Μια Αριστερά που έχει αυτοανακηρυχθεί κριτής των πάντων αλλά κατατάσσει στην ομάδα των ορκισμένων εχθρών όποιον τολμήσει να την κρίνει. Η οποία αδυνατεί να δείξει τα όποια ψήγματα αμφιβολίας ή κρίσης. Που ακόμα και στην πιο προοδευτική και ανήσυχη της εκδοχή, η αυτοκριτική πάντοτε γίνεται χαμηλοφώνως, σχεδόν ενοχικά.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή ένα σατιρικό τραγούδι (η katyusha του ΚΚΕ), Τζίμης Πανούσης και Γιάννης Αγγελάκας, βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, δεχόμενοι από στελέχη και οπαδούς του ΚΚΕ απίστευτες προσωπικές επιθέσεις. Σ’ αυτό τον «αγώνα» απαξίωσης τους, όχι ως καλλιτεχνών αλλά ως ανθρώπων, έσπευσε- ως θα ανέμενε κάποιος- να συνεισφέρει (με μέλη και οπαδούς) και η δικιά μας Αριστερά. Ένας φίλος διερωτήθηκε πως ο Πανούσης είναι δυνατόν να έχει εξελιχθεί σε αυτό που έχει εξελιχθεί, χαρακτηρίζοντας ως τρισάθλια τη συμπεριφορά του σε ανθρώπους που τον στήριξαν και τον «έκαναν», ενώ αιχμές άφησε και για το επίπεδο ηθικής του Αγγελάκα, κάνοντας λόγο για αισχρές συμπεριφορές που δεν συνάδουν με το καλλιτεχνικό του επίπεδο. Ένας άλλος φίλος, αφού εξέφρασε κι αυτός την απογοήτευση του, έγραψε ότι είτε συμφωνείς με τις απόψεις του ΚΚΕ είτε όχι, αυτές αξίζουν σεβασμού. Στη διαπίστωση ότι στη σάτιρα αλλά και στην ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να μπαίνουν όρια, πόσο μάλλον όταν αυτή αφορά σε πολιτικά κόμματα και πολιτικές προτάσεις που εξ’ ορισμού υπάρχουν σε μια Δημοκρατία για να κρίνονται, ότι ο σεβασμός κερδίζεται, δεν απαιτείται ούτε επιβάλλεται, η απάντηση ήταν πως άλλο είναι η σάτιρα και άλλο ο βόθρος. Έγινε λόγος για κακογουστιά, για εμετική αισθητική, ενώ κάποιοι υπενθύμισαν τους αγώνες της Αριστεράς και την τεράστια προσφορά της στους εργατικούς αγώνες. Αυτή είναι η (μονότονα πληκτική) κατάληξη κάθε συζήτησης με φίλους που πρόσκεινται στο χώρο της Αριστεράς. Άνθρωποι μετριοπαθείς, με κατασταλαγμένη και ξεκάθαρη, κατά τα άλλα, αντίληψη για την πορεία της χώρας- τι έφταιξε, τι θα πρέπει να γίνει- με τους οποίους υπάρχει ένας κοινός τρόπος σκέψης, που παύει-όμως- να υφίσταται μόλις η συζήτηση αγγίζει τις ευθύνες της Αριστεράς. Η όποια κριτική τους φέρνει σε θέση άμυνας. Η ρητορική τους γίνεται οπαδική.
Στις συζητήσεις με φίλους συνειδητά δεν μπήκα σε οποιοδήποτε σχολιασμό των στίχων, όσο κι αν προκλήθηκα. Αν το έπραττα θα ήταν σαν να υιοθετούσα τη δική τους λογική, ότι δηλ. σάτιρα μπορεί να υπάρχει αλλά υπάρχουν και όρια. Η συγκεκριμένη αντίδραση, άλλωστε, δεν έχει να κάνει με το τραγούδι (αν δεν σου αρέσει κάτι- αν το βρίσκεις κακόγουστο- απλά το προσπερνάς) αλλά με την αδυναμία της Αριστεράς να ανεχτεί την οποιαδήποτε κριτική. Κυρίως όταν αυτή προέρχεται από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως Αριστεροί. Διότι, σε κανένα άλλο ιδεολογικό χώρο ένα τραγούδι, όσο τραβηγμένο κι αν θεωρείτο, δεν θα μπορούσε να είχε προκαλέσει τέτοια οργιώδη αντίδραση. Αυτό θεωρώ ότι είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της σημερινής Αριστεράς που τη διαφοροποιεί- με τρόπο ξεκάθαρο- από τους υπόλοιπους ιδεολογικούς- πολιτικούς χώρους.
Μια Αριστερά που έχει αυτοανακηρυχθεί κριτής των πάντων αλλά κατατάσσει στην ομάδα των ορκισμένων εχθρών όποιον τολμήσει να την κρίνει. Η οποία αδυνατεί να δείξει τα όποια ψήγματα αμφιβολίας ή κρίσης. Που ακόμα και στην πιο προοδευτική και ανήσυχη της εκδοχή, η αυτοκριτική πάντοτε γίνεται χαμηλοφώνως, σχεδόν ενοχικά, ενώ η όποια παραδοχή λαθών συνοδεύεται με δεκάδες ελαφρυντικά και γίνεται σε σύγκριση πάντα με την τρισχειρότερη Δεξιά. Με μια ηγεσία η οποία θεωρεί την αμφισβήτηση εκ των έσω ως εσχάτη προδοσία. Που καλλιεργεί την αντίληψη ότι η όποια κριτική στην ηγεσία είναι ευθύ κτύπημα στην ίδια την Αριστερά. Και έχει αναγάγει εαυτόν υπεράνω των θεσμών (όπως έδειξε η αντίδραση της στη Δρομολαξιά), τη στιγμή που ως κυβέρνηση στην όποια κριτική απαντούσε με την ανάγκη διαφύλαξης των θεσμών.
Η Αριστερά έχει δικαιολογημένα ως ένα βαθμό ταυτιστεί με την αμφισβήτηση, τις τομές, την επανάσταση. Δημιουργήθηκε, άλλωστε, ως αντίδραση στη δεδομένη τάξη πραγμάτων. Στην πορεία όμως ελάχιστες φορές «υποστήριξε» με πράξεις την αφήγηση της. Aπό φορέας μιας νέας τάξης πραγμάτων μετατράπηκε σε σταθερό υπερασπιστή του παλαιού καθεστώτος. Από εχθρός του έθνους-κράτους, έγινε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του. Από επαναστατική δύναμη, που βάδιζε πλάι-πλάι απέναντι από το συντηρητισμό, έγινε ο πλέον πιστός αφηγητής του. Ακόμα και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ουδέποτε προχώρησε σε μια κριτική αναθεώρησή, μια αντικειμενική αυτοκριτική. Αρνήθηκε να αναζητήσει τα αίτια της ήττας του κομμουνισμού, δεν άγγιξε τα εγκλήματα της ηγεσίας της Σοβ. Ένωσης. Έγινε πεδίο του πιο ακραίου λαϊκισμού και εξελίχθηκε σε κάτοχο της απόλυτης αλήθειας. Επέλεξε να οδηγήσει στην έξοδο τους «ανήσυχους» και να κρατήσει τους «δεδομένους», αγκαλιάζοντας το συναίσθημα και το φόβο και καθιστώντας την Αριστερά μια κομμουνιστική Ορθοδοξία. Συνεχίζει παρόλα αυτά να αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτική και εκσυγχρονιστική.
Τι σχέση, όμως, με την προοδευτικότητα και τον εκσυγχρονισμό μπορεί να έχει αυτή η Αριστερά;
Μια Αριστερά που δεν μπορεί να δεχθεί ούτε τα αυτονόητα; Πως μπορεί ο καθένας να έχει όποια άποψη θέλει για το ΚΚΕ ή το ΑΚΕΛ; Και να τη διατυπώνει όπως ο ίδιος θεωρεί ορθό; Πως η σάτιρα δεν μπορεί να είναι καλή όταν την εξυπηρετεί, αλλά τρισάθλια όταν την ξεβολεύει; Ότι η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να υπόκειται σε έλεγχο στη βάση του τι προσβάλλει την Αριστερά και τι όχι;
Τι σχέση με την προοδευτικότητα μπορεί να έχουν επιχειρήματα του στυλ «είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς με τις θέσεις του ΚΚΕ αυτές αξίζουν σεβασμού»; «Αδιάψευστα δόγματα» και «απόλυτες αλήθειες»; Μια Αριστερά που όλο και περισσότερο θυμίζει αυτά που τάχα δεν ανέχεται και εναντίον των οποίων υποτίθεται παλεύει; Αυτό το μην αγγίζεις την Αριστερά, «αν διαφωνείς απλά κράτα τη διαφωνία για τον εαυτό σου», «δεν είναι ανάγκη να ψηφίζεις Αριστερά αλλά μην προκαλείς», πόσο διαφέρει από τη εκκλησιαστική ρητορική της απόλυτης αλήθειας, του πίστευε και μη ερεύνα;
Τι σχέση μπορεί να έχει με τον εκσυγχρονισμό μια Αριστερά της οποίας η δημοκρατική αντίληψη δείχνει να προσομοιάζει με τα πλέον ανατριχιαστικά και βάρβαρα ολοκληρωτικά καθεστώτα; (όπου σάτιρα, χιούμορ και άλλες τέτοιες «αστικές απρέπειες» δεν είχαν χώρο, εξού και όπου είχε την εξουσία τα είχε καταργήσει και κοιμόταν ήσυχος); H δικαίωση των οποίων αποτελεί- ακόμα και σήμερα- δική της δικαίωση; Που 47 χρόνια μετά την Σοβιετική εισβολή στη Τσεχοσλοβακία και 26 μετά τη πτώση του κομμουνισμού δεν έχει καταφέρει ακόμα ως κόμμα να κάνει την αυτοκριτική σου;
Μια Αριστερά που αδυνατεί να αντιληφθεί ότι υβριστική δεν μπορεί να είναι η κριτική αλλά η πραγματικότητα;
Φίλοι επαναλαμβάνουν φορτικά ότι η Αριστερά χρειάζεται μια νέα αφήγηση, ένα νέο «πολιτικό νόημα». Αυτά όμως έπονται. Η Αριστερά αυτό που πρωτίστως χρειάζεται είναι να συγκρουστεί με το παρελθόν της (και όχι απλά να γυρίσει σελίδα). Να επανεύρει τον εαυτό της, προχωρώντας σε μια επώδυνη αυτοκριτική. Να θυμηθεί ότι αυτό για το ποίο διαχρονικά πάλευε ήταν το διαφορετικό, την ιδέα μιας νέας κοσμοθεωρίας. Ότι ο σταλινισμός δεν είναι Αριστερά είναι η απόδειξη που μπορεί να οδηγηθεί μια κοινωνία όταν στο όνομα της Αριστεράς την εξουσία πάρουν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Και να προσεγγίσει εκ νέου τη Δημοκρατία.
Αριστερά χωρίς αμφισβήτηση , μια ξεκάθαρη και χωρίς όρους ανοχή στη Δημοκρατία, είναι κατ’ επίφαση Αριστερά.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου