Αυτό που κάνει η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, το κάναμε κι εμείς. Είναι αυτής της πολιτικής τα αποτελέσματα που πληρώνουμε. Δεν πέρασαν χρόνια. Μόλις 22 μήνες. Παρά ταύτα, η αντιπολίτευση μας αποφάσισε ότι οι ενέργειες ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύουν το λανθασμένο της κυβερνητικής πολιτικής και την κάλεσε να πάρει μαθήματα από την Ελλάδα.
Η πραγματικότητα είναι ότι από την αρχή η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν είχε και πολλές επιλογές. Η λογική έλεγε πως από τη στιγμή που αποφάσιζε ότι δεν θα αυτοκτονήσει πολιτικά, συγκρουόμενη με τους Ευρωπαίους, θα συμβιβαζόταν. Το ερώτημα ήταν πότε. Αλλά και ποιο κόστος θα είχε για τη χώρα η- ως ένα βαθμό αναμενόμενη- διαχείριση που θα γινόταν από έναν άνθρωπο και ένα κόμμα ασφυκτικά εγκλωβισμένους στο δικό τους πρόσφατο φαύλο αντιπολιτευτικό παρελθόν. Τη διαχείριση αυτή πληρώνει σήμερα.
Ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε μια απίστευτη- είναι αλήθεια- ωριμότητα (πάντα σε σχέση με το τι παρουσίασε προεκλογικά). Η κυβέρνηση όμως, στο σύνολο της, παρουσιάζει ένα τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας. Αυτές οι αντιφάσεις περί αποφασιστικότητας της για βαθιές μεταρρυθμίσεις, από τη μια, και οι εξαγγελίες υπουργών για διορισμούς, αυξήσεις, καταργήσεις μεταρρυθμίσεων που οδηγούν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, από την άλλη, πλήγωσαν την Ελλάδα. Κυρίως όμως πλήγωσε η εικόνα σύγκρουσης που έβγαλε. Που μετέτρεψε την προσπάθεια κατάληξης (όπως στην Κύπρο το 2013) σ’ ένα αγώνα επικράτησης καθιστώντας για την άλλη πλευρά την επιβεβαίωση μονόδρομο. Διότι κοινή γνώμη έχουν και οι υπόλοιπες χώρες.
Aιχμή του δόρατος της αρχικής διαχείρισης υπήρξε ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος αναμφίβολα αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο αλλά και κύριο πρόβλημα της κυβέρνησης σήμερα. Η ευελιξία και προσαρμοστικότητα που στη συνέχεια έδειξε- με προτάσεις για πρωτογενές πλεόνασμα και ρύθμιση αντί κουρέματος, χάθηκαν πίσω από τις αρχικές τοποθετήσεις του «δεν θέλουμε την επόμενη δόση» και «δεν θα δούμε την Τρόικα», κυρίως όμως την έπαρση.
Αυτό λάτρεψε η ελληνική κοινωνία. Τη διάθεση για σύγκρουση. Τη μαγκιά. Στο πρόσωπο του ΥΠΟΙΚ βρήκε τον νέο ήρωα που έψαχνε. Ο Βαρουφάκης έγινε ροκ-σταρ. Ακόμα κι αν δεν έβγαιναν οι αριθμοί.Άλλωστε για ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας το πρόβλημά τα τελευταία χρόνια δεν ήταν οι αριθμοί, αλλά η έλλειψη ενός «αποφασιστικού τσαμπουκά» απέναντι στους δανειστές, και κυρίως τη Γερμανία. Το στυλ του Βαρουφάκη και όχι οι θέσεις του (που άλλαξαν τόσες φορές που όντως «χαθήκαμε» στη μετάφραση) είναι που κέρδισε τον Έλληνα. Εκείνη η αυταρέσκεια, η αγένεια, η υπεροψία έναντι των υπολοίπων. Η ρήξη
Κι αν για μια χώρα με βαθιά ύφεση τα τελευταία 5 χρόνια, που ψάχνει απεγνωσμένα για εθνικές νίκες, αυτό ήταν αναμενόμενο, τι να πει κανείς για εμάς; Τη στιγμή που ο Α.Τσίπρας έδειχνε- μετά από ένα κενό διάστημα- να επανέρχεται στη λογική, στη Κύπρο γεμίσαμε Βαρουφάκηδες. Η αντιπολίτευση κάλεσε την κυβέρνηση να πάρει μαθήματα για το πως διεξάγεται μια διαπραγμάτευση από την Ελλάδα. Όχι επειδή βρήκε τρόπο να βγάλει τη χώρα από την κρίση, διότι πέτυχε μια καλύτερη συμφωνία ή έπεισε ότι η χώρα μπορεί και χωρίς τη σύναψη συμφωνίας (αντίθετα, οι μέχρι σήμερα επιλογές καθιστούν την θέση της χώρας πιο δύσκολη), αλλά γιατί είπε «Όχι». Και το διαδίκτιο γέμισε θαυμαστές του Βαρουφάκη και επικριτές της κυπριακής διαχείρισης.
Ενα κυρίαρχο θέμα κατήλθε και πάλι στην κοινωνία σε επίπεδο συνθημάτων. Ο Γιώργος Λιλλήκας εξήγγειλε εκδήλωση υπέρ του Έλληνα πρωθυπουργού. Ο Κουλίας ζήτησε από τον πρόεδρο να παύσει τον ΥΠΟΙΚ, ο ποίος λειτουργεί ως πλασιέ των δανειστών «σε ένδειξη συμπαράστασης προς την ελληνική κυβέρνηση». Ο γ.γ. του ΑΚΕΛ εξέφρασε τη θέση ότι «η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης… στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα ότι τα μνημόνια δεν είναι μονόδρομος.» Αγνοώντας ότι δεν αποτελεί η ίδια η αμφισβήτηση, απόδειξη ότι υπάρχει και άλλη λύση, αλλά τα αποτελέσματα της. Κυρίως όμως αγνοώντας ότι δεν είναι την τυφλή υποταγή στο μνημόνιο που πληρώνουμε, αλλά την άρνηση μας για μεγάλο χρονικό διάστημα να προσαρμοστούμε στις πραγματικότητες και να διαπραγματευτούμε σοβαρά. Την παντελή αδυναμία μας, μέχρι τέλους, να αντιληφθούμε τη θέση στην οποία βρισκόμασταν.
Αυτό που κάνει η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, το κάναμε κι εμείς. Είναι αυτής της πολιτικής τα αποτελέσματα που πληρώνουμε. Αυτούς τους παλικαρισμούς, τους δοκιμάσαμε μεταξύ πρώτου και δεύτερου Eurogroup, για να καταλήξουμε τελικά με τη συναίνεση όλων σε μια πολύ χειρότερη (όπως αργότερα οι ίδιοι παραδέχθηκαν) δεύτερη συμφωνία. Εκείνο το απειλητικό χαρτί της Ρωσίας (που ο Τσίπρας απέκλεισε- προς απογοήτευση ΑΚΕΛ, Λιλλήκα και Παπαδόπουλου) το προτάξαμε και εμείς. Όπως θέσαμε τους όρους μας, τις κόκκινες γραμμές μας, διλήμματα προς της Ε.Ε. Ακόμα και εκείνο το αίσθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας που βιώνει σήμερα ο μέσος Έλληνας, το βιώσαμε και εμείς. Με βουλευτές να αλληλοσυγχαίρονταν και πολίτες έξω από τη Βουλή να πανηγυρίζουν.
Δεν πέρασαν χρόνια. Μόλις 22 μήνες. Δεν άλλαξαν τα πρόσωπα. Είναι αυτά ακριβώς που διαχειρίστηκαν με μπαρούφες και γελοιότητες τότε την κατάσταση. Των οποίων η πολιτική έφερε το Eurogroup. Παρά ταύτα, η αντιπολίτευση μας (που αποδεικνύεται απείρως χειρότερη από αυτήν στην Ελλάδα) αποφάσισε ότι οι ενέργειες ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύουν το λανθασμένο της κυβερνητικής πολιτικής. Καλώντας την- αφού (συμπεριλαμβανομένης και αυτής)- έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, να κάνει το μοιραίο βήμα μπρος.
Και η κοινωνία εξιτάρεται με τη σύγκρουση έστω με προδιαγεγραμμένο τέλος, ψάχνει στο πρόσωπο του Βαρουφάκη το νέο της ήρωα και γεμίζει με υπερηφάνεια μόνο με την ιδέα να πούμε και εμείς «Οχι».
Για άλλη μια φορά ζούμε την απόλυτη άρνηση της λογικής ανάλυσης, την απόλυτη περιφρόνηση της πραγματικότητας. Επιβεβαιώνοντας ότι με τίποτε δεν μαθαίνουμε. Συνεχίζουμε, όταν οι λογικές μας συγκρούονται με τις πραγματικότητες, απλά να αλλάζουμε τις πραγματικότητες.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου