“Αν η θρησκεία γέννησε όλα όσα είναι ουσιώδη στην κοινωνία, είναι γιατί η ιδέα της κοινωνίας είναι η ψυχή της θρησκείας…”
Για τον Εμίλ Ντυρκάιμ η βάση της θρησκευτικής συνείδησης είναι η συλλογική συνείδηση των μελών της κοινωνίας και πηγή της θρησκείας κατά αυτό η ίδια η κοινωνία.
Ακόμα και αν εικάσουμε ότι η παραδοχή αυτή τυγχάνει καθολικής αποδοχής, εντούτοις δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι οι λεγόμενες “εκλεκτικές στιγμές” συγκεκριμένων εκπροσώπων της εκκλησίας δεν εμπόδισαν και δεν εμποδίζουν την εμφάνιση διαφόρων προβλημάτων, δημιουργώντας τριγμούς στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Με κανένα τρόπο δεν εμποδίστηκε ποτέ εκ μέρους του κράτους η εμπλοκή εκκλησιαστικών προσώπων στις υποθέσεις της κοινωνίας και της πολιτείας, ο γενικότερος λόγος για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, η αντιμετώπιση αυτών ως ελεύθεροι πολίτες με ίσα δικαιώματα. Αντιστρέφοντας τον συνειρμό όμως και για χάριν προβληματισμού, η εκκλησία περιοδικά και χρησιμοποιώντας αυτές τις “εκλεκτικές στιγμές” πώς μπορεί να λαμβάνει κομματική – πολιτική θέση αν όπως έχει ειπωθεί εκφράζει την συλλογική συνείδηση των πολιτών; Πώς μπορεί η εκκλησία με οποιαδήποτε παρέμβαση να σπέρνει διχασμό; Πώς μπορεί να μην σέβεται το κράτος (όποιο και να είναι αυτό) και να αναλώνεται σε δηλώσεις διαιρετικές, μή σεβόμενη τους θεσμούς που η ίδια πολέμησε να θεσπιστούν;
Πώς μπορεί, αλήθεια, ο εκπρόσωπος αυτής, να προβαίνει σε δημόσιες τοποθετήσεις ενάντια στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τις όποιες εξελίξεις, προβαίνοντας σε “ατυχείς” συγκρίσεις και χρησιμοποιώντας άστοχους χαρακτηρισμούς με κατηγορίες συσκότισης και αποπροσανατολισμού; Συγκεκριμένα, πώς μπορεί ο Μητροπολίτης Πάφου να διακηρύττει το μίσος και την διχόνοια λέγοντας ότι ο Πρόεδρος συναγελάζεται με την κατοχή; Το παράδοξο είναι ότι τα δεδομένα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε για το εθνικό μας ζήτημα την δεδομένη στιγμή είναι ακόμη πρώιμα και εξελικτικά. Σίγουρα δεν έχουμε ένα υπαρκτό σχέδιο λύσης έτοιμο για δημοψήφισμα, δεν συμφωνήθηκε κανένα περιουσιακό, δεν συμφωνήθηκαν οι οποιεσδήποτε σημαντικές παραμέτροι θα μπορούσαν να απευθυνθούν στην λαϊκή ετυμηγορία. Δεδομένου τούτου, η οποιαδήποτε ‘εκλεκτική στιγμή’ ενός εκπροσώπου της εκκλησίας λειτουργεί μόνο διαιρετικά αφού προδιαθέτει τους πιστούς ενάντια στην οποιαδήποτε θετική εξέλιξη. Μια πικρή κριτική για την τοποθέτηση που εξέπληξε πολλούς τις τελευταίες μέρες, θα ήταν ότι σκοπίμως και αδικαιολόγητα η κοινή άποψη τροχιοδρομείται ενάντια στις οποιεσδήποτε εξελίξεις εκ μέρους της εκκλησίας και ότι δημιουργείται ο παραλογισμός ομοσπονδιακοί και άπιστοι ή ‘πατριώτες’ και πιστοί;
Σε τελική ανάλυση, η εκκλησία δεν είναι πολιτική δύναμη και ούτε και πρέπει να γίνει γιατί θα χάσει την εμπιστοσύνη των πιστών και της κοινωνίας. Ο οποισδήποτε διχαστικός, κομματικός και με κοσμική ιδεολογία λόγος είναι αντίθετος με όσα πρέπει να πρεσβεύει η εκκλησία και σίγουρα δεν μπορεί να είναι πολιτικός λόγος. Όταν μάλιστα, εκπονείται απο μερίδα κλήρου ή λαού που διεκδικούν ή φέρουν την ιδιότητα του εκπροσώπου της εκκλησίας είναι περισσότερο αυθαίρετο και κατακριτέο παρά εάν ήταν άφωνοι ή έστω αμέτοχοι σε οποιαδήποτε σημαντική εξέλιξη ή συγκυρία.
Επομένως, αν και ο ρόλος της εκκλησίας και του κράτους είναι διακριτός η καλύτερη οριοθέτηση σχέσεων μεταξύ αυτών θα ωφελέσει και τους δύο. Οι απόψεις τους δεν μπορεί να συγκρούονται αλλά μόνο να διαφοροποιούνται και οι εκπρόσωποι κάθε μέρους δεν μπορεί ποτέ να είναι διχαστικοί παρά μόνο ενωτικοί. Καταλήγοντας, η εκκλησία μόνο με ένα τρόπο μπορεί να επηρεάσει την πολιτική εξουσία: κηρύσσοντας το λόγο του Θεού, λειτουργώντας παρηγορητικά και όχι αλλοτριωτικά, θεολογικά και όχι κομματικά, καίρια, ουσιαστικά και ρεαλιστικά και όχι απαξιωτικά, ανεδαφικά και ουτοπικά.
Γράφει: Αννίτα Δημητρίου