Ο Τάρικ Αλί, ένας Εγγλέζο-Πακιστανός αριστερός διανοούμενος, έγραψεν πριν κανέναν χρόνον για την επικυριαρχίαν του ακραίου κέντρου:
« Οι παγωμένοι σιειμόνες της περιόδου του Ρίγκαν τζιαι του Μπους εν ελείψαν με τον Κλίντον τζιαι τον Ομπάμα: κούφκιοι άντρες που κυβερνούν έναν κούφκιον σύστημαν, όπου τα ριάλλια κυριαρχούν παντού τζιαι το καταταλαιπωρημένον κράτος χρησιμοποιείται μόνον για να διατηρά το χρηματοπιστωτικόν στάτους κβο τζιαι να χρηματοδοτά τους πολέμους του 21ου αιώνα […] Η άκρα δεξιά εν μιτσιά. Η άκρα αριστερά όσον τζιαι υπάρχει. Εν το ακραίον κέντρον που κυριαρχεί στην πολιτικήν τζιαι οικονομικήν ζωήν.» Δέτε το αρχικόν κείμενον τζιαι μιαν συνέντευξην του Αλί. Για το ακραίον κέντρον στην Ελλάδαν της κρίσης τζιαι του μνημονίου έκαμεν μιαν ωραίαν ανάλυσην ο Άκης ο Γαβριηλίδης, τζιαι ο Αντώνης Λιάκος.
Ως ακραίον κέντρον ο Αλί περιγράφει την κατάστασην μετά το περίφημον τέλος των ιδεολογιών, όπου Μπλερ, Κλίντον τζιαι διάφοροι άλλοι σοσιαλοδημοκράτες που εμπορούσαν να αντιληφθούν τες ανάγκες της ελεύθερης αγοράς ολοκληρώσαν το νεοφιλελεύθερον όνειρον της Θάτσιερ τζιαι του Ρίγκαν χώννοντας το κάτω που έναν σεντόνιν με αθρώπινον πρόσωπον. Ο περιλάλητος «τρίτος δρόμος» του Γκίντενς.
Άμαν μιλώ για ακραίον κέντρον στην Κύπρον δεν μιλώ για το ΔΗΚΟ. Να το ξεκαθαρίσουμεν τουτον, τζιαι εννα δείτε πιο κάτω γιατί. Ο όρος ακραίον κέντρο περιγράφει τους τύπους που λλίον πολλά λαλούν μας ότι εν υπεράνω ιδεολογιών. Παίζουν το πραγματιστές, ορθολογιστές, εκσυγχρονιστές, μετριοπαθείς, αννοιχτόμυαλοι τζιαι ενάντια στη βία των «δύο άκρων». Καππαρώννουν λοιπόν ωραίες λέξεις τζιαι εύηχες, τζιαι λαλούν ότι εν πάνω που ιδεολογίες. Αλλά επειδή άλλον το τι λαλούμεν τζιαι άλλον το τι κάμνουμεν, η ιδεολογία τους εν πολλά συγκεκριμένη.
Μιλώ για την προοδευτικήν δεξιάν, τους πολιτικούς της, τη διανόησην της, τζιαι τες εφημερίδες της (Πολίτης, Αλήθεια, Καθημερινή). Μιλώ για τους απολογητές του νεοφιλελεύθερισμού, οι οποίοι στο όνομαν του «εν έχουμεν άλλην επιλογήν» (βλέπε το “there is no alternative” της Θάτσιερ), λαλούν μας μέραν-νύχταν ότι ο λόγος της κρίσης εν το σπάταλον τζιαι μεγάλον κράτος.
Σαν απολογητής του νεοφιλελευθερισμού, το ακραίον κέντρον πρέπει να νομιμοποιεί τα χαρακτηριστικά που διεκδικεί, τουλάχιστον σε σχέσην με το τι λαλεί. Είπαμεν: προοδευτισμός, πραγματισμός, ορθολογισμός, εκσυγχρονισμός, μετριοπάθεια. Διεκδικώντας την αποκλειστικότηταν τζιαι το μονοπώλιον τούντων όρων, θεωρούν αυτομάτως ότι όποιος τους κάμνει κριτικήν εν συντηρητικός, ονειροπόλος, λαϊκιστής, παράλογος, κολλημένος στο παρελθόν τζιαι ακραίος. Α, εξίχασα ότι άμαν μιλήσεις για το καπιταλιστικόν σύστημα είσαι συνομωσιολόγος τζιαι παρωχημένος μαρξιστής.
Ας κάτσουμεν κάτω όμως να δώκουμεν περιεχόμενον στα χαρακτηριστικά που διεκδικούν για τους εαυτούς τους τζιαι να μιλήσουμεν για το τι σημαίνουν τούτοι οι όροι. Είδαμεν π.χ. τον εκσυγχρονισμόν του Μπλερ ή του Σημίτη τζιαι τον ορθολογισμόν του οικονομικού τους συστήματος. Η διαφθορά του ήταν απλά πιο εκλεπτυσμένη. Το κράτος έννεν σπάταλον άμαν σιωνώννει εκαταμμύρια τζιαι εκατομμύρια στες τράπεζες για να μας περιπαίζουν ούλλους που γυρόν, διότι εμείς οι πληβείοι εν καταλάβουμεν που οικονομικά. Ούτε ενναν σπάταλον άμαν κάμουμεν 7 υφυπουργεία για να μπορέσουμεν να τάξουμεν σε ούλλους. Τζιαι οικονομικός ορθολογισμός είναι να πουλάς κερδοφόρες δημόσιες εταιρίες σε τιμές ευκαιρίας (τζιαι παράλληλα να έχουμεν να τρώμεν που τες προμήθειες).
Επειδή λοιπόν ο εκσυγχρονισμός τους εν κενός περιεχομένου τζιαι εξυπηρετεί τες παραδοσιακές σχέσεις εξουσίας με μιαν επίφασην σύγχρονου λόγου, οι φιλελεύθεροι δεξιοί χρειάζουνται τζιαι μιαν προοδευτικήν νομιμοποίησην για να μπορέσουν να διαφοροποιηθούν που την άσιλα δεξιάν. Προσπαθούν να κερδίσουν περγαμηνές προοδευτισμού με εύκολες κριτικές των πιο αντιδραστικών χαρακτηριστικών του φυσικού τους χώρου, δηλαδή της δεξιάς. Κάμουν, π.χ. κριτικήν του εθνικισμού, μιλούν για το φύλον τζιαι τα δικαιώματα των ΛΟΑΔ, υπερασπίζουνται την πολυπολιτισμικόταν τζιαι αντιτάσσουνται στην εκκλησιάν. Ο λόγος τούτος εν σημαντικός, αλλά εν μισοδότζιν τζιαι στην ουσία λειτουργεί σαν βιτρίνα. Στην τελικήν, το να συγκρούεσαι με τον Ττόμη, το Συλλουρούδιν ή τον Θεμιστοκλέους εν εύκολον πράμαν, γιατί οι ίδιοι εν έτσι όπως ένει. Επιπλέον, στην απουσίαν πραγματικά ριζοσπαστικής πολιτικής που την αριστεράν, οι φιλευλεύθεροι δεξιοί φαίνουνται avant–garde.
Ο λόγος που εκφέρουν όμως εν εμπεριέχει ρηξικέλευθες πολιτικές – απλά δουλεύκουμεν μέσα που το σύστημαν χωρίς να το αμφισβητούμεν στην δομήν του. Δουλεύκουμεν με τα μιτσιά, κάμνουμεν συμβιβασμούς ποτζιει ποδά που καταντούν μυλλοσφοντζίσματα, τζιαι στρογγυλοποιούμεν τες ωραίες μας αρχές για να γινούν εφαρμόσιμες στο όνομαν ενός κενού περιεχομένου πραγματισμού. Τούτου του τύπου ο πραγματισμός όμως ενισχύει, εμπεδώνει τζιαι νομιμοποιεί το στάτους κβο, το οποίον ούτε θέλει να το αλλάξει, ούτε να το ανατρέψει, αλλά να το εκσυγχρονίσει.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος εν ότι η φιλελεύθερη δεξιά εκφέρει το λόγον της σε μιαν συγκυρίαν όπου μπορεί να το κάμει. Δηλαδή τωρά παίρνει τους. Τον τζιαιρόν που η φιλελεύθερη δεξιά ήταν εγκλωβισμένη μες τον Συναγερμόν των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, τούτοι ούλλοι εν εφκάλλαν κίχι. Τούτη ακριβώς εν η απουσία της άκρας δεξιάς που λαλεί ο Αλί, δηλαδή το ότι εν καθορίζει πιόν τη χάραξη πολιτικής μέσα που τον έλεγχον ενός μέιντστριμ κόμματος εξουσίας. Τωρά η συγκυρία εν άλλη, τζιαι οι φιλελεύθεροι δεξιοί μπορούν να υπάρχουν τζιαι να εκφέρουν λόγον, νομιμοποιώντας έτσι τη νεοφιλεύθερην οικονομικήν ατζιένταν τους.
Τέλος, ένας άλλος τρόπος με τον οποίο το ακραίον κέντρον νομιμοποιεί την ύπαρξην του είναι μιλώντας για τον μπαμπούλαν των «δύο άκρων». Προσπαθούν δηλαδή να εξισώσουν την αριστεράν με την άκραν δεξιάν. Τούτον όμως εν έναν πολλά απλοϊκόν τζιαι εύκολον τρικ διεκδίκησης μετριοπάθειας. Ο πρώτος που έκαμεν στην Κύπρον τούτην την ταύτισην ήταν ο Λιλλήκκας, εξισώννοντας τους ΕΛΑΜίτες με τους υποστηρικτές της λύσης, με αφορμήν κάτι μικροεπεισόδια στη Λήδρας το 2006. Δεύτερον, οι αντιφάσεις της ρητορικής «ενάντια στην πόλωση» εφανήκαν ξεκάθαρα πέρσι με το Μαρίν, όταν οι φιλελεύθεροι εθκιαλέξαν ξεκάθαρα το έναν άκρον τζιαι επήαν να φωνάξουν ενάντια στον «γιόν της πλύστρας», εκφέροντας έναν ξεκάθαρα ταξικό λόγο. Υπενθυμίζω ότι η πρώτη χρήση του όρου «αγανακτισμένοι» ήταν σε μιαν διαδήλωση έξω που το προεδρικό των αποφοίτων τζιαι γονιών μαθητών του English School κανέναν μήνα πριν το Μαρί, όπου η μεγαλοαστική Λευκωσία επήεν τζιαι εφάκκαν κασσαρόλλες παντώς τζιαι ήταν στην Αργεντινή, διαμαρτυρόμενη για την κατάντια του Eton της Κύπρου (ιμιης).
Ο προοδευτισμός της φιλελεύθερης δεξιάς εν υπάρχει ποττέ ανεξάρτητα που τη νεοφιλελεύθερην οικονομικήν ιδεολογίαν, αλλά εν τζιαμαί μόνον για να τη νομιμοποιεί τζιαι να την εκσυγχρονίζει. Όταν τίθεται δίλημμαν επιλογής μεταξύ της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής τζιαι των προοδευτικών θεμάτων που είπαμεν πιο πάνω (π.χ. κριτική στον εθνικισμόν, φύλον, ΛΟΑΔ ή πολυπολιτισμικότητα), η επιλογή εν ξεκάθαρη, ειδικά μέσα σε συνθήκες κρίσης, όπου ο καθένας πάει στα ένστικτα του. Γιατί τα επιδόματα σε μονογεϊκές οικογένειες π.χ., εν όσον ζήτημαν φύλου όσον τζιαι οικονομικόν. Σκέφτου να’σαι άνεργη γεναίκα μετανάστης με κοπελλούιν. Πληροίς ούλλα τα κριτήρια ευαισθησίας των φιλελεύθερων δεξιών. Πλην όμως, it’s the economy, stupid… Τζιαι εννα’σαι η πρώτη ποννα πάει σόττον που τον εξορθολογισμόν της οικονομίας.
Γράφει: Αντώνης Χατζηκυριάκου