Ένα κράτος και ένα πολιτικό σύστημα για να έχει την αξιοπιστία να καταδικάζει τέτοια φαινόμενα, θα πρέπει το ίδιο να μπορεί με την όλη του στάση να σταθεί απέναντι σ’ αυτά.
Και η πραγματικότητα είναι ότι δεν διαθέτει ούτε την αξιοπιστία ούτε το ανάστημα να το πράξει. Όχι μόνο διότι όπως λέχθηκε για χρόνια αγνόησε τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και του φασισμού, αλλά επειδή με τη ρητορική του επέτρεψε στην ιδεολογία αυτή να βρει διέξοδο στην κοινωνία. Επειδή με τα εύκολα συνθήματα και τους εύκολους εχθρούς την δημιούργησε. Επειδή με την παιδεία που συντήρησε την άνδρωσε. Επειδή το ίδιο με τις πράξεις του συνεχίζει να ταυτίζεται με τέτοιες πρακτικές.
Τα όσα έγιναν στο ΤΕΠΑΚ ορθώς θορύβησαν την πολιτεία, την κοινωνία και τα κόμματα. Και ορθώς η κυβέρνηση ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε δείχνοντας ότι δεν θα ανεχθεί τέτοιες φασιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές. Έστω κι αν καθυστέρησε, έστω κι αν οι ενδείξεις υπήρχαν εδώ και πολύ καιρό (και δεν ήταν βέβαια οι φωτογραφίες που παρουσίασε ο κ. Κυπριανού στον γενικό εισαγγελέα), η αντίδραση ήταν η σωστή και ενδεδειγμένη.
Ένα κράτος και ένα πολιτικό σύστημα όμως για να έχει την αξιοπιστία να καταδικάζει τέτοια φαινόμενα, θα πρέπει το ίδιο να μπορεί με την όλη του στάση να σταθεί απέναντι σ’ αυτά. Και η πραγματικότητα είναι ότι δεν διαθέτει ούτε την αξιοπιστία ούτε το ανάστημα να το πράξει. Όχι μόνο διότι όπως λέχθηκε για χρόνια αγνόησε τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και του φασισμού, αλλά επειδή με τη ρητορική του επέτρεψε στην ιδεολογία αυτή να βρει διέξοδο στην κοινωνία. Επειδή με τα εύκολα συνθήματα και τους εύκολους εχθρούς την δημιούργησε. Επειδή με την παιδεία που συντήρησε την άνδρωσε. Επειδή το ίδιο με τις πράξεις του συνεχίζει να ταυτίζεται με τέτοιες πρακτικές.
Πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας ήρθε να κατατάξει την Κύπρο ανάμεσα στα κράτη τα οποία μεταχειρίζονται τον μετανάστη με τον πιο «ανηλεή και αυθαίρετο τρόπο», Σύμφωνα με την έκθεση, το κράτος «επιδεικνύει τρομακτική έλλειψη συμπόνιας», ενώ ο τρόπος που μεταχειρίζεται τους μετανάστες αποτελεί «ντροπή για την Ε.Ε.» καθώς «άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα κρατούνται υπό συνθήκες φυλάκισης για χρονικές περιόδους που ορισμένες φορές ξεπερνούν τους προβλεπόμενους 18 μήνες». Καταγράφονται μάλιστα περιπτώσεις δύο γυναικών, κατοίκων εδώ και καιρό της Κύπρου, που αν και παντρεμένες με πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τεθεί υπό κράτηση, ενώ τα παιδιά τους – 19 μηνών και τριών ετών αντίστοιχα – έχουν παραδοθεί στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Κι όμως κανείς αξιωματούχος δεν ένιωσε την ανάγκη να σχολιάσει την πιο πάνω έκθεση, να υποσχεθεί αλλαγή στάσης, να δώσει έστω κάποιες εξηγήσεις. Αν όχι στους ίδιους τους ανθρώπους που η πολιτεία κακομεταχειρίζεται, αν όχι στην Ε.Ε. (για την οποία η Κύπρος αποτελεί ντροπή σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία), τουλάχιστον στον κόσμο (έστω αυτούς τους λίγους) που με τόσο βάναυσο τρόπο προσβάλλει. Πέραν του υπουργού Εσωτερικών ο οποίος το έκανε με απίστευτη αποτυχία, διαψεύδοντας χωρίς όμως να απαντά σε κανένα σημείο επί της ουσίας.
Ο αναπληρωτής κυβ. εκπρόσωπος στις 10 τόσες δηλώσεις του τις τελευταίες 2 βδομάδες δεν θεώρησε αναγκαίο ν’ αφιερώσει ένα λεπτό σ’ αυτή την έκθεση. Κανένας δημοσιογράφος δεν ένιωσε την ανάγκη να ρωτήσει κάτι για το θέμα. Ελάχιστοι πολίτες από αυτούς που γράφουν από την Τετάρτη ακατάπαυστα στο Facebook ενοχλήθηκαν τόσο ώστε να κάνουν ένα post. Κανένα από τα κατά τα άλλα λαλίστατα κόμματα- δεν συγκινήθηκε, όπως- ορθώς συγκινήθηκε- για την επίθεση που δέχθηκε ο Μ.Α. Ταλάτ γιατί είναι ένα θέμα που, πέραν του ότι δεδομένα θα τύχει εκμετάλλευσης, αγγίζει την ουσία της ίδιας της Δημοκρατίας.
Την ουσία όμως την δημοκρατίας αγγίζει και η έκθεση και τα όσα συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν. Είναι μάλιστα σημαιολογικά πολύ πιο σημαντική. Διότι δίνει το καλύτερο επιχείρημα, το καλύτερο άλλοθι, σε οποιοδήποτε κομμάτι της κοινωνίας να προβαίνει σε έκνομες ενέργειες όπως αυτές στο ΤΕΠΑΚ, να ενεργεί ρατσιστικά και φασιστικά. Και να νιώθει ότι αυτές δικαιολογούνται απόλυτα. Αφού αυτό κάνει επίσημα και το κράτος του. Εξού και η ουσία δεν μπορεί να είναι μεμονωμένα περιστατικά μερίδας της κοινωνίας που οργανώνει συσσίτια μόνο για Κύπριους και Έλληνες και που απαγορεύει την είσοδο σε πάρκα σε μετανάστες (όσο ενοχλητικά κι αν είναι). Ούτε το ότι δείχνει να στρέφεται στους κύριους εκφραστές της μισαλλοδοξίας, ανοησίας και βαρβαρότητας ή ότι καταφεύγει σε ρατσιστικές φαντασιώσεις περί “άμεσης απέλασης” και “εθνικής καθαρότητας”. Ούτε καν το γεγονός ότι κάποιοι θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν ποιος θα βρεθεί και θα μιλήσει στις ελεύθερες περιοχές, να σταματούν εκδηλώσεις που δεν τους εκφράζουν. Όλα αυτά δεν είναι η ουσία. Και η επίκληση τους αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της υποκρισίας του πολιτικού συστήματος.
Διότι η στάση αυτή αφορά πρωτίστως την ίδια την πολιτεία, το ίδιο το κράτος. Ένα κράτος που επικαλείται το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, που όμως το ίδιο παραβιάζει με τον πιο έντονο και ξεκάθαρο τρόπο. Όχι με τη ρητορική του αλλά με τις πράξεις του. Που επιλέγει να σπρώξει ανθρώπους στην εξαθλίωση. Που επιδιώκει να καταστήσει τις συνθήκες διαβίωσης γι’ αυτούς στην Κύπρο χειρότερες απ’ αυτές στη χώρα τους.Ακολουθεί δηλ. κατά γράμμα τις εισηγήσεις της Χ.Α. στην Ελλάδα. Δίδοντας στο ρατσισμό, την ανομία και το φασισμό την πιο επίσημη μορφή.
Και αυτό νομίζω είναι που θα πρέπει να προβληματίσει περισσότερο από την ενέργεια του κάθε ΕΛΑΜίτη. Η εικόνα ενός κράτους κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του κάθε απατεώνα, του κάθε λαϊκιστή, πλέον επίσημα και του κάθε ρατσιστή.
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου