Ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου δεν ήταν μια ακραία εικόνα.
Ήταν η επώδυνη επιβεβαίωση του πόσο έχουμε ξεφύγει από τη λογική, πόσο εξοικειωμένες είναι η ηγεσία και η κοινωνία αυτού του τόπου με την κλεψιά και τη διαφθορά. Και η συνειδητοποίηση ότι το σύστημα μας δεν θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε άλλη ηγεσία, ούτε εμείς να οδηγηθούμε σε άλλο αποτέλεσμα.
«Ο πολιτικός πρέπει να έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της ιδιοκτησίας και να θεωρεί αλλά και να δείχνει ότι του ανήκουν οι πάντες και τα πάντα… Με τη μεγαλοπρεπή του συμπεριφορά να δείχνει ότι κοιτάζει αφ’ υψηλού τους κατώτερους θνητούς». (από το βιβλίο «Η κλοπή ως ευεργεσία» του Μάνου Μεγαλοκονόμου)
Βλέποντας τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου να στήνεται έξω από το δικαστήριο και να δηλώνει ήσυχος με τη συνείδηση του διότι και στην παρούσα περίπτωση έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του, πως υπήρξε τίμιος και έδωσε σ’ αυτή τη χώρα περισσότερα απ’ όσα πήρε (συνεπώς του χρωστούμε δεν μας χρωστάει), ήρθε στο νου μου το βιβλίο του Μάνου Μεγαλοκονόμου, στο οποίο με χιούμορ διηγείται ιστορίες που αναδεικνύουν το μεγαλείο της παρανοϊκής πρωτοτυπίας του ελληνικού συστήματος.Κυρίως το πιο πάνω απόσπασμα είναι λες και έχει γραφτεί για να αποτυπώσει αυτή ακριβώς την εικόνα. Όλη αυτή την έπαρση, το θράσος. Με την απαιτούμενη υπερβολή που απαιτεί η κυπριακή πολιτική πραγματικότητα, η οποία υπερβαίνει πλέον κι’ αυτήν ακόμα που η σάτιρα επιβάλλει.
Ήταν μια εικόνα που ομολογουμένως έκανε εντύπωση ακόμα και σε μια τραβηγμένη από τα μαλλιά δημοκρατία όπως η δική μας. Όχι τόσο επειδή κανένας που υπήρξε μέρος αυτού του συστήματος δεν μπορεί (εκ του αποτελέσματος) να ισχυρίζεται ότι έχει δώσει περισσότερα απ’ όσα έχει πάρει. Όχι διότι προήλθε από ένα άνθρωπο που καπάρωσε κάθε πιθανή θέση στο δημόσιο, με αντάλλαγμα τεράστιους μισθούς, εφάπαξ και σήμερα μια τεράστια σύνταξη. Ή επειδή δήλωσε ήσυχος με τη συνείδηση του. H συνείδηση είναι έτσι κι αλλιώς κάτι εντελώς προσωπικό. Αλλά επειδή η συγκεκριμένη δήλωση έγινε λίγα λεπτά μετά που ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι εσκεμμένα απέκρυψε έσοδα ώστε να μην καταβάλει στο φόρο αυτά που όφειλε. Ότι έκλεψε το κράτος και κατ’ επέκταση την κοινωνία που τον εμπιστεύτηκε- πληρώνοντας τον μάλιστα αδρά- για να την υπηρετήσει. Έγινε μάλιστα με ύφος επικριτικό προς όσους, όλο το προηγούμενο διάστημα, του άσκησαν κριτική. Αφήνοντας τον καθένα να διερωτάται πως μπορεί η προσπάθεια εξαπάτησης του κράτους να συνάδει με το καθήκον του οποιουδήποτε προς τη χώρα; Να αποτελεί ένδειξη τιμιότητας και πατριωτισμού, όσο ξεχειλωμένα κι αν αυτά εφαρμόστηκαν διαχρονικά στην Κύπρο; Και τελικά με ποιο τρόπο άνθρωποι όπως ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου αντιλαμβάνονται το καθήκον τους;
Ο πρώην ΔΚΤ ασφαλώς δεν είναι το πρόβλημα του συστήματος. Είναι το αποτέλεσμα του. Ένα σύστημα επίσης βγαλμένο από το βιβλίο του Μάνου Μεγαλοκονόμου. Που εδώ και 54 χρόνια προσδιόρισε ως αποστολή «να κινείται μέσα σε περιβάλλον που το χαρακτηρίζει η διαφθορά, η φοροδιαφυγή, η μόνιμη διαπλοκή, η θέσπιση αστρονομικών προνομίων των πολιτικών (δηλ. του εαυτού τους) η ατιμωρησία των πολιτικών (δηλ. του εαυτού τους) η κραυγαλέα αλληλοκάλυψη των κομματικών σχηματισμών (δηλ. του εαυτού τους), για τα καθημερινά σκάνδαλα και αυθαιρεσίες» Που επιβίωσε xαρίζοντας απλόχερα θέσεις και παραλογισμό. Έκρυψε πίσω από την αντίσταση τη διαφθορά. Και μετέτρεψε την κλοπή σ’ ευεργεσία.
Μπορεί να πήγε ένα βήμα παρακάτω (κανείς στο παρελθόν δεν επικαλέστηκε απόπειρα εξαπάτησης τους κράτους ως απόδειξη πατριωτισμού ή τιμιότητας) επί της ουσίας όμως η ρητορική και φιλοσοφία του λίγο διέφερε από αυτήν της πλειονότητας του πολιτικού συστήματος. Αυτός ο αφόρητα παράδοξος πατριωτισμός δεν είναι μόνο δικό του χαρακτηριστικό. Ούτε ο αυτοπροσδιορισμός του ευεργέτη του λαού, ακόμα κι όταν τα γεγονότα και το αποτέλεσμα αμφισβητούν σε απόλυτο βαθμό κάτι τέτοιο, δικό του μονοπώλιο. Αντίθετα, η εκφορά ενός πολιτικού λόγου που όχι μονό δεν δικαιολογούν οι πραγματικότητες αλλά αναιρεί την κοινή λογική, η αυταπόδεικτη χρησιμοποίηση της θέσης για προσωπικό κέρδος, υπήρξε ο κανόνας. Σε μια δημοκρατία όπου οι θέσεις αποτελούν απλά καλύτερο σημείο εκκίνησης για πλουτισμό, πως θα μπορούσε ο πρώην ΔΚΤ να μην κάνει αυτό που κάνει 1 στις 2 (όπως είπε) επιχειρήσεις;
Και βέβαια αυτός ο παραλογισμός δεν περιορίστηκε μόνο στους μεγαλόσχημους της πολιτικής και οικονομίας. Μεταφέρθηκε και στην κοινωνία. Με τα χρόνια έγινε έμφυτος. Εξού και ο κόσμος δεν βρήκε λόγο να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη δήλωση. Ούτε προβληματίστηκε από το γεγονός ότι το δικαστήριο αποδείχθηκε και πάλι ανίκανο (και επειδή η νομοθετική εξουσία δεν θέλησε ποτέ να θεσπίσει νόμους ώστε κάποιοι να συνεχίσουν να κάνουν αυτά που κάνουν ανενόχλητοι) να αγγίξει την ουσία της υπόθεσης που ήταν γιατί ένας άνθρωπος μέχρι πρόσφατα στην κορυφή του τραπεζικού συστήματος έλαβε 1εκ. από μια εταιρία η οποία άλωσε τις τράπεζες; Τι τελικά ήταν αυτή η υπηρεσία που πρόσφερε ώστε να προπληρωθεί για δέκα χρόνια; Ενοχλήθηκε περισσότερο από την απόφαση «εσχάτης προδοσίας» ποδοσφαιριστή να μεταγραφεί σε τ/κ ομάδα. Σε βαθμό που να χρειάζεται αστυνομική προστασία. Και βίωσε την υπέρτατη υπερηφάνεια βγάζοντας στο γήπεδο κορεό με την Κύπρο στην ελληνική σημαία και φωνάζοντας πως η Κύπρος είναι ελληνική, ενώ η μισή είναι ήδη τουρκική.
Ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου δεν ήταν μια ακραία εικόνα. Ήταν η επώδυνη επιβεβαίωση του πόσο έχουμε ξεφύγει από τη λογική, πόσο εξοικειωμένες είναι η ηγεσία και η κοινωνία αυτού του τόπου με την κλεψιά και τη διαφθορά. Και η συνειδητοποίηση ότι το σύστημα μας δεν θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε άλλη ηγεσία, ούτε εμείς να οδηγηθούμε σε άλλο αποτέλεσμα. Πολύ απλά γιατί η εικόνα του Χριστοδούλου έξω από το δικαστήριο ήταν η εικόνα της χώρας. Με την υπερβολή που απαιτεί η κυπριακή πολιτική πραγματικότητα, η οποία υπερβαίνει πλέον και αυτήν ακόμα που η σάτιρα επιβάλλει.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου