Home Αντώνης Πολυδώρου Ο χρόνος ως καταλύτης και η υποκρισία. Του Αντώνη Πολυδώρου

Ο χρόνος ως καταλύτης και η υποκρισία. Του Αντώνη Πολυδώρου

klepsidraalexisa

 


Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα είναι μπροστά σε ένα τέλος ως τραγική συνέπεια μιας διαχρονικής υποκρισίας ολόκληρου του ελληνικού οικοδομήματος ότι «ένας άλλος κόσμος χωρίς λογική, χωρίς όρια, είναι εφικτός». Που παγίδευσε τη χώρα μεταξύ μιας δογματικής ρητορείας και μιας αναγκαίας συμφωνίας. Τελικώς κάηκε κάπου μεταξύ των δύο. Σύντομα και εμείς θα βρεθούμε μπροστά σ’ ένα τέλος στο Κυπριακό. Μπορούμε να διαχειριστούμε την αλήθεια, αγγίζοντας την ουσία ή υποκριτικά να συνεχίσουμε να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Έχοντας κατά νου ότι, όσο επιμένουμε στα ίδια, η κατάληξη δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από αυτήν της Ελλάδας.

Η πραγματικότητα είναι ότι δεν εξέπληξε κανένα η «έκπληξη» με την οποία υποδέχθηκε η ελληνική κυβέρνηση την πρόταση των δανειστών, και η επιμονή της πως το μόνο ρεαλιστικό πρόγραμμα στο τραπέζι είναι το δικό της. Λίγο πριν ο Αλέξης Τσίπρας είχε εκφράσει την αισιοδοξία του ότι η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης θα προσχωρήσει στο ρεαλισμό προκειμένου να διασφαλιστεί η διέξοδος από την κρίση, στέλλοντας παράλληλα το μήνυμα ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα λογοδοτήσουν στους εντολείς τους για τη διαίρεση της Ευρώπης. Ενώ τελειώνουν τα λεφτά κι ο χρόνος. Χάνεται η εμπιστοσύνη των έξω.

Την ώρα που γράφεται η στήλη δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο εάν τελικώς η Ελλάδα θα καταφέρει να φτάσει σε συμφωνία ή εάν και τυπικώς θα οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Είναι όμως νομίζω ξεκάθαρο στον καθένα πως η όποια λύση δεν θα είναι αποτέλεσμα σοβαρών υποχωρήσεων από τους δανειστές. Πως για να υπάρξει κατάληξη θα πρέπει να θυσιαστεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως όμως είναι πλέον ξεκάθαρο ότι, όποια και να είναι τελικώς η συμφωνία, το κόστος της ατελέσφορης διαπραγμάτευσης αποδεικνύεται μεγαλύτερο από το αρχικό πρόγραμμα. Ο φόβος για GREXIT ξανάβαλε την οικονομία σε ύφεση κι ενώ πριν 6 μήνες προβλεπόταν για το 2015 ανάπτυξη 2.9%, αύξησε σημαντικά το δημοσιονομικό κενό, καθιστώντας την ανάγκη για επιπλέον μέτρα ξεκάθαρη, βάθυνε- και αυτό είναι το πλέον σημαντικό- την κρίση εμπιστοσύνης μετουςευρωπαϊκούςθεσμούς, απομακρύνοντας περαιτέρω την όποια συμφωνία. Διότι αν για κάτι έχει δίκαιο ο Τσίπρας είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα λογοδοτήσουν. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι θα λογοδοτήσουν στους πολίτες τους, όχι στους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ.

Όλο το προηγούμενο διάστημα η Ελλάδα επέλεξε να διαπραγματευτεί με στόχο το εσωτερικό ακροατήριο παρά τη συμφωνία.  Επέλεξε την προπαγάνδα έναντι της ουσίας. Παρέδιδε μαθήματα ευρωπαϊκής συμπεριφοράς και ηθικής, έθετε την Ε.Ε. προ των ευθυνών της, ενώ τόνιζε τη σημασία μιας γρήγορης συμφωνίας  χρονοτριβούσε πανηγυρίζοντας. Επιμένοντας διαρκώς ότι ήταν θέμα ημερών να τα βρει με τους δανειστές, προσπάθησε να αποσείσει ευθύνες, να διαμορφώσει συνειδήσεις, να δημιουργήσει συνθήκες χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Μετονόμασε την Τρόικα σε θεσμούς, κατήγγειλε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, γλίστρησε σ’ ένα ανύπαρκτο κόσμο (με ανύπαρκτα διλήμματα)  και υιοθέτησε όλα τα παραμύθια της μεταπολίτευσης.

Ακόμα κι όταν τα περιθώρια της διαπραγμάτευσης έγιναν ξεκάθαρα, επέμεινε σε «κόκκινες γραμμές» και επικαλούμενη τη λαϊκή εντολή (ωσάν μόνο οι ίδιοι να έχουν όρια, κοινοβούλια και εκλογές), επαναπροσλάμβανε δημόσιους υπαλλήλους και έδινε μάχες υπέρ της συνέχισης των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Απαιτούσε αυτοί που έχουν να χάσουν τα λιγότερα να κάνουν πίσω ώστε η Ελλάδα να μην χάσει τα πάντα. Χωρίς σχέδιο, συναίσθηση των διεθνών συσχετισμών, χωρίς διάθεση συνεννόησης,  αυτοεγκλωβίστηκε  και αυτοπεριθωριοποιήθηκε.

Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα είναι μπροστά σε ένα τέλος ως τραγική συνέπεια της απροθυμίας της να διαχειριστεί ενόσω μπορούσε όλο αυτό το μωσαϊκό απόψεων και δράσεων, προσωπικές φιλοδοξίες και «ψευδαισθήσεις» προβεβλημένων στελεχών της, που, παράλληλα με τη δογματική και χωρίς όρια ρητορική, κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την πολιτική διαχείριση της όποιας συμφωνίας και οδήγησαν την κυβέρνηση να παραπέμπει τις  αποφάσεις για αργότερα. Κυρίως όμως ως συνέπεια μιας διαχρονικής υποκρισίας ολόκληρου του ελληνικού οικοδομήματος (παρά ψευδαίσθησης) ότι «ένας άλλος κόσμος -χωρίς λογική, χωρίς όρια, είναι εφικτός». Που παγίδευσε τη χώρα μεταξύ μιας δογματικής ρητορείας και μιας αναγκαίας συμφωνίας (που όσο περνούσε ο χρόνος γινόταν και πιο επώδυνη). Τελικώς κάηκε κάπου μεταξύ των δύο.

Η ίδια αναποφασιστικότητα, η ίδια τάση για προπαγάνδα, για διαπραγμάτευση με στόχο την κοινή γνώμη παρά τη λύση, η ίδια υποκρισία, κρατά για χρόνια στην ίδια πορεία και το Κυπριακό. Το οποίο η πάροδος του χρόνου και η διαχρονική μας ρητορική, έχουν οδηγήσει σ’ ένα φαύλο κύκλο μεταξύ της ανάγκης να προχωρήσει και της αδυναμίας της εκάστοτε ηγεσίας να το πράξει.

Σύντομα και εμείς θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το τέλος μιας πορείας. Οι δικοί μας Λαφαζάνιδες, Βερεμένοι και Καμμένοι για μια ακόμα φορά θα είναι εκεί για να απορρίψουν κάθε συνθηκολόγηση με τον εχθρό, να θέσουν τις δικές τους κόκκινες γραμμές, να επικαλεστούν τη λαϊκή ετυμηγορία του 2004 και να υποσχεθούν νέους αγώνες και μεγαλύτερα «Όχι». Χωρίς να προτείνουν τίποτε επί της ουσίας, θα ζητήσουν αλλαγή της μορφής λύσης, θα απορρίψουν πρόνοιες ενός σχεδίου που δεν υπάρχει. Θα κάνουν τα πάντα ώστε να μην τερματιστεί η «ψευδαίσθηση»

Αυτό όμως δεν θα σταματήσει τις εξελίξεις, δεν θα αλλάξει τις πραγματικότητες (αν κάτι θα κάνει θα είναι να καταστήσει την αναγκαία κατάληξη ακόμα πιο επώδυνη). Με τις οποίες- όπως και η Ελλάδα- θα πρέπει να ζήσουμε. Ούτε θα διαφοροποιήσει την ουσία του διλήμματος, ενώπιον του οποίου κάποια στιγμή θα βρεθούμε.

Μπορούμε να διαχειριστούμε την αλήθεια, αγγίζοντας την ουσία, ερχόμενοι σε ρήξη (πάντα με επιχειρήματα) με όσους κρατούν το Κυπριακό παγιδευμένο σε μια πορεία μη κατάληξης. Κινούμενοι με ρεαλισμό αλλά κυρίως ειλικρίνεια να επιδιώξουμε μια λύση που όλοι παραδέχονται ότι είναι αναγκαία. Ή μπορούμε υποκριτικά να συνεχίσουμε να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, να καταγγέλλουμε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, να μετατρέψουμε και εμείς τις δύσκολες αλήθειες σε εύκολα συνθήματα, μετονομάζοντας τες και «καθιστώντας» τες λιγότερο επώδυνες.

Έχοντας όμως κατά  νου, ότι όσο επιμένουμε στα ίδια η κατάληξη δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από αυτήν της Ελλάδας. Όσο συνεχίζουμε να ισορροπούμε μεταξύ μιας χωρίς όρια και λογική ρητορείας και μιας αναγκαίας (όπως όλοι παραδέχονται) λύσης, το μόνο που επιτυγχάνουμε είναι να κρατάμε τη χώρα παγιδευμένη σε μια πορεία χωρίς προοπτική. Και τελικώς να καούμε, και εμείς, κάπου μεταξύ των δύο.

Δημοσιεύτηκε και στον Πολίτη της Κυριακής

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου