Το τελευταίο δεκαήμερο, όλη αυτή η αντιπαράθεση για το εφάπαξ των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά κυρίως το αποτέλεσμα της, επιβεβαίωσε ότι ζούμε σ’ ένα κράτος πλήρους αναρχίας και αλητείας. Όπου ο κάθε μεγαλόσχημος πολιτικός και συνδικαλιστής συνεχίζει να λειτουργεί ως αν να του ανήκει η χώρα.
Η δέσμευση του προέδρου ότι δεν θα υπάρξει φορολόγηση του εφάπαξ, ούτε περικοπές των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων, οδήγησε σε αναστολή της απεργίας και έκλεισε μια αντιπαράθεση η οποία έβγαλε για μια ακόμα φορά το χειρότερο πρόσωπο μας. Αναδεικνύοντας με ξεκάθαρο τρόπο το μέγεθος του προβλήματος και επιβεβαιώνοντας την αδυναμία μας να γυρίσουμε σελίδα.
Όλο το προηγούμενο διάστημα προτάχθηκαν σειρά επιχειρημάτων από συντεχνίες και ομάδα πολιτικών- οι οποίοι δείχνουν να έχουν εδώ και καιρό ταυτίσει το κοινωνικό κράτος με υπερπληρωμένους δημόσιους υπαλλήλους- ώστε να μην αλλάξει τίποτε. Λέχθηκε ότι η απεργία αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των εργαζομένων άρα δεν θα έπρεπε αυτή τους η πρόθεση να τυγχάνει κριτικής, πως δεν ήταν ο ακριβός δημόσιος τομέας που φαλίρισε το κράτος και δεν θα έπρεπε να θυματοποιηθούν οι υπάλληλοι του, πως ενδεχόμενη μείωση στους μισθούς του δημοσίου δεν θα είχε οποιοδήποτε θετικό αντίκτυπο στους υπόλοιπους (αντίθετα αυτοί οι μισθοί και κεκτημένα στο δημόσιο τομέα είναι που συγκρατούν τους μισθούς του ιδιωτικού από το να κατρακυλήσουν περαιτέρω). Όλα τα πιο πάνω επιχειρήματα πέρα από σαθρά είναι και προκλητικά.
Κατ’ αρχήν το γεγονός ότι το δικαίωμα στην απεργία είναι αναφαίρετο δεν σημαίνει ότι είναι και υπεράνω κριτικής. Αντίθετα η όποια απόφαση σε μια Δημοκρατία θα πρέπει να τυγχάνει κριτικής. Μπορεί να τυγχάνει και αμφισβήτησης. Κυρίως όταν αυτή αφορά σ’ ενέργειες δημοσίων προσώπων τα οποία πληρώνονται από τον μέσο πολίτη και ως ξεκάθαρο στόχο έχουν να βάλουν πίεση στην πολιτική ηγεσία για διατήρηση προκλητικών κεκτημένων, εις βάρος μάλιστα της υπόλοιπης κοινωνίας.
Σίγουρα για το ότι φαλίρισε το κράτος, την κύρια ευθύνη δεν φέρει ο δημόσιος τομέας. Σ’ αυτή τη φούσκα όμως (που είχε το δικό της μερίδιο ευθύνης) του άκρατου κομματισμού, των γνωριμιών, της διαπλοκής και της ατιμωρησίας, οι υπάλληλοι του συμμετείχαν στον απόλυτο βαθμό. Εξαργυρώνοντας για χρόνια τη στενή σχέση των συντεχνιών τους με τα κόμματα με σκανδαλώδεις μισθούς (οι οποίοι αυξάνονταν ετησίως 2-5% ανεξαρτήτως παραγωγικότητας και πορείας της οικονομίας), πληρωμές τεραστίων εφάπαξ και συντάξεις, προνομιακά επιδόματα μαϊμού και«κεκτημένα» που δημιούργησαν συνδικαλιστές εκατομμυριούχους.
Διερωτήθηκαν κάποιοι πως θα κερδίσουν οι υπόλοιποι αποκόπτοντας μισθούς και ωφελήματα στο δημόσιο. Προσδίδοντας στις όποιες αντιδράσεις μικρόψυχα κίνητρα. Δεν μπορούν οι συγκεκριμένοι κύκλοι να αντιληφτούν ότι οι πόροι που θα εξοικονομούνταν από τις περικοπές στο δημόσιο μισθολόγιο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν διαφορετικά. Να ενισχύσουν π.χ. τη δημόσια υγεία και παιδεία προς όφελος της πλειοψηφίας των πολιτών. Να χρηματοδοτήσουν μεγάλα έργα κοινής ωφελείας. Να στηρίξουν αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη. Προφανώς και η στάση όλων αυτών που ρήμαξαν τη χώρα δεν επιτρέπει σε οποιονδήποτε να υποστηρίξει μετά βεβαιότητας ότι τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν θα χρησιμοποιηθούν προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας (επιχείρημα που και πάλι έθεσαν κάποιοι). Πως γίνεται όμως αυτό να αποτελεί δικαιολογία για να συνεχίσουμε να έχουμε ένα υπερτροφικό δημόσιο τομέα; Ότι αν δεν τα απορροφήσει ο δημόσιος τομέας θα κατασπαταληθούν κάπου αλλού. Η αμφισβήτηση του επιπέδου δηλ. της δημοκρατίας μας, αντί να οδηγεί σε προσπάθειες για καλύτερο έλεγχο, να αποτελεί λόγο ώστε να την καταλύσουμε εντελώς; Ώστε κάποιοι, λίγοι, να συνεχίσουν να ζουν πλουσιοπάροχα στις πλάτες των υπολοίπων; Όσο για το επιχείρημα ότι οι μισθοί του δημοσίου κρατούν ψηλά τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα είναι τουλάχιστον αστείο. Ο ιδιωτικός τομέας, σε αντίθεση με τον δημόσιο ακολουθεί την πορεία της οικονομίας. Εξού και οι μισθοί μειώθηκαν και η ανεργία αυξήθηκε.
Εκπληκτικό είναι και το επιχείρημα που προβλήθηκε από κάποιους ότι δεν είναι δυνατόν να θυματοποιηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι από τη στιγμή που αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία παραμένουν ατιμώρητοι. Και επειδή η στάση του ιδιωτικού τομέα χωρίς καμιά αμφιβολία (όπως έδειξαν διαχρονικά) θα ήταν η ίδια ακόμα κι αν όλοι οι ένοχοι είχαν οδηγηθεί στη φυλακή. Αλλά και επειδή το ένα δεν έχει να κάνει με το άλλο. Η τιμωρία των ενόχων προφανώς και δίκαιη απαίτηση είναι και απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί για διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Πέραν όμως της τιμωρίας, πρακτικά, η επαναφορά της χώρας έχει κόστος. Αυτό το κόστος ήδη το πληρώνει ο μέσος πολίτης. Ο οποίος επίσης δεν φέρει την κύρια ευθύνη. Αντίθετα έχει πολύ λιγότερες ευθύνες και διαχρονικά είχε πολύ λιγότερα κέρδη από τον δημόσιο υπάλληλο. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρχει οποιοδήποτε επιχείρημα γιατί να μην προσφέρει ο δημόσιος υπάλληλος που και πιο προνομιούχος από το μέσο πολίτη είναι και λιγότερο έχει μέχρι στιγμής πληγεί από αυτόν.
Το τελευταίο δεκαήμερο, όλη αυτή η αντιπαράθεση αλλά κυρίως το αποτέλεσμα της επιβεβαίωσε ότι ζούμε σ’ ένα κράτος πλήρους αναρχίας και αλητείας. Όπου ο κάθε μεγαλόσχημος πολιτικός ή συνδικαλιστής συνεχίζει να λειτουργεί ως αν να του ανήκει η χώρα.
Δεν ήταν η πρόκληση που έπρεπε να βιώσει για μια ακόμα φορά ο πολίτης βλέποντας τον Γλαύκο Χ’ Πέτρου να μιλά για εργατικά δικαιώματα. Η αλαζονεία, ο ετσιθελισμός, η σιγουριά υπεροχής. Όλα αυτά τα επιχειρήματα που ανέδειξαν το τεράστιο χάσμα αυτών που τα επικαλέστηκαν από την υπόλοιπη κοινωνία και επιβεβαίωσαν ότι στην Κύπρο συνεχίζει να υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που ζει σ’ ένα δικό της παράλληλο κράτος. Ούτε η ακόμα πιο ενοχλητική και προκλητική στάση της πολιτικής ηγεσίας η οποία με το που δέχθηκε απειλές από τη συντεχνία ότι θα βγάλει τους υπάλληλους της στο δρόμο (και κρυμμένη πίσω από τον κίνδυνο τάχα της κοινωνικής αναταραχής) έσπευσε να έχει μαζί της δύο συναντήσεις και να ικανοποιήσει όλα της τα αιτήματα. Στέλλοντας το μήνυμα ότι θα συνεχίσει να παραχωρείό,τινα ‘ναισεόποιοντοαπαιτήσειαρκούντωςδυναμικά.
Ήταν η επιβεβαίωση, το μήνυμα που έστειλαν στην κοινωνία (η οποία και πάλι εν τη σοφία της, επικεντρώθηκε στο ότι η απεργία θα γινόταν Παρασκευή)- Πως καμιά διάθεση δεν υπάρχει απότο κομματικό και συντεχνιακό κατεστημένο, της πάντα διαπλεκόμενης νοοτροπίας, να αλλάξει. Αντίθετα, θα κάνει τα πάντα για να διατηρήσει τα κεκτημένα του. Ώστε το δόγμα της ιερής αγελάδας του δημοσίου και των πολιτικών προνομίων να διατηρηθεί ανέπαφο.
Δεν μπορεί κάποιος παρά να μένει άναυδος από το γεγονός ότι ενώ πολλοί ανάμεσα μας δεν έχουν ένα κομμάτι ψωμί να φάνε και κάποιοι άλλοι απεργούν για περικοπές υπερπρονομίων που κέρδισε η στενή τους επαφή με τα κόμματα, η κυβέρνηση βγήκε και δήλωσε στην ουσία ότι ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος σαρώνεται από πρωτοφανείς μεταβολές που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των εργαζομένων του,
θα πρέπει μόνος του να πληρώσει για το κόστος της επαναφοράς. Συνεχίζοντας να συντηρεί ένα πτωχευμένο δημόσιο τομέα, με απείρως καλύτερες συνθήκες εργασίας, χωρίς καμιά αξιολόγηση, με εργασιακή ασφάλεια και με σχεδόν διπλάσιους από αυτόν μισθούς.Ότι μια προνομιακή ρύθμιση, ένα δώρο, όπως το εφάπαξ ιεραρχείται ψηλότερα, ως πιο σημαντικό, από τις βασικές ανάγκες του μέσου πολίτη. Ότι αναφαίρετα δικαιώματα έχουν μόνοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το δικαίωμα των υπόλοιπων στην αξιοπρέπεια, το δίκαιο, όχι μόνο δεν είναι αναφαίρετο αλλά προφανώς και δεν απασχολεί.
Ακόμα και υπό αυτές τις δραματικές εξελίξεις που βιώνουμε, η ηγεσία έδειξε ξεκάθαρα ότι επιλέγει συνέχιση της ίδιας πορείας: του εναγκαλισμού των συντεχνιών, των στρεβλώσεων και της αδικίας. Του διαχωρισμού των πολιτών σε ομάδες- τους πολιτικούς, τους δημόσιους, τους τραπεζίτες και τους υπόλοιπους. Οι οποίοι, αν και εκτός παιχνιδιού, συνεχίζουν να πληρώνουν για αυτό το παιχνίδι. Με την παράλληλη δέσμευση ότι αυτό θα συνεχιστεί. Εις βάρος της ανάπτυξης, των δικαιωμάτων του κάθε πολίτη, εις βάρος, τελικά, της ίδιας της λογικής, της ίδιας της δημοκρατίας.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου