“‘Ακούγαμε σάν παραμύθι πώς έπεφταν καί φιλούσαν τό χώμα
καί νά πού σ’ αυτό προσβλέπουμε πιά κ’ εμείς,
καί νά πού αυτό αγωνιούμε πιά κ’ εμείς,
και νά πού απ’ αυτό κρεμαστήκαμε πιά κ’ εμείς”. (Κώστα Μόντη)
Στίχοι περιεκτικοί, γεμάτοι μεστά νοήματα. Φέρνουν στο μυαλό μνήμες πατρίδας, που μπορεί να τη λένε Μόρφου, Ακανθού, Αμμόχωστο, Κυθρέα, Κερύνεια, Λύση, Ζώδεια. Στίχοι του αείμνηστου Κώστα Μόντη, που θυμίζουν προσφυγιά, ξεριζωμό, μια νέα μικρασιατική καταστροφή, καραβάνια προσφύγων, προδοσία, καταλήψεις χωριών και πόλεων που έκτοτε βιώνουν κατοχή, κάτω από την μπότα του Τούρκου κατακτητή.
39 Αύγουστοι από τότε. Οι μνήμες πάντα ζωντανές, ως να μη φύγαμε ποτές από τη Μόρφου μας. Την κουβαλούμε στη ψυχή, στην καρδιά και στο μυαλό. Βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο κάθε κοινωνικής συναπάντησης Μορφιτών, σε γάμους, κηδείες, αντικατοχικές εκδηλώσεις. Η ίδια πόλη, ο ίδιος καημός μας ενώνει άρρηκτα, κι ας ήρθαν πάλιν, χρόνοι δίσεκτοι.
Μια νέα εισβολή, οικονομική αυτή τη φορά, αναστατώνει ξανά τις ζωές μας. Ταλανίζει τις μέρες και τις ώρες μας. Απειλεί την εθνική αλλά και τη φυσική μας επιβίωση στα μαρτυρικά κυπριακά χώματα. Είναι πιο ύπουλη από την πρώτη. Τώρα ο εχθρός είναι αόρατος, με όπλα διαφορετικά. Το 1974, οι Τούρκοι ρήμαξαν γη, βιος και ζωές, γιατί το άφρον πραξικόπημα άνοιξε τις κερκόπορτες της προδοσίας. Η σημερινή τροϊκανή εισβολή βρήκε άλλες κερκόπορτες ανοικτές. Απανωτά λάθη, απληστία ολιγαρχών, τραπεζιτών και άλλων, κακοδιοίκηση, διαπλοκή και μια ανελέητη κρίση αξιών, έσπρωξαν τη μικρή πονεμένη πατρίδα στο χείλος της καταστροφής. Με υπέρμετρα σκληρούς και πρωτοφανείς όρους, η τροϊκανή λαίλαπα φόρτωσε το λαό με δυσβάστακτα βάρη. Κούρεψε καταθέσεις και κόπους σκληρά εργαζόμενων βιοπαλαιστών.
Πικρός ο Αύγουστος της προσφυγιάς. Ζωντανές οι θύμισες από τη δεύτερη τουρκική εισβολή. Τα ατέλειωτα καραβάνια προσφύγων που εγκατέλειπαν την πόλη, προτού πατήσει ο εχτρός. Τους νεκρούς συμμαθητές που σε λίγα εικοσιτετράωρα μετατράπηκαν από αμούστακα σχολιαρόπαιδα σε ήρωες μαχητές. Θυμάμαι αρκετούς από αυτούς, σε στρατιωτικά καμιόνια να διασχίζουν τους δρόμους των καλοκαιρινών σινεμά στη Μόρφου τραγουδώντας. Πήγαιναν στο μέτωπο, στην Κερύνεια, στη Μύρτου, στο Αγριδάκι. Κάποιοι έπεσαν σε εχθρικές ενέδρες, άλλοι σε πεδία μαχών, υπέρ πατρίδας. Οι πιο άτυχοι, ακόμη αγνοούνται. Επιστρέφουν κατά καιρούς, διακριβωμένοι με την μέθοδο του DNA για να ταφούν ετεροχρονισμένα. Τα πάθη της Κύπρου, ατελείωτα.
Οι φετινές αντικατοχικές εκδηλώσεις επαναλαμβάνονται, για όσους δεν έπαψαν ποτέ να πιστεύουν ακόμη στο θαύμα και που διεκδικούν λύση στη βάση αρχών και του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, μέσα σε ένα κλίμα γενικής απογοήτευσης, απαξίωσης και οργής για όσους μας έριξαν τόσο χαμηλά, διερωτάται κανείς πόσες μέλισσες θα πρέπει να μας στείλει ακόμη ο Ονήσιλος για να κεντρίσει τις εφησυχασμένες κεφαλές μας, για να μας ξυπνήσει από το λήθαργο, την ανοχή, την επίκτητη ευμάρεια και τον καναπέ μας, για να αντιληφθούμε πως λάθος δρόμο πήραμε και πως αφεθήκαμε στις Σειρήνες της καλοπέρασης να μας αποκοιμίσουν.
Η Αμμόχωστος, η Μόρφου, η Κερύνεια δεν είναι ουτοπία, ούτε τόσο μακριά ώστε η επιστροφή να φαντάζει απόμακρη. Βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής, αν επιτέλους αντλήσουμε μαθήματα από τα πολλά και φρικτά παθήματα που μας ταλανίζουν, για να ξαναβρούμε τον παλιό χαμένο εαυτό μας, όταν ριχτήκαμε στον αγώνα της επιβίωσης καταφέρνοντας μέσα από τις στάκτες, ένα οικονομικό θαύμα.
Ας ξαναβρούμε επιτέλους την πίστη μας στο δίκαιο του αγώνα μας, παραμερίζοντας όλους και όλα που μας μικραίνουν ως ανθρώπους και που μας επιβάλουν τα μικρά, τα ευτελή και τα ασήμαντα. Ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, κάνοντας ο καθένας και όλοι μαζί τη δική μας αυτοκριτική, για εκούσια ή ακούσια λάθη και παραλείψεις, απομονώνοντας τη σαπίλα στο σύστημα, στους θεσμούς, στις υποδομές, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, απαιτώντας κάθαρση και παραδειγματική τιμωρία των ενόχων.
39 χειμώνες κατακαλόκαιρα είναι πολλοί , πάρα πολλοί, για να τους αντέξουμε. Λύτρωση και Λευτεριά είναι παλλαϊκή αξίωση.
Γράφει: Αντιγόνη Παπαδοπούλου