμίας των υπολοίπων να διαχειριστούμε οτιδήποτε αφήνει μια χαραμάδα για ελπίδα. Αυτή η παντελής κατάρρευση της αυτοπεποίθησης. Η αίσθηση- από πλευράς κοινωνίας- της παραίτησης. Που επιβεβαιώνει πόσο δύσκολο θα είναι και πάλι το εγχείρημα της επανένωσης.

 

Οτιδήποτε κινείται εκτός της κανονικότητας στην οποία έχουμε μάθει τα τελευταία 41 χρόνια,  παραπέμπει σε τερματισμό του status quo, αναφέρεται στην επόμενη μέρα, αυτομάτως ενεργοποιεί τα πατριωτικά αντανακλαστικά. Ακόμα και φίλοι, θετικά διακείμενοι προς τη λύση ομοσπονδίας, σήμερα αισθάνονται άβολα από τη διαμόρφωση συνθηκών λύσης. Δεν ξέρουν πως να τις διαχειριστούν. Θέλουν να είναι αισιόδοξοι αλλά το πατριωτικό καθήκον τους επιβάλλει να μην είναι. Το ερώτημα τους κατά πόσο θα υπάρξει λύση, πάντα, ακολουθούν ερωτήσεις που σχεδόν την αποκλείουν: Θα σεβαστεί η Τουρκία τα συμφωνηθέντα; Μπορεί μια συμφωνία να είναι λειτουργική; Τι θα γίνει με τις εγγυήσεις;

 

Πίσω από αυτό «Ναι» αλλά με μέτρο, «Ναι», αλλά όχι σε όλα, κρύβεται η αδυναμία, ο φόβος μιας ολόκληρης κοινωνίας να διεκδικήσει την αλλαγή. Μιας κοινωνίας που ψάχνει να πιαστεί απ’ οτιδήποτε θα σκοτώνει την ελπίδα. Να αξιοποιήσει κάθε άλλοθι της δίνεται για να ξεφορτωθεί το βάρος της ευθύνης για το παραπάνω βήμα. Η οποία, με τη μεγαλύτερη ευκολία, έχει οικειοθελώς αγκαλιάσει τη μιζέρια.Από το στόχο της επανένωσης, έχει σιγά σιγά μετακινηθεί σε αυτόν της διατήρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και μετατρέψει τη μισή πατρίδα σε πανάκια.

 

Αυτή η κουλτούρα της μιζέριας είναι σήμερα το κυριότερο εμπόδιο για τη λύση. Που κάνει και τα επιμέρους ζητήματα της συμφωνίας- τις εγγυήσεις, το εδαφικό, την έλλειψη εμπιστοσύνης- δευτερεύοντα. Διότι όσο δεν αντιμετωπίζεται η συγκεκριμένη πραγματικότητα, τα θέματα θα προσαρμόζονται στην ρητορική όπου ο κόσμος έχει μάθει πλέον να αισθάνεται πιο άνετα, και θα αποκλείουν τη συμφωνία ανεξαρτήτως επιμέρους προνοιών.

 

Είναι ξεκάθαρο ότι στο αφήγημα αυτό που κάποιοι έχουν κτίσει δεν χωρά η ελπίδα που έρχεται. Χρόνια πατριωτικής ρητορικής έχουν στοιχειώσει τη λύση και καταστήσει την άρνηση κυρίαρχη πολιτική και κοινωνική αξίωση. Στάση ζωής. Που επιβάλλει να αποδεχθούμε το τέλος χωρίς να προσπαθήσουμε για την ανατροπή, αρνούμενοι να διεκδικήσουμε κάτι άλλο. Κάθε συζήτηση αφορά στο μέλλον προαπαιτεί να αφήσουμε κάθε ελπίδα. «Επειδή η λύση ενέχει το ρίσκο διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας». «Επειδή η Τουρκία δεν μπορεί να τυγχάνει εμπιστοσύνης». «Επειδή η αξιοπρέπεια δεν επιτρέπει καμιά συνθηκολόγηση με τον εχθρό». «Επειδή ένα όνειρο ζωής δεν μπορεί να προσαρμόζεται στις πραγματικότητες».

 

Πως είναι όμως δυνατόν σ’ ένα όνειρο ζωής να μην χωρεί η ελπίδα; Ένα όνειρο ζωής να επιβάλλει την αποδοχή του τέλους χωρίς καμιά προσπάθεια; Περισσότερο να θυμίζει την επιγραφή της κολάσεως;

 

Τώρα περισσότερο από ποτέ η κοινωνία έχει ανάγκη έμπνευσης. Ενός νέου αφηγήματος. Που θα μετατοπίσει εκ νέου το στόχο από τη διατήρηση της μισής πατρίδας στην επανένωση. Θα επαναφέρει την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Θα μετατρέψει την κανονικότητα μας σε κάτι πραγματικά κανονικό. Παρά την ακραία μισαλλοδοξία που εκπέμπεται ακόμα και σήμερα στο δημόσιο διάλογο, η κοινωνία οφείλει στον εαυτό της τουλάχιστον αυτό. Διότι δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από μια ηγεσία που ζητά από τον πολίτη να αποποιηθεί το μέλλον. Και τίποτε πιο εξωφρενικό από ένα πολίτη που, πανηγυρίζοντας, το αποδέχεται.  

 

Δημοσιεύθηκε και στον Πολίτη της Κυριακής

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου