Θα ανέμενε κάποιος ότι το ΑΚΕΛ θα ήταν πρωτοστάτης μιας προσπάθειας για μια δημόσια Παιδεία που βελτιώνεται και εξελίσσεται. Μια Παιδεία που ανοίγει ορίζοντες για τον κάθε μαθητή και προοπτικές για τη χώρα. Αντ’ αυτού, βλέπουμε για μια ακόμα φορά, το ΑΚΕΛ (με μόνο επιχείρημα ότι θα κουράζονται οι μαθητές ή ότι οι χειρότεροι θα βαθμολογούνται χειρότερα), να προσπαθεί να επιβάλει την πλήρη στασιμότητα. Να κρατήσει τον πήχη στο χαμηλότερο επίπεδο.
Δημιουργεί μεγάλη εντύπωση η αντίδραση τις τελευταίες μέρες στις αλλαγές που προωθούνται στο χώρο της Παιδείας, για μια επιπλέον εξέταση το πρώτο τετράμηνο του τελευταίου έτους, με παράλληλη εγκαθίδρυση μηχανισμού στήριξης των μαθητών από κατάλληλα επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς, που θα εφαρμόζουν τις αρχές της διαφοροποιημένης διδασκαλίας. Από τους μαθητές η αντίδραση είναι αναμενόμενη. Απλά επιβεβαιώνει πόσο παράδοξο είναι αυτό που γίνεται στην Κύπρο, όπου οι ενέργειες υπουργείου και κομμάτων έχουν οδηγήσει τις μαθητικές οργανώσεις να θεωρούν δικαίωμα των μαθητών να συναποφασίζουν όχι για τα δικαιώματα τους εντός σχολείου, ούτε καν για τον τρόπο διδασκαλίας, αλλά τον τρόπο αξιολόγησης τους. Το ίδιο και από μερίδα δασκάλων-καθηγητών. Η αντίδραση όμως του ΑΚΕΛ, που αγωνίζεται τάχα για καλή και δωρεάν Παιδεία για όλους, πως δικαιολογείται;
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του γραφείου Παιδείας της Κ.Ε. ΑΚΕΛ, Χρίστο Χριστοφίδη, «ο πολλαπλασιασμός εξετάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα απειλεί να βάλει ταφόπλακα στο.. ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο», διότι θα δημιουργήσει μια βιομηχανία εξετάσεων σε βάρος της πραγματικής μάθησης, θα ενισχύσει την παραπαιδεία και θα οδηγήσει σ’ ένα συντηρητικό, εξετασιοκεντρικό σύστημα. Ενώ, σύμφωνα με τον βουλευτή του ΑΚΕΛ, Γιώργο Γεωργίου, «αυτό που πάει να δημιουργηθεί» είναι ένα «παιδαγωγικό έγκλημα», διότι με τις τετράμηνες εξετάσεις «θα οδηγηθούμε σ’ ένα σχολείο αγχωτικό», που θα λειτουργεί ως «εργοστάσιο παραγωγής στείρων γνώσεων» και όχι ένα σχολείο «ανθρώπινο, δημοκρατικό», το οποίο θα «υπηρετεί ποικίλους στόχους και προτεραιότητες». Και διότι «έχουμε ανάγκη από παιδιά γαλουχημένα δημοκρτικά, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη.»
Με ποια λογική το ΑΚΕΛ τάσσεται- με τέτοια ένταση μάλιστα- ενάντια σε μια προσπάθεια που θεωρητικά τουλάχιστον διαιρεί την ύλη στα δύο, καθιστώντας πιο εύκολη την προετοιμασία, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αποτελεσματικότερη και πιο έγκαιρη διάγνωση των προβλημάτων, και υπόσχεται να βάλει σε εφαρμογή ένα μηχανισμό στήριξης του αδύνατου μαθητή, χωρίς μάλιστα να προτάσσει ούτε ένα επιχείρημα πως αυτό οδηγεί σε χειροτέρευση της Παιδείας μας- που χρόνια τώρα κατατάσσεται ανάμεσα στις χειρότερες;
Δηλαδή σήμερα έχουμε ένα σχολείο προοδευτικό; Καταπιάνεται η εκπαίδευση μας με οτιδήποτε άλλο πέραν της στείρας γνώσης; Βοηθά τους μαθητές να αναπτύξουν κριτική σκέψη; Πώς μια επιπλέον εξέταση, που ως στόχο έχει μάλιστα τη στήριξη των αδύνατων μαθητών, αποτελεί «παιδαγωγικό έγκλημα»; Με πιο τρόπο υπονομεύει τη Δημοκρατία; Δεν αντιλαμβάνονται ότι το επίπεδο της διδασκαλίας είναι που αναγκάζει τους μαθητές να καταφεύγουν στην επιλογή των φροντιστηρίων, και όχι η επιπλέον εξέταση; Ότι με αυτή την εμμονή για διατήρηση ενός συστήματος που αποδεδειγμένα παρέχει χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση, όχι μόνο δεν διασφαλίζουν αλλά αποκλείουν κάθε πιθανότητα δημιουργίας μιας κοινωνίας ίσων ευκαιριών; Εφόσον ήδη υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία πολύ καλύτερου επιπέδου;
Απαντήσεις σε αυτά δεν θα δώσει το ΑΚΕΛ. Δεν είναι με την επιπλέον εξέταση άλλωστε που έχει πρόβλημα, αλλά με την αξιολόγηση γενικότερα. Το είπε στο καταληκτικό σχόλιο του ο Γιώργος Γεωργίου: «Το μέτρο αυτό θα στιγματίσει τους αδύνατους. Θα τους τσακίσει.». Καλώντας το υπουργείο «να σταματήσει να παίζει με τα παιδιά μας».
Η αντίδραση του ΑΚΕΛ είναι αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης αντίληψης της Αριστεράς για την συλλογικότητα. Η οποία εδώ και χρόνια με συνθήματα όπως «όχι στην εντατικοποίηση», όχι στην αξιολόγηση χειραγώγηση» έχει αναγάγει την ανεπάρκεια της εκπαίδευσης σε κεκτημένο δικαίωμα. Η αριστεία είναι ελιτισμός. Ότι οδηγεί στο ξεχώρισμα, είναι καταδικαστέο. Κάθε προσπάθεια αξιολόγησης ή λογοδοσίας θεωρείται casus belli. Επειδή «αμφισβητεί» την αρχή της ισότητας. Που δεν είναι άσχετη με την αντίδραση του και στις αλλαγές που επιχειρούνται στο Δημόσιο.
Είναι προφανές ότι ισότητα για το ΑΚΕΛ δεν σημαίνει ίδια αφετηρία, ίδιοι κανόνες, ίδιες ευκαιρίες. Στην προκειμένη ουσιώδης ένταξη όλων των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία, ανεξαρτήτως κοινωνικής καταγωγής και εισοδηματικής θέσης. Ισότητα για το ΑΚΕΛ σημαίνει ίδια διαδρομή. Σημαίνει Παιδεία στην οποία μπορούν να ανταποκριθούν όλοι το ίδιο. Δίδοντας μάλιστα σ’αυτή του την επιλογή να κρατά στα ρηχά την εκπαίδευση, δημοκρατικό χαρακτήρα.
Θα ανέμενε κάποιος ότι το ΑΚΕΛ θα ήταν πρωτοστάτης μιας προσπάθειας για μια δημόσια Παιδεία που βελτιώνεται και εξελίσσεται. Που αγγίζει τα προβλήματα όσων έχουν ανάγκη. Μια Παιδεία που ανοίγει ορίζοντες για τον κάθε μαθητή και προοπτικές για τη χώρα. Αντ’ αυτού, βλέπουμε για μια ακόμα φορά, το ΑΚΕΛ (με μόνο επιχείρημα ότι θα κουράζονται οι μαθητές ή ότι οι χειρότεροι θα βαθμολογούνται χειρότερα), να προσπαθεί να επιβάλει την πλήρη στασιμότητα. Να επιλέγει να περιθωριοποιήσει τους αδύνατους για να μην τους «στιγματίσει», να τους κρατήσει στον πάτο για να μην τους «τσακίσει». Να κρατήσει τον πήχη στο χαμηλότερο επίπεδο.
H υπονόμευση της Αριστείας είναι η ασφαλέστερη ενέργεια ισοπέδωσης της εκπαίδευσης. Και το ΑΚΕΛ το ξέρει. Ξέρει όμως την ίδια στιγμή ότι έτσι διατηρεί την προνομιακή του πρόσβαση στα πανεπιστήμια και τους μελλοντικούς πολίτες. Τη συνέχιση της φαυλότητας και της κομματοκρατίας. Την ανάγκη για μαθητικό-φοιτητικό συνδικαλισμό. Ότι όσο πιο χαμηλό διατηρείται το επίπεδο της Παιδείας τόσο πιο σημαντικός γίνεται ο ρόλος του δημόσιου τομέα και των κομματικών εταιριών. Όπως είπε ο κ. Γεωργίου το σχολείο πρέπει να «υπηρετεί ποικίλους στόχους και προτεραιότητες». Όταν αυτά εξυπηρετούνται τότε δεν έχουμε πρόβλημα να παίζουμε και με τα παιδιά μας.
Δημοσιεύεται και στον Πολίτη της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου