Ακούγοντας τους δύο υποψήφιους και, κυρίως, παρακολουθώντας την πολιτική τους πορεία, δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που θα ισχυριστεί ότι- όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα- η ΕΔΕΚ θα μπορούσε μετεκλογικά να καταστεί ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό κόμμα., να απαλλαγεί από αγκυλώσεις και να επιχειρήσει μια επανασύσταση της με όρους του σήμερα. Προσφέροντας στη χώρα την εναλλακτική που τόσο πολύ έχει ανάγκη
Θα είναι απώλεια για την ΕΔΕΚ μου είπε ένας φίλος χρόνια στέλεχος της νεολαίας του κόμματος, εδώ και καιρό αποστασιοποιημένος, για την αποχώρηση Ομήρου, και χαμογέλασα. Το τραγικό είναι ότι δεν αντέδρασα. Είναι από τις φορές που οι επιλογές πραγματικά επισκιάζουν τα όποια επιχειρήματα.
Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί η αποχώρηση Ομήρου από την ηγεσία της ΕΔΕΚ να χαρακτηρισθεί ως απώλεια. Υπό την έννοια ότι, επί προεδρίας του, η Σοσιαλδημοκρατία ουδέποτε έλαβε τη θέση που θα ανέμενε κανείς σ’ ένα ιδεολογικό χώρο που κέρδιζε παντού κοινό. Oι ενέργειες της δεν είχαν ποτέ ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο για τη χώρα, ούτε επηρέασαν θετικά την πορεία της. Όπως και ο λόγος της, δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί λόγο να χαρακτηρισθεί μεστός. Απέτυχε να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στον πολιτικό διάλογο. Ποτέ δεν πλειοδότησε σε θέματα πολιτικής. Παρά μόνο σε γενικόλογες υποσχέσεις, φανταστικούς αγώνες και μη υπαρκτές επιλογές.
Υιοθετώντας, χωρίς παρεκκλίσεις, την ρητορική Λυσσαρίδη, έκτισε όλη την πολιτική της «πρόταση» στην άρνηση, το φόβο, τις εθνικιστικές κορώνες. Ποτέ δεν έδωσε ελπίδα ή λύσεις. Στο Κυπριακό, αντί για λύσεις, προέταξε καταγγελίες. Στην οικονομία απέρριψε προτάσεις πανηγυρίζοντας, τις οποίες στη συνέχεια αποδέχθηκε και πάλι πανηγυρίζοντας.
Την ίδια όμως στιγμή υπήρξε μια ήπια φωνή στην πολιτική ζωή της χώρας. Ποτέ δεν προσέφυγε σε προσωπικές επιθέσεις ή χαρακτηρισμούς. Το ότι κατηγορήθηκε από πολλούς πως δεν διέθετε τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να είναι πολιτικός, δείχνει- εν μέρει- ότι συμπεριλαμβάνεται στους πολύ λίγους που επιχείρησαν να φέρουν στη χώρα ένα πολιτικό πολιτισμό. Έστω, φορτωμένο λαϊκισμό. Μπήκε αρκετές φορές στη διαδικασία να διαπραγματευτεί πολιτικές που θα μπορούσαν να πάρουν το κόμμα στο επόμενο στάδιο και να επιτρέψουν στη χώρα να κάνει το επόμενο βήμα. Όπως το 2004, προεκλογικά το 2013. Δεν απέρριψε συνεργασίες, τις συζήτησε. Ποτέ όμως δεν τις τόλμησε. Ίσως γιατί δεν είχε ούτε το σθένος ούτε την πολιτική διορατικότητα να το πράξει. Υπέκυψε σε απορριπτικές λογικές και συμβιβάστηκε με προσωπικές ατζέντες και νοοτροπίες που είτε δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η πολιτική Λυσσαρίδη είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα, είτε συνειδητά τον οδήγησαν σε αδιέξοδα. Όπως ήταν π.χ. η στήριξη στο Δημήτρη Χριστόφια που επέτρεψε περαιτέρω διείσδυση του ΑΚΕΛ στη βάση της ΕΔΕΚ ή εκείνη η χωρίς λογική στήριξη στο Γιώργο Λιλλήκα, πέντε χρόνια αργότερα, που την έφερε στο στρατόπεδο του σίγουρου ηττημένου, χωρίς επιλογές μετεκλογικά. Και που σήμερα απειλεί με διάλυση το κόμμα. Η ΕΔΕΚ, και υπό τον Ομήρου, συνέχισε να πολιτεύεται με όρους του 70. Δεν έγινε ποτέ σύγχρονο κόμμα. Εξού και ουδέποτε κατάφερε να κάνει το βήμα παραπάνω. Αφού δεν αποτέλεσε για όσους αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλιστές ποτέ επιλογή. Αντίθετα σε αυτή βρήκαν χώρο κάποιες από τις πιο ακραίες και μισαλλόδοξες φωνές.
Μερικές φορές όμως ο σύμμαχος της επιλογής του κακού είναι το χειρότερο. Ακούγοντας τους δύο υποψήφιους και, κυρίως, παρακολουθώντας την πολιτική τους πορεία, δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που θα ισχυριστεί ότι- όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα- η ΕΔΕΚ θα μπορούσε μετεκλογικά να καταστεί ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό κόμμα., να απαλλαγεί από αγκυλώσεις και να επιχειρήσει μια επανασύσταση της με όρους του σήμερα. Προσφέροντας στη χώρα την εναλλακτική που τόσο πολύ έχει ανάγκη- Μιας Αριστεράς προοδευτικής (όχι μόνο στα λόγια) και ουσιαστικής, ευεργετικής για τη χώρα, που ξεπερνώντας την άδεια ρητορική και την άρνηση θα δώσει πρόταση και προοπτική. Άλλωστε οι δύο υποψήφιοι ποτέ δεν αμφισβήτησαν την πορεία που ακολούθησε το κόμμα. Δεν απαίτησαν. προτάσεις, λύσεις, κάτι περισσότερο. Αν κάτι έκαναν, ήταν να απαιτήσουν λιγότερα. Λιγότερη ελπίδα, λιγότερη διαλλακτικότητα, λιγότερη ουσία, Περισσότερο λαϊκισμό και φόβο.
Αν κάτι, λοιπόν, μπορεί να αναμένει κάποιος είναι ότι μετεκλογικά η ΕΔΕΚ θα διολισθήσει σε περαιτέρω φοβική ρητορική, ταυτιζόμενη με τα πλέον ακραία στοιχεία, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό στο κυπριακό την άρνηση και στα της οικονομίας τον λαϊκισμό στα πιο ακραία του επίπεδα. Πως θα τοποθετήσει τον εαυτό της στο μέσο πλέον ενός ήδη βαρυφορτωμένου λεγόμενου κέντρου στην προσπάθεια να μην αλλάξει τίποτε. Υιοθετώντας (κυρίως σε περίπτωση εκλογής Σιζόπουλου) την έπαρση των Παπαδόπουλου και Λιλλήκα και τα ίδια επίπεδα ανοχής στην αντίθετη άποψη. Ένα Ε.Σ., και μια βουλή, όχι τόσο με τον ακραίο λόγο αλλά κυρίως την έπαρση των τριών ανδρών είναι που προκαλεί τους χειρότερους συνειρμούς.
Ο Δημήτρης Παπαδάκης χαρακτήρισε πρόσφατα την ΕΔΕΚ «ως μια Jaguar με φθαρμένα ελαστικά που δεν αλλάζονται επειδή οι ιδιοκτήτες της τσακώνονται σε ποιο λαστιχάρη θα την πάνε». Και μόνο ότι κάποιοι στην ΕΔΕΚ θεωρούν ότι το πρόβλημα είναι τα ελαστικά, ότι απλά αλλάζοντας τα θα μπορέσει η ΕΔΕΚ να προχωρήσει, δείχνει και το μέγεθος της αδυναμίας να αντιληφθούν που βρίσκεται το κόμμα. Διότι η ΕΔΕΚ είναι η αλήθεια ότι εδώ και χρόνια περισσότερο θυμίζει μια Fiat χωρίς μηχανή της οποίας τους ιδιοκτήτες τσακώνονται σε ποιο λαστιχάρη θα την πάρουν για να της βάλει νέα ελαστικά. Όσες φορές όμως και να αλλάξει ελαστικά, όσο και να την σπρώξουν, χωρίς μηχανή, δεν μπορεί να πάει μακριά.
Αντί υποσημείωσης: Είναι εκπληκτικό ότι η κοινή λογική και ο πολιτικός λόγος σ’ αυτή τη χώρα περιορίζονται στον υπουργό Οικονομικών. Η στήλη θεωρεί τον Χάρη Γεωργιάδη ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει το πολιτικό μας δυναμικό.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου