Για να μπορείς να ισχυριστείς ότι 40 χρόνια είναι πολλά θα πρέπει να μπορείς πρώτα να πεις πως όλο αυτό το διάστημα έκανες τα πάντα ώστε να μην φτάσεις σε αυτό το σημείο. Ή τουλάχιστον να πείσεις ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα επαναλάβεις τα ίδια.
40 χρόνια είναι πάρα πολλά γράφει σε άρθρο του ο πρόεδρος Αναστασιάδης εκφράζοντας παράλληλα την ετοιμότητα του να μην περάσουν άλλα δέκα χωρίς λύση. Πρόκειται βέβαια για μια τοποθέτηση με την οποία δύσκολα κάποιος- που επιθυμεί λύση- μπορεί να διαφωνήσει, η οποία περισσότερο όμως μοιάζει με ευχή παρά με ρεαλιστικό στόχο. Με πολιτική τοποθέτηση κτισμένη σε σοβαρή επιχειρηματολογία και βασισμένη στα δεδομένα. Και για να είμαστε δίκαιοι μια τέτοια επιχειρηματολογία φαντάζει σχεδόν αδύνατη. Όχι μόνο γιατί όπως έδειξαν οι τελευταίες τοποθετήσεις κομμάτων ούτε στρατηγική υπάρχει, ούτε ξεκάθαρος στόχος, αλλά και διότι τα γεγονότα δείχνουν ήδη να μας έχουν προ πολλού προσπεράσει.
Όπου βρεθώ το τελευταίο διάστημα φίλοι με ρωτάνε αν θα λυθεί το Κυπριακό.
Έχει καλλιεργηθεί εντέχνως, λόγω και της οικονομικής κρίσης και της ανάγκης αυτή να αντισταθμιστεί με ελπίδα, ότι (όπως προ 10ετίας η ένταξη) οι υδρογονάνθρακες- τους οποίους και ο πρόεδρος επικαλείται στο άρθρο του- είναι η απάντηση σε όλα. Πως πέραν του ότι θα μας βγάλει από την οικονομική παρακμή θα δημιουργήσει και τις συνθήκες για λύση του Κυπριακού, με ευνοϊκούς μάλιστα για εμάς όρους.
Η αλήθεια όμως είναι ότι η αυξημένη αυτή αισιοδοξία δεν δικαιολογείται από τα ίδια τα γεγονότα. Διότι η λύση του Κυπριακού προϋποθέτει, πέραν θετικών εξωτερικών συγκυριών (που έτσι κι αλλιώς δεν είναι τέτοιες που να μεταβάλλουν σε σοβαρό βαθμό τις ισορροπίες), ένα εσωτερικό κλίμα που όχι μόνο θα ευνοεί την έγκριση μιας λύσης που να είναι εφικτή υπό τα σημερινά (δημογραφικά και γεωστρατηγικά) δεδομένα, αλλά και ουσιαστική αποδοχή της, ώστε να μπορεί στη συνέχεια να σταθεί. Η πολιτική ηγεσία να είναι έτοιμη να κάνει την υπέρβαση και να σπρώξει το λαό προς αυτή την κατεύθυνση, αναλαμβάνοντας παράλληλα και το τεράστιο βάρος που κουβαλά μια τέτοια κίνηση. Και η κοινωνία να την σπρώξει ή να τη στηρίξει σε αυτό το εγχείρημα. Εμείς, τη δεδομένη στιγμή, δεν διαθέτουμε κανένα από τα δύο. Αντίθετα η όλη μας συμπεριφορά καταδεικνύει πως κι αν ακόμα εξαρτάτο μόνο από εμάς, ουδέποτε θα προχωρούσαμε σε μια λύση που συγκεντρώνει πιθανότητες ολοκλήρωσης.
Η πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας, είτε επειδή βολεύεται από το στάτους κβο είτε επειδή θεωρεί ότι κερδίζει προτάσσοντας τα εύκολα σλόγκαν, έχει υιοθετήσει μια ρητορική που καθιστά την στήριξη οποιουδήποτε ρεαλιστικού σχεδίου ανέφικτη. Την ίδια στιγμή ο κόσμος άγεται και φέρεται από λαϊκίστικες προσεγγίσεις. Έχει ταυτίσει τη θέληση για λύση με την προδοσία και έχει υιοθετήσει την άποψη ότι είναι καλύτερα να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, παρά να αποτολμηθεί μια λύση, ως κατεξοχήν πατριωτική. Χρόνια εύκολων λύσεων τον έχουν οδηγήσει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν- όπου το «όλα» αποτελεί μόνη επιλογή και έχει αποκλείσει τον συμβιβασμό και την συμβίωση. Ως εκ τούτου και την λύση. Κάτι που αναγκάζει τους λίγους που δηλώνουν έτοιμοι να κάνουν την υπέρβαση να ακροβατούν μεταξύ ρεαλισμού και λαϊκισμού. Οι νουθεσίες «λογικής» σταματούν προεκλογικά με τις συνεργασίες και τις ομιλίες στα μνημόσυνα.
Ίσως πουθενά αλλού στον δημόσιο βίο δεν απελευθερώθηκε τόση πολλή λαϊκιστική ανοησία, όση στο Κυπριακό. Ανεβάζοντας (με συνθήματα όπως όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους, τα σύνορα μας είναι στην Κερύνεια) τον πήχη των προσδοκιών σε τέτοια επίπεδα που κανένα σχέδιο υπό τις δεδομένες συνθήκες δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί. Διότι υπάρχει κανείς που να θεωρεί ότι το όποιο νέο σχέδιο θα πληροί όλα αυτά που έχουμε θέσει ως κόκκινες γραμμές; Ότι μπορεί να έχει έστω τα ίδια χαρακτηριστικά με σχέδια που με τόση ευκολία πετάξαμε ως ελλειμματικά στο παρελθόν όπως το Αμερικανο-βρετανο-καναδικό σχέδιο, ή ακόμα και εκείνο που θριαμβευτικά απορρίψαμε πριν 10 χρόνια, με δεδομένες τις αλλαγές που έχουν επιφέρει δεκαετίες διαχωρισμού; Ή ότι μπορεί μια κοινή γνώμη που κτίστηκε σε μια πορεία 40 χρόνων, όταν θα εμφανιστεί ένα νέο σχέδιο να μετρήσει σωστά τις προοπτικές του ίδιου αλλά και της χώρας και να αποδεχθεί λύση στην οποία θα εντάσσονται οι σημερινές πραγματικότητες;
Εάν 40 χρόνια και οι πραγματικότητες που βρίσκονται μπροστά μας δεν έχουν βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, δεν μας έχουν προβληματίσει, πως αυτό με την πάροδο 10 ή 20 ακόμα χρόνων μπορεί να μεταβληθεί; Εάν ακόμα και σήμερα θεωρούμε ότι σωστά απορρίψαμε όλα τα προηγούμενα σχέδια, ότι είναι δυνατόν όλοι οι πρόσφυγες να επιστρέψουν και ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα η δυνατότητα να επανακτίσουμε τον έλεγχο όλου του νησιού, τι άλλο εκτός από ευχολόγιο μπορεί να είναι μια τέτοια τοποθέτηση;
Σε μια πορεία όπου ζητήσαμε τα πάντα και πήραμε το τίποτε, οφείλουμε τουλάχιστον στους εαυτούς μας αλήθειες. Όχι ευχές. Η αναγνώριση των πραγματικοτήτων θα είναι το πρώτο βήμα. Όχι απαραίτητα για να φτάσουμε σε λύση (δεν είμαι σίγουρος πλέον ότι αυτό είναι δυνατόν) αλλά για να μπορούμε να πούμε πως 40 χρόνια είναι πολλά. Διότι για να μπορείς να ισχυριστείς κάτι τέτοιο θα πρέπει να μπορείς πρώτα να πεις πως όλο αυτό το διάστημα έκανες τα πάντα ώστε να μην φτάσεις σε αυτό το σημείο. Ή τουλάχιστον να πείσεις ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα επαναλάβεις τα ίδια. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα ο βαθμός πολιτικής ευθύνης, το επίπεδο ρητορικής παραμένει το ίδιο.
Το Κυπριακό δεν λύνεται με υδρογονάνθρακες. Όπως δεν λύθηκε με την ένταξη. Λύνεται με την αποδοχή των πραγματικοτήτων. Όσο δεν τις αναγνωρίζουμε, όσο η λογική δεν στέκεται εμπόδιο στις απαιτήσεις μας, όσο συντηρούμε ψευδαισθήσεις, απλά αναμένουμε το μοιραίο.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου