Home Αντώνης Πολυδώρου Να χτίσουμε την Κύπρο που ΔΕΝ μας αξίζει. Του Αντώνη Πολυδώρου

Να χτίσουμε την Κύπρο που ΔΕΝ μας αξίζει. Του Αντώνη Πολυδώρου

1235879890009879767555554

Ο Νίκος Αναστασιάδης τήρησε την υπόσχεσή του. Πήραμε την Κύπρο που μας αξίζει. Καιρός να δουλέψουμε για την άλλη


 

Όταν τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών, στη νικητήρια ομιλία του, ο Ν. Αναστασιάδης υποσχόταν «την Κύπρο που μας αξίζει», χαμογελώντας σκέφτηκα ότι αυτό ακουγόταν περισσότερο ως απειλή παρά ως δέσμευση για καλύτερες μέρες. Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερθήκαμε τόσο καιρό δεν μπορούσε να είχε οδηγήσει σε πολύ διαφορετικό τέλος. Υπήρχε όμως μια αμυδρή ελπίδα ότι με σύμμαχο τις εξελίξεις θα μπαίναμε αναγκαστικά σε μια πορεία λογικής, θα διορθώναμε τις στρεβλώσεις και θα κάναμε μια νέα αρχή. Αυτή την ελπίδα βάλθηκαν να εξαφανίσουν από τις πρώτες κιόλας βδομάδες κυβέρνηση και κόμματα.

Η σημερινή κατάσταση δεν είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης, όπως πολλοί επιμένουν. Ούτε αποτέλεσμα συγκυριών και στιγμιαίων λαθών. Οι υπερβολές, η απληστία και η αλαζονεία δεν είναι χαρακτηριστικό μεμονωμένων ανθρώπων της ηγεσίας των τραπεζών ή της δημόσιας υπηρεσίας. Όπως και η έλλειψη σύνεσης και ο λαϊκισμός δεν ήταν μονοπώλιο της προηγούμενης κυβέρνησης. Η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα του ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα –για ψηφοθηρικούς λόγους– δημιούργησε μια κοινωνία και μια οικονομία η οποία βασιζόταν στα «θέλω» των συντεχνιών, με πολίτες πρώτης κατηγορίας, τους οποίους δεν άγγιζε καμιά κρίση και δεν αφορούσε κανένας δείκτης της οικονομίας. Που ανεχόταν μονοπωλιακοί, ημικυβερνητικοί οργανισμοί να μοιράζουν εξωπραγματικούς μισθούς και επιδόματα στους εργαζομένους τους και να σπρώχνουν το επιπλέον κόστος στους πολίτες, και που φόρτωνε στους φορολογουμένους τις ετήσιες ζημιές μιας εταιρείας που είχε τους καλύτερα αμειβόμενους εργαζομένους αερομεταφορέων σε όλη την Ευρώπη. Που έβαλε στο περιθώριο τους ικανούς και κατέστησε πρωταγωνιστές τους μέτριους. Και κυρίως, είναι αποτέλεσμα της ανέξοδης ρητορικής, της έλλειψης συναίσθησης των πραγματικοτήτων και των δικών μας αδυναμιών. Της τσάμπα μαγκιάς που για χρόνια αγνοούσε τις συστάσεις της Κομισιόν και απέρριψε με πανηγυρισμούς το πρώτο σχέδιο διάσωσης που οδήγησε στο πολύ χειρότερο δεύτερο.

Η πραγματικότητα είναι ότι κυνηγήσαμε, με τις πράξεις μας, την Κύπρο που εν τέλει πήραμε. Πιο τραγικό και επώδυνο όμως –περισσότερο από τις ίδιες τις επιπτώσεις– είναι η συνειδητοποίηση του ότι, ακόμα και υπό αυτές τις δραματικές εξελίξεις που βιώνουμε, πολιτική ηγεσία και κοινωνία επιλέγουμε συνέχιση της ίδιας πορείας: του εναγκαλισμού των συντεχνιών, της συνέχισης των στρεβλώσεων και της αδικίας. Μια οικονομία που δουλεύει για τους λίγους, τους αιώνια ευνοούμενους. Αυτούς που έκαναν αγώνα για διατήρηση της ΑΤΑ και του 13ου, για τα οποία πλήρωναν αυτοί που δεν έπαιρναν ΑΤΑ και δεν πήραν 13ο και που στην πορεία έχασαν τη δουλειά τους. Που ενώ αποκόπτονται επιδόματα από ανάπηρους, απορρίπτουν το πάγωμα των προαγωγών και σε αυτό έχουν τη στήριξη κομμάτων.

Απέναντι σε κάθε λογική, κυβέρνηση και Βουλή αποφάσισαν να μεταθέσουν κατά δύο χρόνια τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ θα έπρεπε οι ίδιοι να πιέσουν ώστε αυτές να προχωρήσουν αμέσως, ώστε ο φορολογούμενος να σταματήσει να πληρώνει την κακοδιαχείρισή τους. Την ώρα που συνταξιούχοι έχουν απολέσει τις οικονομίες μιας ζωής, τα κόμματα περιφέρονται στις συντεχνίες και υπόσχονται ότι θα απαλλάξουν τα ταμεία προνοίας από το κούρεμα, έστω κι αν αφορά ανθρώπους που σύμφωνα με στοιχεία έχουν να παίρνουν πέραν του 1 εκατ. Ενώ έχουμε γίνει χώρα συσσιτίου, η κυβέρνηση παρουσιάζει ως μεγαλύτερη επιτυχία στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί δεν θα κληθούν να διδάξουν εκείνη την επιπλέον ώρα. Και τη στιγμή που η χώρα βυθίζεται, κάποιοι πολιτικοί επιμένουν στην παραγωγή συνθημάτων και την τσάμπα μαγκιά. Και απειλούν την Ευρώπη ότι μόλις βρούμε τα πόδια μας (από το δάνειο που θα μας δώσουν) θα μελετήσουμε τη δυνατότητα να της πούμε «το μεγάλο αντίο».

Το διακύβευμα πλέον δεν είναι αν θα υπάρξει ή όχι δεύτερο Μνημόνιο, αλλά αν θα καταφέρουμε κάποια στιγμή να χτίσουμε τη χώρα που προφανώς δεν μας αξίζει, αλλά αποτελεί τον μόνο τρόπο επιβίωσής μας. Που θα βάζει πάνω από το «εγώ» το «εμείς», που θα σέβεται τους πολίτες το ίδιο, θα νοιάζεται περισσότερο γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη και όχι γι’ αυτούς που έχουν πίσω τους μια δυνατή συντεχνία. Αυτό είναι το στοίχημα. Να βρει η χώρα τα πατήματά της και κυρίως να επιλέξει πορεία. Ώστε, όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκότερες, να μας βρουν έτοιμους να κάνουμε το βήμα προς τα εμπρός. Γιατί, όπως είπε και ο Γουλιέλμος Β΄ (Κυβερνήτης Κάτω Χωρών, Βασ. της Αγγλίας), δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι’ αυτόν που δεν ξέρει πού πηγαίνει. Κάτι που δυστυχώς ισχύει για εμάς, ακόμα και σήμερα.

 

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου