Θεωρώ πως μια ήττα του παραδοσιακού δικομματισμού θα εξυπηρετούσε καλύτερα τόσο την Ελλάδα όσο και την ίδια τη Δημοκρατία. Όχι μόνο επειδή δεν μπορεί αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στον πάτο να ταυτίζουν την παραμονή τους στην εξουσία με την επιβίωση της, ισχυριζόμενοι ότι οι επόμενοι θα την πάνε ακόμα πιο κάτω. Αλλά κυρίως διότι για να έρθει η αλλαγή, θα πρέπει πρώτα να αμφισβητηθεί αυτό που δεδομένα έχει αποτύχει.
Το τελευταίο διάστημα, και κυρίως μετά την αποτυχία της κυβέρνησης να εκλέξει πρόεδρο, έχει ξεκινήσει (και στην Κύπρο) μια συζήτηση κατά πόσο ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς ολέθρια για την Ελλάδα αποτελέσματα. H συζήτηση αυτή, πέρα από υπερβολική, θεωρώ ότι διεξάγεται σε λάθος βάση για δύο λόγους. Παίρνει ως δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κυβερνήσει στη λογική της προεκλογικής/αντιπολιτευτικής του ρητορικής και αντιλαμβάνεται ως δύναμη ευθύνης και σταθερότητας την σημερινή κυβέρνηση.
Προφανώς και η εικόνα που βγάζει ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα δεν μπορεί παρά να δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες που απαιτούν οι πραγματικότητες της εξουσίας. Αφού πρόκειται για ένα κόμμα με μια οξεία ιδεοληπτική παλαιοαριστερή και λαϊκίστικη ρητορεία. Του οποίου οι διακηρύξεις συνιστούν στην ουσία αναπαραγωγή των ίδιων δομών της κρίσης που σήμερα βιώνει η χώρα. Αφού οδηγούν σε όλα εκείνα για τα οποία ο διπολισμός (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) κρίνονται υπόλογοι: Ανακατάληψη της εξουσίας από τον κρατικοδίαιτο παρασιτισμό, αναπαραγωγή μιας ελλιπέστατης κοινωνικής συνοχής, στηρίζοντας τη συνδικαλιστική αλητεία (και όσους αντιτίθενται στο πέρασμα σ’ ένα νέο ορθολογικό οικονομικό μοντέλο) σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, παντελής έλλειψη οράματος για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Την ίδια στιγμή, που οι στενές επαφές του με κόμματα που φλερτάρουν με την άκρα δεξιά (και κυρίως τους Ανεξάρτητους Έλληνες των Καμμένου και Χαϊκάλη), η διγλωσσία και η προσφυγή σε εύκολες τοποθετήσεις περί σκισίματος των Μνημονίων, μαγκιές και απειλές προς τις αγορές με νταούλια και πεντοζάληδες, οδηγούν την αξιοπιστία του στον πάτο και του αφαιρούν την δυνατότητα να καταστεί αξιόπιστη λύση σε ενδεχόμενη εκλογική νίκη.
Πόσο όμως δικαιολογείται η καταστροφολογία που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα; Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, αν και αγγίζει τα όρια του πολιτικού αμοραλισμού, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτήν του Σαμαρά το 2012, όταν από το Ζάππειο υποσχόταν πλήρη επαναδιαπραγμάτευση του χρέους (χωρίς και αυτός να εξηγεί τι θα έκανε εάν οι δανειστές δεν υποχωρούσαν) ή του Παπανδρέου το 2009 όταν δήλωνε ότι λεφτά υπάρχουν. Όποιος βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέλεξε να δημαγωγήσει το λαό με τον ίδιο ανήθικο τρόπο. Μήπως ο νυν πρωθυπουργός το 2102 δεν δήλωνε αντιμνημονιακός; Δεν ήταν σ’ αυτές τις αντιμνημονιακές εξαγγελίες που έκτισε την εκλογή του; Πόσο πιο σοβαρή ήταν η πολιτική πορεία του Σαμαρά (πριν αναλάβει την πρωθυπουργία) από αυτήν του Τσίπρα;
Την ίδια στιγμή, τα τρία χρόνια παρουσίας της νυν κυβέρνησης στην εξουσία δεν έπεισαν ότι αποτελούν εχέγγυο για μια σταθερή πορεία (όπως η ίδια σήμερα διατείνεται). Η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, ενώ έδειξε πρόθεση να υπογράψει τα πάντα, έκανε τα πάντα ώστε να μην τα υλοποιήσει. Σε καμία φάση της θητείας της δεν έπεισε ότι είχε σοβαρό σχέδιο για επαναφορά της χώρας. Περιορίστηκε σε μια «μεταρρυθμιστική ρητορεία», που ποτέ δεν άγγιξε την ουσία που ήταν ο εκσυγχρονισμός. Επέμεινε εμμονικά στη διαφύλαξη συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων με επιρροή στο κόμμα ενώ η ανάγκη απαλλαγής από το πελατειακό σύστημα, αφορούσε πάντα στο αντίπαλο στρατόπεδο. Όσοι σήμερα ανησυχούν από την έλλειψη πολιτικής ευθύνης που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ και τυχόν σύγκρουση με την Ε.Ε., δείχνουν να αγνοούν ότι οι τριβές την περασμένη τριετία με τους θεσμικούς εταίρους ήταν έντονες και συνεχείς αφού σε ελάχιστες περιπτώσεις η νυν κυβέρνηση ανέλαβε το βάρος των ευθυνών της δανειακής σύμβασης. Ότι η χώρα είναι την άρνηση αυτής της κυβέρνησης, για ένα μεγάλο διάστημα, να κινηθεί σε πορεία λογικής που εν μέρει πληρώνει. Η οποία, ακόμα και σήμερα (που μιλά για κρίσιμες στιγμές και την ανάγκη να επιδειχθεί απ’ όλους στάση ευθύνης) επέλεξε να επισπεύσει το πολιτικό αδιέξοδο, αρνούμενη να ολοκληρώσει το πρόγραμμά, που η ίδια διαμόρφωσε με τους δανειστές.
Το ερώτημα λοιπόν που θα έπρεπε να τίθεται δεν είναι αν η κυβέρνηση πήγε καλά. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν ισχύει. Ούτε κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί όντως να κάνει την ανατροπή. Το πιο πιθανό είναι ότι στην πράξη θα αποδειχθεί όσο δύναμη αλλαγής αποδείχθηκε και η ΝΔ. Αλλά ποιου η ήττα μπορεί μακροπρόθεσμα να αποβεί πιο ευεργετική για τη χώρα. Και θεωρώ πως μια ήττα του παραδοσιακού δικομματισμού θα εξυπηρετούσε καλύτερα τόσο την Ελλάδα όσο και την ίδια τη Δημοκρατία. Όχι μόνο λόγω του προφανούς. Επειδή δεν μπορεί αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στον πάτο να ταυτίζουν την παραμονή τους στην εξουσία με την επιβίωση της, ισχυριζόμενοι ότι οι επόμενοι θα την πάνε ακόμα πιο κάτω. O «κίνδυνος» για κάτι χειρότερο να κρατά ένα απόλυτα αποτυχημένο και διεφθαρμένο κομματικό κατεστημένο στην εξουσία. Ούτε διότι, όπως λέγεται, ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα αναγκαστεί να λειτουργήσει με πολιτικούς όρους. Αν και θεωρώ σημαντική, για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, την ενηλικίωση που αναγκαστικά θα επιφέρει στην Αριστερά η μετάβαση από την στείρα αντιπολίτευση στην διακυβέρνηση. Αλλά κυρίως διότι για να έρθει η αλλαγή, θα πρέπει πρώτα να αμφισβητηθεί αυτό που δεδομένα έχει αποτύχει. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο βγάζοντας από το κεντρικό πολιτικό κάδρο αυτούς που έφεραν τη χώρα εδώ που βρίσκεται σήμερα. Γκρεμίζοντας το παλαιό και αποτυχημένο. Έστω κι αν το γκρέμισμα δεν φέρει αμέσως κάτι νέο.
Προφανώς και κάτι τέτοιο ενέχει ρίσκο. Το ρίσκο του άγνωστου. Αυτό όμως νομίζω είναι πολύ μικρότερο απ’ όσο παρουσιάζεται. Άλλωστε τα δείγματα γραφής της ΝΔ, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, επιβεβαιώνουν ότι και σε αυτές τις εκλογές δεν συγκρούονται η σοβαρότητα ή η σιγουριά με τη δημαγωγία και την αβεβαιότητα, αλλά διαφορετικές μορφές λαϊκισμού και στενής κομματικής ιδιοτέλειας. Και ο Τσίπρας, παρά τα συνθήματα «τη λύση θα δώσει ο λαός», φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως τη λύση θα τη δώσουν οι πραγματικότητες. Όπου οι επιλογές του θα είναι λίγες και σκληρές. Αυτό δείχνουν και οι τοποθετήσεις του εκτός Ελλάδος, όπου έχει υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή ρητορική ως προς τη διευθέτηση του χρέους, όπως και το γεγονός ότι έχει ήδη ανοίξει κανάλια επικοινωνίας με Βερολίνο, Παρίσι και Φραγκφούρτη. Αυτό που μπορεί να κάνει (έχει την ηθική υπόσταση) είναι να βάλει στην ατζέντα της Ευρώπης την γενικότερη οικονομική πολιτική. Και αυτό είναι θεμιτό. Ίσως αποδειχθεί και ευεργετικό.
Σε κάθε περίπτωση κανείς από το πολιτικό σύστημα επί της ουσίας δεν εγγυάται ούτε ασφαλή διαπραγμάτευση ούτε αλλαγή σελίδας. Και ας το υπόσχονται. Γιατί οι δανειστές θέλουν μεταρρυθμίσεις, που δεν θέλει κανείς, συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των πολιτών. Διότι μεταρρυθμίσεις σημαίνουν ανατροπή κατεστημένων και σύγκρουση με παγιωμένα συμφέροντα.
Είναι γι’ αυτό που θεωρώ ότι οι λύσεις δεν βρίσκονται στις επερχόμενες εκλογές. Εφόσον προτεραιότητα για τη χώρα αποτελεί η μεταμόρφωσή της σε ένα φυσιολογικό ευρωπαϊκό κράτος, δίκαιο και αποτελεσματικό, τότε αυτό που πρέπει να φοβάται ο Έλληνας δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά ο ίδιος του ο εαυτός.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου