Home Αντώνης Πολυδώρου Να ξεκαθαρίσουμε τι επιδιώκουμε. Του Αντώνη Πολυδώρου

Να ξεκαθαρίσουμε τι επιδιώκουμε. Του Αντώνη Πολυδώρου

1235879890009879767555554

Αν κρίνουμε ότι ένα βελούδινο διαζύγιο με επιστροφή της Αμμοχώστου είναι, υπό τα σημερινά δεδομένα, καλύτερο από μια συνολική λύση, ας βγούμε να το πούμε και να το διαπραγματευτούμε. Αλλά να πάψουμε να θεωρούμε ότι μπορούμε να ξεγελάσουμε τους πάντες. Άλλωστε, αν κάτι έδειξε η περίοδος μεταξύ 1ου και 2ου  Eurogroup είναι ότι πόρρω απέχουμε από το να μπορούμε να χαρακτηρισθούμε ως οι πιο έξυπνοι της διεθνούς κοινότητας. 


Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να διαπραγματευτούμε το Κυπριακό, με την επαναφορά της πρότασης για επιστροφή των Βαρωσίων και το παράλληλο άνοιγμα λιμανιού υπό την αιγίδα της Ε.Ε., δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί για τους στόχους και επιδιώξεις μας. Διότι ξεκάθαρα η συγκεκριμένη πρόταση θέτει υπό αμφισβήτηση τον δεδηλωμένο στόχο για εξεύρεση συνολικής λύσης.

Η ιστορία δείχνει ότι, για να συγκεντρώνει ένα πρόβλημα οποιαδήποτε πιθανότητα επίλυσης, κυρίως από τη στιγμή που από ένα λαό απουσιάζει η ωριμότητα που να του επιτρέπει να ζυγίσει νηφάλια τα δεδομένα, θα πρέπει η υφιστάμενη κατάσταση να δημιουργεί πιέσεις προς την κατεύθυνση λύσης. Οι συνθήκες δηλαδή να είναι τέτοιες που να επιβάλλουν την άμεση μετάβαση σε άλλη φάση. Αν όχι, τότε θα πρέπει το κίνητρο ή η προοπτική που δίνει να είναι ισχυρότερα του ρίσκου που το άγνωστο μιας αλλαγής κουβαλά. Θεωρητικά και αποδεχόμενοι ότι αυτή η πρόταση θα μπορούσε να προχωρήσει, τι θα σήμαινε για το Κυπριακό; Το σημαντικότερο κίνητρο για τους Ε/κ είναι η επιστροφή. Για τους Τ/κ η βελτίωση των οικονομικών τους δεδομένων. Εξ ου και το 2004 το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που τάχθηκαν υπέρ του προτεινόμενου σχεδίου από την ε/κ κοινότητα προερχόταν από την επαρχία της Αμμοχώστου, που ήταν στις περιοχές υπό επιστροφή. Οι δε Τ/κ το στήριξαν σε μεγάλο ποσοστό διότι επανένωση σήμαινε ένταξη και της δικής τους κοινότητας στην Ε.Ε., και άρα οφέλη, κυρίως οικονομικά. Η πρόταση της κυβέρνησης, αποκομμένη από ένα συνολικό σχέδιο λύσης, αφαιρεί το σημαντικότερο κίνητρο και από τις δύο κοινότητες. Και παράλληλα απομακρύνει το ενδεχόμενο νέων πιέσεων από τους Τ/κ προς την Τουρκία για λύση και άρση του εμπάργκο. Στην ουσία κλείνει το Κυπριακό, χωρίς όμως να αναιρεί τα αρνητικά της σημερινής κατάστασης.

Είναι λοιπόν άξιο απορίας γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε σε αυτό το χρονικό σημείο να κάνει αυτή την κίνηση. Λέχθηκε ότι η πρόταση έγινε για να διαφανούν οι προθέσεις της Τουρκίας. Ως μια προσπάθεια να κερδηθούν οι εντυπώσεις. Αυτό που αμφισβητείται όμως πλέον από τη διεθνή κοινότητα δεν είναι οι προθέσεις της Τουρκίας, αλλά οι δικές μας. Η άλλη πλευρά, πέραν του ότι ήταν αυτή που αποδέχθηκε το τελευταίο σχέδιο λύσης, είναι αυτή που σήμερα πιέζει για επανέναρξη των συνομιλιών, με τον Ερντογάν να δηλώνει με κάθε ευκαιρία την προσήλωση της Άγκυρας στην προσπάθεια λύσης. Την ίδια στιγμή η δική μας πλευρά εκφράζει ανησυχία για τυχόν εξελίξεις, θέτει προϋποθέσεις για να επανέλθει στις συνομιλίες, απορρίπτει «χρονοδιαγράμματα», μιλά για απόσυρση προτάσεων, τα βάζει με τον αντιπρόσωπο του γ.γ., ενώ χαρακτηρίζει  ως ιστορικότερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της την απόρριψη ενός σχεδίου που επανένωνε τη χώρα. Κα ο στενότερος τότε συνεργάτης του Τ. Παπαδόπουλου, Γ. Λιλλήκας, αποκαλύπτει δημοσίως ότι διαπραγματευτήκαμε το Σχέδιο απλώς για τα μάτια της διεθνούς κοινότητας και με στόχο να ξεγελάσουμε την Ε.Ε. Επαναφέροντας λοιπόν μια πρόταση 20 χρόνια μετά που οι ίδιοι την απορρίψαμε για δεύτερη φορά (η πρώτη το 1981), τι άλλο μήνυμα μπορεί να στέλλουμε πέραν του ότι όχι μόνο δεν αποτελεί προτεραιότητά για μας η συνολική επίλυση του Κυπριακού, αλλά ότι ως επιδίωξή μας έχουμε –όπως και προ του 2004– με τεχνάσματα να φρενάρουμε τις όποιες εξελίξεις.

Ο Μίμης Ανδρουλάκης έχει γράψει ότι «ηγέτης γίνεσαι όταν το εσωτερικό σου ρολόι συγχρονίζεται με το ρολόι της ιστορίας». Έχουμε αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ηγέτες δεν διαθέτουμε. Θα ήταν όμως εγκληματικό εάν, δύο μήνες μετά την κατάρρευση της οικονομίας, μετά που επιλέξαμε να διαχειριστούμε το θέμα με δημαγωγίες, πολιτικές εσωτερικής κατανάλωσης και τακτικισμούς (επειδή δεν θέλαμε λόγω πολιτικού κόστους να κάνουμε το αυτονόητο), επιλέγαμε με τον ίδιο τρόπο να διαχειριστούμε και το Κυπριακό. Συνεχίζοντας να βάζουμε στη ζυγαριά μια ιδεατή «κατά φαντασία λύση» και τη σημερινή κατάσταση και σπρώχνοντας τις όποιες επώδυνες αποφάσεις για το μέλλον, ενώ γνωρίζουμε ότι το μόνο που επιτυγχάνουμε είναι να αλλάζουμε περαιτέρω το ισοζύγιο εναντίον μας Το τι σημαίνει άλλωστε συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης ανέλυσε στο βιβλίο του ο πρώην ΥΠΕΞ όταν βρέθηκε για λίγο διάστημα εκτός πολιτικής και εκτός δημαγωγίας: «Συνέχιση της κατοχής και των κινδύνων που αυτή περικλείει, χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει ότι η κατάσταση δεν θα μονιμοποιηθεί … (ανοικτό το ενδεχόμενο) αναγνώρισης δεύτερου κράτους ή … να επιβληθεί το μοντέλο της Ταϊβάν ή του Κοσόβου… Στην πραγματικότητα ο κυπριακός ελληνισμός χάνει το 37% του κυπριακού εδάφους».

Αν κρίνουμε ότι ένα βελούδινο διαζύγιο με επιστροφή της Αμμοχώστου είναι, υπό τα σημερινά δεδομένα, καλύτερο από μια συνολική λύση, ας βγούμε να το πούμε και να το διαπραγματευτούμε. Αλλά να πάψουμε να θεωρούμε ότι μπορούμε να ξεγελάσουμε τους πάντες. Άλλωστε, αν κάτι έδειξε η περίοδος μεταξύ 1ου και 2ου  Eurogroup είναι ότι πόρρω απέχουμε από το να μπορούμε να χαρακτηρισθούμε ως οι πιο έξυπνοι της διεθνούς κοινότητας. Και μόνο το ότι βγαίνουμε και παραδεχόμαστε δημοσίως ότι το 2004 ξεγελάσαμε την Ε.Ε. δεν αποτελεί και την καλύτερη ένδειξη υψηλού δείκτη ευφυΐας. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον δηλαδή επιλέξουμε συνέχιση της ίδιας πορείας, θα πρέπει να αναλάβουμε και τις ευθύνες που προκύπτουν. Κι όχι, όταν τα αποτελέσματα των δικών μας ενεργειών και των άλλων θα είναι μπροστά μας, να πούμε ότι δεν γνωρίζαμε και ότι κάποιοι μας παγίδευσαν. 

 

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου