Home Αντώνης Πολυδώρου Η ομιλία Αναστασιάδη και η στροφή στη Δημοκρατία. Του Αντώνη Πολυδώρου

Η ομιλία Αναστασιάδη και η στροφή στη Δημοκρατία. Του Αντώνη Πολυδώρου

anastaun

Εκείνη η ομιλία του προέδρου στη Ν. Υόρκη ή εκείνη η αντιπαράθεση στο MEGA δεν ανοίγουν απλά εκ νέου τη συζήτηση του Κυπριακού. Δεν επαναφέρουν απλά την ελπίδα. Ξανανοίγουν ένα παράθυρο στη Δημοκρατία. Επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της αντίθετης άποψης, το δικαίωμα έκφρασης της. Κι αυτό με βάση το τι βίωσε η χώρα την τελευταία 12ετία, φαντάζει πιο μεγάλο κι από την ίδια την προσπάθεια για λύση.


Η ομιλία του Νίκου Αναστασιάδη στη Νέα Υόρκη ήταν σημαντική από κάθε άποψη. Η επιλογή του να μιλήσει για το μέλλον και να περιορίσει τις αναφορές στο παρελθόν. Να αφήσει στην άκρη τον καταγγελτικό λόγο και να επικεντρωθεί στις προσπάθειες της επόμενης μέρας. Κυρίως η άνεση που ένιωσε να εκφράσει τη πεποίθηση ότι αυτός και ο Τ/κ ηγέτης μοιράζονται το ίδιο όραμα για τη χώρα, δεν ανέδειξε απλά την ύπαρξη μομέντουμ. Δεν επανέφερε, απλά, την ελπίδα. Έβαλε εκ νέου στον δημόσιο διάλογο το δικαίωμα της άλλης άποψης. Επιβεβαιώνοντας ότι κάτι αλλάζει.

Μια αλλαγή που αποτυπώθηκε και στον τρόπο που και η κοινωνία, αυτή τη φορά, υποδέχθηκε τη συγκεκριμένη ομιλία. Χωρίς να σπεύσει να μιλήσει για προδοσία ή ξεπούλημα. Η πλειοψηφία τουλάχιστον. Και αναδείχθηκε με ξεκάθαρο τρόπο στη διαφωνία δύο δημοσιογράφων (Μυλωνά- Χρίστου) από το ίδιο κανάλι. Όταν ο πρώτος διερωτήθηκε ποιο μπορεί να είναι το κοινό όραμα ενώ ο Ακιντζί μιλά για δύο κράτη, και την αντίδραση του Χρίστου που διερωτήθηκε πότε ο Τ/κ ηγέτης είπε κάτι τέτοιο.

Όσοι σώπασαν το 2004, προσαρμόστηκαν στις «λογικές» που η διαμορφωθείσα αντίληψη της δεκαετίας που ακολούθησε επέβαλε, σήμερα βγαίνουν μπροστά. Και αυτό επιτρέπει τη διεξαγωγή ενός διαλόγου. Όχι υψηλού επιπέδου. Όχι στη βάση επιχειρημάτων που θα έπρεπε να έχει ένας διάλογος που αφορά στο μέλλον της χώρας. Ούτε χωρίς χαρακτηρισμούς και ταμπέλες. Θα ήταν άλλωστε τουλάχιστον ουτοπικό να πίστευε κάποιος ότι ως δια μαγείας πολιτικό δυναμικό και κοινωνία θα άλλαζαν επίπεδο. Θα επικεντρώνονταν ξαφνικά στην ουσία και θα άφηναν στο περιθώριο τα συνθήματα και τις εύκολες αναλύσεις. Ότι σε μια χώρα όπου ποτέ δεν μας χαρακτήριζε η ανοχή στην αντίθετη άποψη, η αντίθετη άποψη θα αντιμετωπιζόταν όπως η δική μας. Αλλά μιας αντιπαράθεσης που αν μη τι άλλο επιτρέπει την εκφορά διαφορετικών/ αντίθετων θέσεων, συνθημάτων, έστω.

Aπέναντι σε αυτή την ομάδα (πολιτικών και δημοσιογράφων) που από το 2003 έχειανασύρει κάθε δυνατό επιχείρημαγιανα πείσει ότι δεν είναι ώρα να προχωρήσουμε σε συζητήσεις ή λύση αλλά και ότιόσοι βλέπουν διαφορετικά το Κυπριακό είναι μέρος μιας πλεκτάνης πως ως στόχο έχει την παράδοση της χώρας στην Τουρκία, υπάρχει πλέον μια άλλη. Με την ίδια ρητορική απαξίωσης («με λύση χάνονται», «δεν έχουν ρόλο ύπαρξης»), πολλές φορές. Τα ίδια (από την ανάποδη) σαθρά επιχειρήματα όπως π.χ. για πλήρη επαναφορά της οικονομίας (χωρίς αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, λειτουργίας θεσμών) απλά ως αποτέλεσμα της λύσης, και μάλιστα αμέσως. Ή οποία επίσης καταφεύγει στο φόβο. Είναι όμως εκεί. Αποτελεί και αυτή επιλογή. Με τα δικά της επιχειρήματα. Τους δικούς της οπαδούς. Η διαφορετική ανάγνωση- είτε συνειδητή είτε λόγω διαφορετικής φιλοσοφίας- αντανακλά πλέον ξεκάθαρα στο δημόσιο διάλογο. Δεν αναπαράγει φόβο μόνο. Επιτρέπει τη συζήτηση. Απενοχοποιεί τη διαφωνία ή έστω αμφισβητεί την ενοχοποίηση της. Και αυτό έχει τεράστια σημασία. Όπως τεράστια σημασία έχει και ότι η άρνηση, η αποδόμηση είτε του Ακιντζί- που επιθυμεί ο Γιώργος Λιλλήκας- είτε της λύσης που συζητείται σήμερα- και δεν επιθυμεί ο Μυλωνάς- θα πρέπει πλέον να γίνεται με επιχειρήματα, να βασίζεται σε υπαρκτά δεδομένα. Θα γίνεται και με αντίλογο.

Φίλοι με ρωτούν κατά πόσο πιστεύω, ότι το σχέδιο λύσης θα μπορούσε- εφόσον καταλήξουν οι δύο ηγέτες- να περάσει από την κοινωνία. Η απάντηση είναι πως δεν μπορώ να ξέρω. Και τελικά ίσως δεν είναι ούτε το κύριο. Προφανώς και έχει σημασία που θα καταλήξει η όλη προσπάθεια. Αφορά άλλωστε στην πορεία της χώρας. Πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αυτή τη φορά, η κοινή γνώμη είναι πιο ανοικτή στο να συζητήσει, να ακούσει, να διαβουλευθεί. Αυτή η αίσθηση πως όπου κι αν οδηγηθεί το Κυπριακό τουλάχιστον αυτό θα έχει γίνει αφού το έχουμε συζητήσει. Αφού το έχουμε προσπαθήσει. Χωρίς ενοχές, χωρίς αμφιβολίες αν πράξαμε αυτό που μπορούσαμε. Κυρίως όμως είναι αυτή η βεβαιότητα για εκ νέου στροφή στη Δημοκρατία. Ότι κάποιος μπορεί να διαφωνεί χωρίς δεδομένα να είναι προδότης. Χωρίς την τιμωρία δια ροπάλου (όπως απειλούσε δημοσιογράφος του Φιλελευθέρου προ διετίας, όσους κατά την άποψη του παραποιούσαν την Ιστορία). Του τέλους ενός κύκλου (2003-14) που είχε θέσει εν αμφιβόλω το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, τη διαφωνία, την κριτική. Και την αρχή ενός νέου. Που θα επιτρέψει στον καθένα να αναμετρηθεί με τις (δικές του έστω) πραγματικότητες. Σε μια αναμέτρηση που, πέραν των (επιβαλλόμενων) πεποιθήσεων, αυτή τη φορά θα κουβαλά και επιχειρήματα.

Εκείνη η ομιλία του προέδρου στη Ν. Υόρκη ή εκείνη η αντιπαράθεση στο MEGA δεν ανοίγουν απλά εκ νέου τη συζήτηση του Κυπριακού. Δεν επαναφέρουν απλά την ελπίδα. Ξανανοίγουν ένα παράθυρο στη Δημοκρατία. Επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της αντίθετης άποψης, το δικαίωμα έκφρασης της. Κι αυτό με βάση το τι βίωσε η χώρα την τελευταία 12ετία, φαντάζει πιο μεγάλο κι από την ίδια την προσπάθεια για λύση.

Δημοσιεύθηκε και στον Πολίτη της Κυριακής

Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου